Ψυχών Λύτρωσις (1)

Περικλής Λιανός: «Δεν διαλέγω κωμικούς ή δραματικούς ρόλους, διαλέγω ωραίους ρόλους»

Από τις 12 Οκτωβρίου ο Περικλής Λιανός εμφανίζεται στη θεατρική παράσταση «Ψυχών λύτρωσις» στο θέατρο «Αλκμήνη», σε ένα έργο που μιλάει για τη διαφορετικότητα, την κακοποίηση και την κοινωνική ανισότητα που υπήρχε στη δεκαετία του ‘60 (και συνεχίζει και σήμερα).

Διαβάστηκε φορες

Όλοι γνωρίζουμε το δημοφιλή ηθοποιό Περικλή Λιανό μέσα από την τηλεόραση αλλά και το θέατρο. Τον έχουμε αγαπήσει στο τηλεοπτικό γυαλί, τον έχουμε θαυμάσει σε μεγάλες θεατρικές παραγωγές, τον έχουμε λατρέψει σε μεταγλωττίσεις και από 12 Οκτώβρη τον παρακολουθούμε στη θεατρική παράσταση «Ψυχών λύτρωσις» στο θέατρο «Αλκμήνη», σε σκηνοθεσία Νίκου Κρίκα. Με αφορμή αυτήν τη νέα παράσταση, που μιλάει για έναν έρωτα ασύμβατο αλλά και για τις παθογένειες που συχνά κρύβονται στα μύχια μιας «καθώς πρέπει» οικογένειας, συνομιλήσαμε μαζί του.


MixGrill: Παίζετε στη θεατρική παράσταση «Ψυχών Λύτρωσις», που παρακολουθούμε από 12 Οκτωβρίου στο θέατρο «Αλκμήνη». Θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια για την υπόθεση του έργου;

Περικλής Λιανός: Είναι ένα έργο καινούργιο, εμπνευσμένο από διηγήματα, και συγκεκριμένα διηγήματα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, γιατί πολλοί μπορεί να νομίζουν ότι το έργο καθαυτό είναι της Γαλάτειας Καζαντζάκη. 

Είναι ένα έργο νέων παιδιών. Αναφέρεται στην ιστορία δύο παιδιών, της Κλειούς και του Αλέκου, που είναι τρελά ερωτευμένα αλλά είναι διαφορετικοί χαρακτήρες, από διαφορετικές οικογένειες. Το θέμα εδώ είναι και ταξικό. Ο έρωτάς τους δεν έχει την κατάληξη που θα θέλαμε. Εγώ κάνω τον πατέρα του Αλέκου και της Αργυρούλας, μιας κοπέλας που κακοποιείται από τον άντρα της, αλλά εκείνη την εποχή ήταν κανόνας να κλείνουμε τα αυτιά και τα μάτια μας στην κακοποίηση. Αυτά είναι, λέγανε, δικά τους και δεν πρέπει να ασχολείται κανείς. 

Ο χρόνος της ιστορίας είναι το 1963. Γιατί κάνουμε αναφορές και σε πολιτικά γεγονότα της εποχής. Βλέπουμε ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Μπορεί να έχει εξελιχθεί η τεχνολογία, να έχουμε άλλα ρούχα, τα φαγητά μας μπορεί να είναι καλύτερα μπορεί και να μην είναι!, να πηγαίνουμε πιο γρήγορα στις μετακινήσεις μας, αλλά το ήθος του ανθρώπου και η σκέψη του δεν έχουν αλλάξει πολύ. Το ύφος του ανθρώπου, η σκέψη του δεν έχουν αλλάξει πολύ, και δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει βέβαια εδώ και χιλιάδες χρόνια. Δυστυχώς αλλάζουν άλλα πράγματα, γιατί αν δείτε πώς τσακωνόταν η Άννα η Κομνηνή για το θρόνο με τον αδερφό της και το πάτε στις σύγχρονες οικογένειες, πώς τσακώνονται για την εξουσία, μόνο τα ρούχα έχουν αλλάξει, τα μέσα μεταφοράς και η τεχνολογία. Η σκέψη και το ήθος είναι ίδια και ίσως και οι αντιδράσεις των ανθρώπων να μην έχουν αλλάξει. Δεν αντιδρούσαν και τότε, δεν αντιδράνε και τώρα. Δεν έχουν αλλάξει σε τίποτε. Έχουμε 2023 και μιλάμε για το 1963 τη χρονιά που γεννήθηκα, 60 χρόνια, και βλέπουμε ακριβώς τα ίδια.

