Grave Pleasures

Mat McNerney (Grave Pleasures): «Για μένα επιτυχία είναι να 'σαι αυτό που θες»

Από την Αγγλία βρέθηκε στη Φινλανδία για να ηγηθεί μίας από τις πιο ταλαντούχες post-punk μπάντες. Και είχε πολλά να μας πει σχετικά.

Διαβάστηκε φορες

Στο πλαίσιο της εμφάνισης των Grave Pleasures στη Θεσσαλονίκη και σε συνέχεια του αφιερώματος που κάναμε για αυτούς, συνομιλήσαμε με τον τραγουδιστή τους Mat "Kvohst" McNerney για το μουσικό του παρελθόν, την έμφαση που δίνει στην οπτικοποίηση της δισκογραφίας του αλλά και το πώς εκλαμβάνει την επιτυχία.


MixGrill: Ευχαριστούμε πάρα πολύ για το χρόνο που αφιερώνετε να τα πούμε πριν τη συναυλία σας. Θα ήθελα να ξεκινήσω τη συνέντευξη με μια αναφορά στους Beastmilk, την προηγούμενη μπάντα από την οποία προκέκυψαν οι Grave Pleasures. Ήσασταν ένα συγκρότημα με μια πολύ καλή κυκλοφορία, το “Climax”, και ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον, αλλά προσωπικά ζητήματα και διαφωνίες σάς οδήγησαν στη διάλυση και στο σχηματισμό μετά των Grave Pleasures. Πώς ήταν για σένα εκείνη η περίοδος; Πρέπει να ήταν μια περίοδος ανώμαλης προσγείωσης.

Mat "Kvohst" McNerney: Η αλήθεια είναι ότι εξαρχής αντιμετωπίζαμε το “Climax” σαν την πρώτη και τελευταία μας κυκλοφορία, σαν τη μόνη δουλειά που θα κυκλοφορούσαμε ως Beastmilk. Ήταν ένα αστείο που λέγαμε τότε με τον Johan [σημ: Johan Snell, μέλος των Beastmilk, που δεν συνέχισε στους Grave Pleasures], ότι το “Climax” αντικατόπτριζε το ψυχρό κλίμα μεταξύ μας, αφού πάντα ήμασταν εξοικειωμένοι με την ιδέα ότι δεν θα γινόμασταν ποτέ «πραγματικη» μπάντα. Δεν θέλαμε ποτέ να γίνουμε κανονική μπάντα και αντιστεκόμασταν σε αυτό. Οπότε, ήταν προδιαγεγραμμένη η εξέλιξή μας. Η επιτυχία του άλμπουμ μάς έκανε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το να συνεχίσουμε. όμως είχαμε ήδη αποφασίσει να μην γίνουμε μπάντα, δηλαδή να μην κάνουμε όλα όσα κάνουν οι μπάντες. Δεν θέλαμε να μπούμε σε διαδικασία διαδοχικών κυκλοφοριών. Είπαμε να κάνουμε απλά ένα άλμπουμ και τέλος. Νιώθαμε σαν όλες αυτές τις κουλ πανκ μπάντες που κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ και τέλος. Μάλλον ήταν γραφτό να γίνει έτσι. Και αισθάνομαι κομπλέ που δεν κρατήσαμε το όνομα Beastmilk και δεν βγάλαμε άλλα άλμπουμ. Μείναμε αληθινοί σε αυτό που πιστεύαμε και αφήσαμε αλώβητο αυτό το project σαν μια ανάμνηση.

Σίγουρα ήταν δύσκολο, γιατί όσο και αν αντιστεκόμασταν στην ιδέα, δεν παύαμε να είμαστε όντως συγκρότημα και ταυτόχρονα ήμασταν και φίλοι κτλ. Ήταν πραγματικά λυπηρή η φάση της μετάβασης, όμως το γεγονός ότι εξελιχθήκαμε σε κάτι άλλο έβγαλε κατά κάποιον τρόπο το καλύτερο δυνατό που μπορούσε να βγει από αυτήν την κατάσταση. Τα κομμάτια των Beastmilk έχουν τη δική τους υστεροφημία και τη δική τους «ζωή». Εννοείται ότι μπορούμε να τα ξαναπαίξουμε κάποια στιγμή. Άρα, αν και δύσκολο, το τέλος των Beastmilk δεν ήταν ένα λυπητερό τέλος, ήταν απλά το κλείσιμο ενός κεφαλαίου.

