Κεντρικός άξονας του έργου είναι ένα νέο ζευγάρι, ο Αλέκος και η Αργυρώ. Δύο νέοι τρελά ερωτευμένοι και συγχρόνως τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, που σμίγουν και βλέπουμε πώς εκτυλίσσεται αυτός ο έρωτας. Είναι τα χρόνια που η Ελλάδα ετοιμάζεται να μπει στην ΕΟΚ. «Η μαμά Ευρώπη θα μας λύσει όλα τα προβλήματα», ακούσαμε και τότε μέχρι και πριν από λίγα χρόνια ακόμα υπήρχαν άνθρωποι που το ανέφεραν. Από τη μια η ελπίδα για το αύριο και από την άλλη σκέψη και περισυλλογή.
Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής κουβαλάνε τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις τους μαζί με τα βιώματα της προηγούμενης γενιάς και τις έγνοιες και τους προβληματισμούς της δικής τους γενιάς. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι, άραγε; Όλα αυτά τα βλέπουμε στην παράσταση, η οποία μάς κάνει να συλλογιστούμε και να αναλογιστούμε τώρα που οι καιροί πέρασαν. Μία θεατρική παράσταση με έντονο το κοινωνικό στοιχείο διανθισμένο με πολιτικές προεκτάσεις και ο έρωτας να βρίσκεται διάχυτος σε όλη τη διάρκεια του έργου. Μέσα από τον έρωτα και το πώς τον βίωναν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής βλέπουμε τις απόψεις και τους χαρακτήρες που ενσάρκωναν με πολύ δυνατό και αληθινό τρόπο οι ηθοποιοί.
Ένας κόσμος που μας πάει πίσω και μας φέρνει αντιμέτωπους με το σήμερα. Τόσο παλιά κι όμως τόσο κοντά το έργο στη σημερινή κοινωνία. Αποτελεί ένα «χαστούκι» στον καθωσπρεπισμό, στον νεοπλουτισμό, στην αναλγησία και στο «φαίνεσθαι». «Η κυριά του κυρίου: παρθένα, παιδομηχανή…» ήταν κάποια από τα λόγια που ακούσαμε και εκεί και αναρωτιέσαι: να υπάρχουν άραγε ακόμα γυναίκες που ταυτίζονται με αυτήν τη φράση; Υπάρχουν σήμερα γυναίκες που να νιώθουν να πνίγονται με αυτήν τη φράση, που να θέλουν να βγουν και να φωνάξουν πως δεν ισχύει αυτό; Θίγονται θέματα του χθες που ακόμα συνεχίζουν να απασχολούν κι ακόμη εντονότερα ή τουλάχιστον τώρα γίνονται φανερά, όπως είναι η σωματική κακοποίηση, οι γυναικοκτονίες, η ταξικές διαφορές (όχι τόσο πια, η αλήθεια είναι), η ομοφυλοφιλία. Σε μια κοινωνία του χθες είμαστε προετοιμασμένοι να τα δούμε, ίσως να τα έχουμε ακούσει κιόλας από πρόσωπα που τα έχουν ζήσει. Με την κοινωνία του σήμερα τι γίνεται, όμως; Πώς γίνονται να τα νιώθουμε τόσο οικεία ακόμα και σήμερα;
Η σκηνοθετική ματιά του Νίκου Κρίκα λιτή και συγχρόνως υποβλητική. Στόχος του είναι δώσει βάρος ο θεατής στους ρόλους του έργου, παράλληλα όμως σου περνάει κοινωνικά μηνύματα της εποχής. Σε βάζει από την πρώτη στιγμή να αντιληφθείς τις διαφορετικές πλευρές του έργου. Στην πλούσια οικογένεια της Κλειούς κεντρικός χώρος είναι το πλούσιο και σκαλιστό σαλόνι ενώ στη φτωχή οικογένεια του Αλέκου μία σκέτη τραπεζαρία. Αμέσως ο θεατής καταλαβαίνει τους κοινωνικούς ρόλους και την ταξική διάκριση που υπάρχει.
Στην ίδια λογική κινείται και η ενδυμασία των ηθοποιών, που είναι επιλογή της Φαίδρας Παπανικολάου. Η μουσική υπόκρουση του έργου ανήκει στο Θανάση Οικονομίδη, ο οποίος σε έντονους τόνους καταγγέλλει εμμέσως την αδικία, τον χαμό και γενικότερα όπου χρειάζεται τη βαριά ατμόσφαιρα του πένθους, καθώς υπάρχει δυστυχώς και αυτή η πλευρά της ζωής και η μουσική ακολουθεί το ανάλογο συναίσθημα. Βάζει στο κλίμα το θεατή και δίνει έναν έντονα βιωματικό χαρακτήρα σε όλο το έργο, αφού νιώθεις πως οι ήρωες που παρακολουθείς είναι οι φίλοι, οι γείτονές σου κι όλα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια σου εκείνη τη στιγμή.
Ένα έργο με ανθρώπους που αγαπάνε τον άνθρωπο και παίζουν σε μια παράσταση αφιερωμένη στον άνθρωπο χωρίς διακρίσεις, χωρίς στερεότυπα, χωρίς λογοκρισία. Ερμηνείες που συγκλονίζουν, που μαζί τους ερωτεύεσαι, κλαις, θυμώνεις κι εν τέλει λυτρώνεσαι. Μαζί τους νιώθεις Άνθρωπος. Αυτή είναι και η ουσία αυτού του έργου «Ψυχών Λύτρωσις». Όταν ο ηθοποιός σε πιάνει από το χέρι και σου δείχνει όλα τα κακώς κείμενα μιας παλιάς εποχής, το κάνει για να σε κάνει να ενστερνιστείς τους προβληματισμούς της, τους φόβους, τα άγχη που κουβαλάει μέσα της αυτή και γίνεται εκείνος κοινωνός κι εσύ ο αποδέκτης. Το κάνει για να αφουγκραστείς, να νιώσεις τον παλμό και να τα βάλεις κάτω στο ζύγι και να μετρήσεις πάθη, ενοχές, κρίματα. «Γδύνεται» από το μανδύα του εαυτού και μπαίνει στο καλούπι της κοινωνίας στην οποία αναφέρεται. Κι όταν όλο αυτό στο μεταγγίζει, νιώθεις ως θεατής πλήρης και ως άνθρωπος ευτυχής που το έζησες και το ένιωσες.
Με αυτά τα συναισθήματα φύγαμε κι εμείς από την παράσταση. Η κάθαρση που ήρθε στο τέλος έδωσε τη θέση της στον άνθρωπο καθαρό από πάθη, ενοχές, φόβους. Ένα τέλος τόσο διαφορετικό μα και συνάμα τόσο σημερινό που σε κάνει να διερωτάσαι «γιατί;».