M.G.: Η υπόθεση του έργου διαπραγματεύεται κοινωνικά θέματα, όπως είναι η κοινωνική ανισότητα, η διαφορετικότητα, η προκατάληψη, η κακοποίηση, που υπήρχαν στη δεκαετία του ‘60. Ωστόσο, αυτά τα θέματα, όπως είπαμε και πριν, ταλανίζουν και τη σύγχρονη εποχή. Θέλετε να μας πείτε τα συναισθήματά σας για το ρόλο του Παναγή που υποδύεστε;

Π.Λ.: Βεβαίως… Όπως είπα, ο Παναγής είναι ο πατέρας του Αλέκου και της  Αργυρούλας, της κοπέλας που κακοποιείται. Ο Αλέκος είναι ένας εκρηκτικός χαρακτήρας. Δύσκολος άνθρωπος… Έχει επιλέξει να κρατάει απόσταση από όλα αυτά και αυτό που μου άρεσε πολύ στο ρόλο μου, όταν μου στείλανε το έργο και το διάβασα, ήταν αυτό που λέει σε έναν μονόλογο προς το τέλος: ότι «Δε σας βοήθησα όσο έπρεπε, δε στάθηκα σωστός ως πατέρας. Κράτησα απόσταση…». Αυτό το ονόμαζε τότε διακριτικότητα, σεβασμό στην ιδιωτική ζωή των παιδιών του. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι έτσι. Είναι δειλία… Όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο να κακοποιείται ή έναν άνθρωπο να υποφέρει, δεν είναι διακριτικότητα το να μη βοηθήσεις. Είναι αδιαφορία είτε από ανημπόρια είτε από δειλία. Ξυλοκοπείται κάποιος δίπλα σου. Πού είναι η διακριτικότητα δηλαδή; 

Αναλύοντας το τώρα, και μέσα από το ρόλο του Παναγή, θεωρώ ότι δεν ήταν μόνο θύματα μιας αντίληψης. Αυτή η αντίληψη είχε κάποιες πηγές. Είναι δειλία να μη θες να βοηθήσεις τον άλλον, γιατί ο Παναγής θα έπρεπε να πάει να σπάσει στο ξύλο το γαμπρό του. Θα έπρεπε να μπει μπροστά. Θα μπορούσε; Όχι, δε θα μπορούσε. Άρα, τι κάνουμε; «Aυτό είναι δικό της θέμα θα το λύσει, ξέρει αυτή…». Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Αυτό μου άρεσε πάρα πολύ στον ρόλο. Τουλάχιστον εγώ έδωσα αυτήν τη διάσταση στη σκέψη και τις πράξεις του Παναγή. Αυτό βρήκα ενδιαφέρον, ένας άνθρωπος που κρατάει μια απόσταση από τις ζωές των παιδιών του. Γιατί την κρατάει; Την κρατάει από αδιαφορία; Δεν είναι αδιάφορος ο Παναγής. Ή την κρατάει από δειλία; Δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις. Και το λέει στο τέλος: «Θα έπρεπε να είμαι πιο τολμηρός». Θα έπρεπε να έχει περισσότερη δύναμη, περισσότερη πυγμή.