M.G.: Νιώθεις καθόλου νοσταλγία σαν άνθρωπος ή σαν μουσικός για τις μουσικές των Beastmilk;

M.M.C.: Στην αρχή έβλεπα τους Grave Pleasures σαν συνεχιστές αυτού που είχα με τους Beastmlik, όμως τώρα πια οι Grave Pleasures έχουν το δικό τους lineup. Όταν φτιάχναμε τον πρώτο μας δίσκο με το νέο lineup, ως Grave Pleasures, το άλμπουμ “Dreamcrash”, ήταν πολύ δύσκολο να οριοθετήσω το ποιοι ήμασταν ουσιαστικά. Όμως πλέον είναι ξεκάθαρο το τι μπάντα είμαστε και αυτό φαίνεται πολύ περισσότερο στις δύο τελευταίες μας δουλειές, το “Motherblood” και το “Plagueboys”. Μέχρις ότου ολοκληρωθεί η τωρινή σύσταση του συγκροτήματος, νομίζω ότι δεν είχα μια ολοκληρωμένη εικόνα και όραμα για αυτήν. Φυσικά, αναπολούμε εκείνες τις μέρες με αγάπη, όμως είναι κομμάτι του παρελθόντος. Οι Grave Pleasures είναι πλέον μια πολύ διακριτή φάση στην ιστορία μας ως μουσικών, αφού παίζουμε με αυτό το όνομα εδώ και εφτά χρόνια, που είναι πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την περίοδο των Beastmilk.

M.G.: Ας μιλήσουμε, λοιπόν, ,για το πιο πρόσφατο άλμπουμ σας, το “Plagueboys”. Θα μπορούσατε να μας δώσετε μερικές λεπτομέρειες για το γενικό concept του άλμπουμ; Είστε ικανοποιημένοι με το τελικό αποτέλεσμα; Πώς εξελίσσει αυτό το άλμπουμ τον ήχο σας συγκριτικά με τα προηγούμενα;

M.M.C.: Νομίζω ότι το concept προέκυψε στην πορεία, αφού χτίζαμε πάνω σε μια γενική ιδέα και, ενώ το άλμπουμ εξελισσόταν, άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα πράγματα στον κόσμο και κάπως όλο όσα σκεφτόμασταν «κούμπωσαν» με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Όμως, η όλη ιδέα του άλμπουμ δεν προέκυψε εξαρχής. Περισσότερο σκεφτόμασταν να επεκτείνουμε τις θεματικές και τα αφηγήματα που δημιουργούσαμε από την εποχή των Beastmilk ακόμα. Όμως, κατά τη γνώμη μου, το άλμπουμ προέκυψε τελικά πολύ πιο σοβαρό και προσωπικό. Θεματικά συνεχίζει να κινείται σε ένα σκηνικό Αποκάλυψης, όμως αυτήν τη φορά εστιάζει πολύ περισσότερο στο προσωπικό επίπεδο. Κάπως έτσι και οι μελωδίες που κατέληξαν στο άλμπουμ πήραν μια πολύ πιο προσωπική τροπή.