M.G.: Μιας και συζητάμε για τον ρόλο του Παναγή, θα ήθελα να μου πείτε αν βρίσκετε κοινά ή κόντρα στοιχεία στο ρόλο που υποδύεστε με την πραγματική σας ζωή.

Π.Λ.: Θα σας πω. Με όλους τους ρόλους βρίσκουμε στοιχεία, με όλους τους ρόλους. Βεβαίως βρίσκω και με τον Παναγή. Πολλές φορές έχω φερθεί και εγώ όπως ο Παναγής, άλλες φορές τελείως διαφορετικά. Δε θα ήμουνα εγώ ποτέ ο Παναγής, αλλά κοινά στοιχεία βρήκα που με ενδιέφεραν και έβαλα και δικά μου. Όλο κάτι βρίσκουμε σε κάθε ρόλο, κάτι βρίσκουμε και κάτι παίρνουμε. Γίνεται μία πνευματική, συναισθηματική συναλλαγή.

M.G.: Και αυτό σημαίνει ότι έχετε εμβαθύνει και στον ρόλο. Δεν τον διαβάζετε απλά και τον υποδύεστε. Κατά κάποιον τρόπο, τον κάνετε δικό σας.

Π.Λ.:  Δε γίνεται αλλιώς. Δεν μπορείς να παίξεις. Παίρνεις έναν χαρακτήρα και του δίνεις ζωή και φτιάχνεις άνθρωπο. Αυτό έχει το ενδιαφέρον. Αλλιώς, αν βάζαμε τα ρουχαλάκια, λέγαμε τα λογάκια, πάει, τελείωσε η ιστορία. Δε θα ήταν Τέχνη. Γιατί αυτό είναι Τέχνη. Είναι μία ποιητική μεταμόρφωση.

M.G.: Είναι γεγονός πως στην εποχή μας πολλά έργα, είτε θεατρικά είτε τηλεοπτικά, έχουν μία τάση για προσφυγή στο παρελθόν. Εσείς πώς εξηγείτε αυτήν την τάση και το γεγονός πως το κοινό την επικροτεί κιόλας;

Π.Λ.: Είμαστε σε μία μεταβατική εποχή. Και εγώ αναρωτιέμαι για αυτό που λέτε. Δεν έχω τέτοια τάση. Μου αρέσει το παρόν, το παρόν θέλω να ζω. Νομίζω ότι όταν περνάμε μία μεταβατική περίοδο, δεν έχουμε από πού να πιαστούμε και πάμε προς τα πίσω, εξωραΐζοντας, κάπου να ακουμπήσουμε. Αυτό είναι κάτι το οποίο δε με βρίσκει σύμφωνο. Αλλά πάλι, εξαρτάται πώς θα δεις το παρελθόν. Είναι άλλο να αναφερθείς σε μία ιστορική περίοδο και να πάρεις μαθήματα, να πάρεις διδάγματα γιατί μπορεί να σε βοηθήσουν στο να αναλύσεις γεγονότα της τωρινής κατάστασης, και είναι άλλο αυτή η συναισθηματική αγκίστρωση στο παρελθόν. Το θεωρώ τροχοπέδη στην εξέλιξη. 

M.G.: Θεωρείτε πως οι θεατές φεύγοντας από την παράσταση προβληματίζονται, δεδομένου ότι η παράσταση περνάει κοινωνικά μηνύματα και της σύγχρονης εποχής; 

Π.Λ.: Αυτό πρέπει να γίνεται, αν δεν το κάνουν ή δε συγκινηθούν κάτι δεν κάναμε εμείς καλά. Η παράσταση πάντως αυτό πρέπει να κάνει, όχι μόνο οι δική μας αλλά κάθε παράσταση: να συγκινήσει τον θεατή, να τον κάνει να σκεφτεί αλλά όχι να σκεφτεί όπως θα διάβαζε μία μπροσούρα, να το νιώσει, να πονέσει, να υπάρχει μία ενσυναίσθηση με τα δράματα των ηρώων. Αυτό πρέπει να κάνουμε και εμείς.