Θα έλεγα, λοιπόν, ότι το “Plagueboys” είναι μια πιο προσωπική εκδοχή των θεματικών του “Motherblood”, και για αυτό το αισθανόμαστε και πολύ δικό μας σαν δημιούργημα. Εξάλλου, όλη η παραγωγή έγινε σε οικείους για εμάς χώρους στη Φινλανδία. Είναι ένα πολύ προσωπικό άλμπουμ και από άποψη παραγωγής. Ακόμα και ο Niko Lehdontie, που συμμετείχε στην παραγωγή, ζει κοντά μας και είναι κοντά στην τοπική σκηνή που υπηρετούμε εμείς. Έγινε αναπόσπαστο μέρος της μπάντας όσο φτιάχναμε το άλμπουμ. Για αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι το άλμπουμ αυτό είναι η πιο ώριμη δουλειά μας, γιατί είναι και ένα άλμπουμ πολυεπίπεδο: Υπάρχουν κάποια punk στοιχεία και την ίδια στιγμή κάποια νοήματα πιο βαθιά και μελαγχολικά από μία άποψη. Είμαστε πολύ ικανοποιημένοι, λοιπόν, με το πού βρισκόμαστε σαν συγκρότημα και το άλμπουμ «κουμπώνει» πολύ καλά με το πρόγραμμα που έχουμε στις συναυλίες μας, με τα τραγούδια του “Motherblood”. Νομίζω ότι δημιουργικά φτάσαμε όσο πιο μακριά μπορούσαμε και ότι το “Plagueboys” δείχνει μια άλλη όψη της μουσικής μας, μία πιο συναισθηματική όψη ίσως.

M.G.: OK. Ξέρω ότι πολλά από τα μέλη της μπάντας συμμετέχετε και σε άλλα πρότζεκτ. Αναρωτιόμουν πόσο μεγάλη πρόκληση είναι  η διαχείριση του χρόνου σας και το να παραμείνετε συνεπείς τόσο με τους Grave Pleasures όσο και με τα άλλα σχήματα.

M.M.C.: Είναι δύσκολο, ναι. Τη δυσκολία δεν τη συναντάμε τόσο στο να είμαστε παραγωγικοί σαν καλλιτέχνες όσο στο πώς διαχειριζόμαστε τον προσωπικό μας χρόνο. Είμαστε πολύ καλοί στο να παράγουμε νέες ιδέες και να λέμε «Αυτό είναι για το ένα project, εκείνο είναι για το άλλο project». Για αυτό το άλμπουμ, εγώ και ο Aleksi [Kiiskilä] δουλέψαμε εντατικά πάνω στη σύνθεση της μουσικής και μετά συναντηθήκαμε για να τα ενώσουμε όλα μαζί, να τα δείξουμε στους υπόλοιπους και να τα εξελίξουμε. Ήταν μία ευχάριστη διαδικασία που μας φάνηκε εύκολη, γιατί ξέρουμε πολύ καλά ο ένας τον άλλον, ξέρουμε πώς να γράφουμε μουσική μας και πώς να αξιοποιούμε ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει ο καθένας μας στη σύνθεση. Προσωπικά, η φάση του να γράφουμε μουσική είναι αυτή που απολαμβάνω και περισσότερο.

M.G.: OK. Πρέπει να παραδεχτώ ότι μου θαυμάζω τα artwork των δίσκων σας και το “Plagueboys” δεν είναι εξαίρεση. Πιστεύω ότι τα artwork στη δισκογραφία σας έχουν πολύ ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη αισθητική. Κατά πόσο θεωρείς ότι το εξώφυλλο του “Plagueboys” αντικατοπτρίζει το context του δίσκου;

M.M.C.: Το αντικατοπτρίζει πολύ. Δίνω πάρα πολύ μεγάλη έμφαση στα εξώφυλλα και προβληματίζομαι πάνω σε αυτά ήδη από τη φάση της σύνθεσης. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ βοηθητικό γιατί έτσι βλέπουμε το άλμπουμ σαν σύνολο, σαν συνολική, αυτόνομη εμπειρία. Για αυτό το άλμπουμ ανάτρεξα πολύ στο μυθιστόρημα «Ο Άρχοντας Των Μυγών» του Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, ή για την ακρίβεια, στη διασκευή του για τον κινηματογράφο. Εκτύπωσα μερικές εικόνες από την ταινία και τις κρέμασα στον τοίχο για να τις βλέπω ενώ έγραφα τους στίχους και σκεφτόμουν τη γενική αισθητική του δίσκου. Οπότε, το εξώφυλλο προέκυψε μάλλον εύκολα μετά.

Το εξώφυλλο δημιουργήθηκε από την Tekla Vály, με την οποία συνεργάζομαι πολύ καλά. Κάθε μας συνεργασία περιέχει έντονη ανταλλαγή δημιουργικών ιδεών. Μου δίνει ιδέες και της δίνω και εγώ, και εκείνη ξέρει πώς να τις αξιοποιήσει;

M.G.: Θα ήθελες να μας περισσότερα για εκείνη;

M.M.C.: Βέβαια. Η Tekla δουλεύει αυτόνομα σαν καλλιτέχνιδα με έδρα τη Φινλανδία. Πλέον αναλαμβάνει τα εξώφυλλα για πολλές διαφορετικές μπάντες, όμως εγώ ήμουν ο πρώτος που την έβαλα σε αυτόν τον τομέα. Παλιότερα έκανε κυρίως φωτογραφήσεις για συγκροτήματα, όμως εγώ ξεκίνησα να κάνω εξώφυλλα μαζί της και έτσι επέκτεινε τους τομείς της δουλειάς της. Είμαι συνεχώς από πάνω της σε ό,τι αφορά την καθοδήγηση, την οπτική ταυτότητα, τα χρώματα κτλ. Και εμπλέκομαι ενεργά και στο editing, τύπου θα μου στείλει μια ιδέα, θα την επεξεργαστώ, θα τη στείλω πίσω για να την ξαναδουλέψει κ.ο.κ. Οπότε, έχει μεγάλη εμπλοκή μαζί μου σε σχέση με το πώς δουλεύει με άλλους. Ουσιαστικά, συνεργαζόμαστε από κοινού για το εξώφυλλο.

M.G.: OK. Προχωράμε. Πόσο ικανοποιημένος είσαι με την απήχηση του νέου άλμπουμ στους ακροατές; Περιμένεις να μεγαλώσει κι άλλο τα επόμενα χρόνια;

M.M.C.:  Δεν ξέρω… Μάλλον όχι, δεδομένου ότι πάνε δέκα χρόνια από τότε που δημιουργήσαμε τους Beastmilk και εξακολουθούμε να έχουμε το ίδιο κοινό ως επί το πλείστον. Οπότε, καταλαβαίνω ότι η μουσική μας απευθύνεται συγκεκριμένα σε ανθρώπους κάπως αποξενωμένους, με συγκεκριμένα συναισθήματα. Μάλλον δεν μπορεί να γίνει μαζικό προϊόν. Και είναι ΟΚ αυτό.

 

Όντας τόσο καιρό κομμάτι της underground σκηνής, νιώθω πολύ άνετα με το ποιος είμαι μουσικά και με το ποιοι είναι οι fans μας. Είμαστε ένα συγκρότημα με μάλλον περιορισμένη απήχηση αλλά μεγάλο πάθος για τη μουσική. Ίσως νιώθουμε και λίγο παράταιροι με όλη τη μουσική πραγματικότητα σήμερα. Πιστεύω ότι η μουσική των Grave Pleasures αφορά τέτοιους «outsiders» σαν εμάς και όχι το γενικό κοινό. Δεν θεωρώ ότι θα μπορούσαμε να είμαστε σαν τους Ghost ή σαν όλες αυτά τα συγκροτήματα που χαρίζουν διασκέδαση σε μεγάλα πλήθη. Εξάλλου, η δική μας μουσική συνδυάζει την ευχαρίστηση με τον πόνο. Το λέει και το όνομά μας. Συνδυάζουμε το «φως» και το «σκοτάδι». Εξαρχής δεν σκοπεύουμε να ακουγόμαστε μόνο ευχάριστοι. Θέλουμε να αποδίδουμε και μια αίσθηση πόνου και βάσανου στους ακροατές.