M.G.: «Ψυχών λύτρωσις» είναι ο τίτλος του έργου. Θεωρείτε ότι στην πραγματική ζωή υπάρχει πάντα κάθαρση και αν ναι, πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να επιτευχθεί αυτό;

Π.Λ.: Όχι, δεν υπάρχει. Δυστυχώς δεν υπάρχει. Πρώτον, χρειάζεται σωστή διάγνωση των προβλημάτων μας και της κατάστασης. Δεν την κάνουμε. Ποτέ δεν κάνουμε τη σωστή διάγνωση. Πάντα λέμε κάτι άλλο, ότι φταίει κάποιος άλλος, δίνουμε άλλη ερμηνεία. Πρώτα πρέπει να κάνουμε σωστή διάγνωση για ό,τι συμβαίνει είτε σ’ εμάς τους ίδιους είτε στο περιβάλλον μας είτε στη χώρα. Και μετά μόνο έτσι θα έρθουν οι λύσεις: με σωστή διάγνωση. Και πάλι, λύτρωση δε θα υπάρξει απόλυτη. Κάποιες φορές μία δικαίωση.

M.G.: Η παράσταση μέσα από μια ιστορία αγάπης καταπιάνεται με κοινωνικούς προβληματισμούς. Εσείς πιστεύετε πως ο έρωτας είναι ικανός να ανταπεξέλθει σε τέτοιες δυσκολίες;

Π.Λ.: Ο έρωτας είναι καταλύτης, ο έρωτας μπορεί να μας στείλει στον ουρανό, μπορεί να μας στείλει και στο χώμα. Ο έρωτας μάς βγάζει στην επιφάνεια όλα μας τα προβλήματα και όλα τα καλά και όλα τα κακά. Τι να σας πω; Έφτασα σε αυτήν την ηλικία και δεν έχω ακόμα απάντηση. Είναι ένα μυστήριο, καταλύτης. Και εγώ το έχω ζήσει τώρα τόσα χρόνια αλλά λειτουργεί περίεργα. Βγαίνουν απίστευτα πράγματα.

M.G.: Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με το θίασο;

Π.Λ.:  Προέκυψε ως εξής: Εγώ έπαιζα στο θέατρο «Αλκμήνη» τον «Καπετάν Μιχάλη». Είναι ένα θέατρο που συνεργάζομαι χρόνια. Έπαιζα και πιο παλιά στους «12 Ενόρκους» για 5 χρόνια και τα παιδιά, ο σκηνοθέτης Νίκος Κρίκας, η Δήμητρα η Μπάσιου, η Φαίδρα Παπανικολάου, παίζανε Δευτερότριτα στη μικρή σκηνή του «Αλκμήνη» ένα πολύ ενδιαφέρον έργο για τη «Δίκη των 6». 

Πήγα και το είδα μαζί με την Ελένη τη Φίλιππα, βρήκαμε μία έντιμη παράσταση, μας άρεσε που νέα παιδιά ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα, με αυτούς που κατηγορήθηκαν και πήγαν στο απόσπασμα για την καταστροφή της Σμύρνης. Γνωρίσαμε τα παιδιά, τα συμπάθησα πραγματικά, το εκτίμησα πολύ και όταν ήρθε η πρόταση, δε δίστασα να πω το ναι. Δεν το μετάνιωσα καθόλου, γιατί θα μπορούσα να το έχω μετανιώσει ή να το έχουν μετανιώσει αυτοί. Εύχομαι να μην το έχουν μετανιώσει αυτοί!