M.G.: Συμφωνώ, αλλά σκέφτομαι, αν τελικά κάνατε μεγάλη επιτυχία και υπογράφατε με μια μεγάλη δισκογραφική…

M.M.C.: Μα είμαστε ήδη σε μια τέτοια δισκογραφική. Συνεργαζόμαστε με την Sony. Αισθάνομαι ότι η επιτυχία είναι μια έννοια αφηρημένη και σχετική. Σήμερα η επιτυχία συνδέεται με τα χρήματα και τους πολλούς θαυμαστές. Για μένα, επιτυχία είναι να δίνω τη σωστή απάντηση σε ερωτήματα όπως “Είμαι αυτός που θέλω να είμαι;», «Είμαι χαρούμενος με αυτό που κάνω;» «Τι ακριβώς σκοπεύω να κάνω για να πετύχω τους στόχους μου;». Και ναι, είμαι πολύ χαρούμενος με το ποιος είμαι και με το τι κάνω δημιουργικά, με το ποιους συνεργάζομαι, με όλα αυτά.

M.G.: Αυτό έχει σημασία. Αν είσαι εσύ ικανοποιημένος…

M.M.C.: Για μένα, αυτό είναι επιτυχία. Στον δικό μου μικρόκοσμο είμαι πετυχημένος. Όλα καλά, λοιπόν. Και δεν ξέρω αν θα ήμουν άνετος ως ένας τυπικά «πετυχημένος» καλλιτέχνης, γιατί αυτή η επιτυχία έχει και το κόστος της. Μπάντες όπως οι Metallica και οι Ghost έχουν αφιερώσει όλες τους τις ζωές σε αυτό, Θυμάμαι τον Jason Newsted να λέει ότι έχασε γάμους, γενέθλια και κηδείες, ότι απλά δεν ήταν εκεί που έπρεπε σε διάφορες φάσεις. Εμένα αυτό μου ακούγεται λίγο σαν κατάρα, σαν ένα διαρκές εμπόδιο στη ζωή σου.

M.G.: Συμφωνώ 100%. Πες μας τώρα δύο λόγια για την παρουσία σας στην Ελλάδα. 

M.M.C.: Μου αρέσει πάντα να επιστρέφω στην Ελλάδα γιατί έχουμε τους δικούς μας ιδιαίτερους δεσμούς με αυτήν τη χώρα. Νομίζω ότι οι άνθρωποι εδώ αγαπούν πολύ τη μουσική, είναι παθιασμένοι με τη μουσική. Και αυτό είναι κάτι που έχουμε κοινό. Σας νιώθω δικούς μου ανθρώπους.

M.G.: Έχεις να μας προτείνεις κανένα ανερχόμενο συγκρότημα από την εναλλακτική σκηνή της Φινλανδίας;

M.M.C.: Υπάρχει μια μπάντα που λέγεται Dome Runner. Είναι πολύ καλοί. Έχουμε παίξει και μαζί. Δίνουν μια καλή εικόνα για τον ήχο που κυριαρχεί στη σκηνή της Φινλανδίας αυτήν τη στιγμή.

M.G.: Κατά πόσο ο ήχος των Grave Pleasures είναι ανοιχτός σε αλλαγές και εξέλιξη; Είστε διατεθειμένοι να πειραματιστείτε περισσότερο με την post-punk ταυτότητά σας και ίσως να την «εκμοντερνίσετε» λίγο;

M.M.C.: Ο ήχος μας είναι πολύ καλός ως έχει, για να πω την αλήθεια. Και όσο συνεχίσουμε να παίζουμε με αυτήν τη σύνθεση, μάλλον θα παραμείνει έτσι. Θεωρούμε ότι όσο και να εξελιχθείς σαν συγκρότημα, πάντα θα έχεις έναν προσωπικό ήχο. Δεν πρόκειται ποτέ να ακουστείς σαν κάτι τελείως άλλο. Άρα, δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσαμε να ακουστούμε τελείως διαφορετικοί.

M.G.: Κλείνοντας, υπάρχουν καθόλου μελλοντικά πλάνα για τους Grave Pleasures τα οποία θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;

M.M.C.: Νομίζω πως αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει κάτι, όχι.

M.G. ΟΚ. Περιμένουμε, λοιπόν. Ευχαριστώ και πάλι για το χρόνο και καλή επιτυχία σε ό,τι κάνετε!


Οι φωτογραφίες ανήκουν στον Άκη Καλλόπουλο και στο mixgrill.gr.