M.G.: Σας έχουμε γνωρίσει μέσα από κωμικούς ρόλους και σας έχουμε αγαπήσει μέσα από αυτούς. Εσείς προτιμάτε να παίζετε κωμικούς ή δραματικούς ρόλους;

Π.Λ.: Προτιμώ να παίζω ωραίους ρόλους. Αλλά έχω παίξει και πολλούς δραματικούς. Περισσότερο έγιναν γνωστοί οι κωμικοί ρόλοι γιατί είχαν μεγαλύτερη επιτυχία οι παραστάσεις. Και όχι τόσο οι παραστάσεις όσο τα σήριαλ τα οποία είχαν μία κωμική χροιά. Ας πούμε, στον «Καπετάν Μιχάλη» και στους «12 ενόρκους», που δεν έχουν τίποτα το κωμικό, θεωρώ ότι είναι από τις καλύτερες δουλειές μου. Ο κόσμος με έχει ταυτίσει περισσότερο με την κωμωδία. 

Επίσης, να σας πω κάτι όταν κάποτε έκανα τον «Γκιγιόμ», που ήταν ένας μονόλογος που έπαιζε 26 ρόλους. Αυτό είχε επιτυχία και μας κάλεσαν και στο Θέατρο Βράχων να παίξουμε και γέμισε το θέατρο. Εκεί μου ήρθε ένας θεατής και μου είπε: «Δεν το φανταζόμουνα γιατί σας έχω ταυτίσει με άλλα πράγματα», και αυτό μου το είχαν πει και όταν έκανα και το «Βασανίζομαι» του Αντώνη Τσιπιανίτη. Είναι φυσικό: Ο κόσμος άμα σε βλέπει σε έναν ρόλο, ειδικά ο ρόλος του «Καφέ της Χαράς» με τις επαναλήψεις, να σε ταυτίζει, δε θα κάτσει να ασχοληθεί τώρα αν κάνεις και κάτι άλλο και πώς το κάνεις. Αλλά θεωρώ ότι είμαι ένας ηθοποιός που έχει ανάγκη και θέλει να παίζει πολλά διαφορετικά πράγματα. 

M.G.: Η αλήθεια είναι ότι κατά την προσωπική μου ταπεινή άποψη είναι πιο δύσκολο να κάνεις τον θεατή να γελάσει παρά να κλάψει. Μήπως κάνω λάθος;

Π.Λ.: Εννοείται. Αλλά για μένα, το κριτήριο δεν είναι αν είναι κωμωδία ή δράμα. Είναι να είναι καλός ο ρόλος, καλό το έργο και καλοί συνεργάτες. Ρωτάω ποιοι παίζουν, γιατί και τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ να παίξεις, αν δεν έχεις καλούς συνεργάτες, θα υποφέρεις.

M.G.: Θα ήθελα τώρα μία τελευταία ερώτηση και σας αποδεσμεύω. Τι σας έχει δώσει το θέατρο και τι η τηλεόραση ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο;

Π.Λ.: Κοιτάξτε, αυτό που μου έδωσε η τηλεόραση είναι μία πάρα πολύ μεγάλη αναγνωρισιμότητα, όπου πολλές φορές αυτό ήτανε και λίγο ενοχλητικό για την προσωπική μου ζωή. Αλλά το διαχειρίστηκα σωστά και δεν έχω πρόβλημα. Δηλαδή θυμάμαι ότι τότε με το «Καφέ της Χαράς» στο σούπερ μάρκετ με ακολουθούσαν να δουν τι θα ψωνίσω! Αλλά άμα τα χειριστείς σωστά, όλα τα προβλήματα λύνονται. 

Επίσης, και στην τηλεόραση έπαιξα πολύ ωραίους ρόλους. Το ίδιο συνέβη και στο θέατρο. Μου έδωσε αυτό που εγώ έχω τρομερή ανάγκη όταν παίζω έναν ρόλο σε μία παράσταση, ένα σήριαλ: να ξεφεύγω από την πραγματικότητα. Εγώ για αυτό έγινα ηθοποιός, για να παίζω ρόλους και να ξεφεύγω από την πραγματικότητα που δε μου άρεσε ποτέ, να φτιάχνω άλλους κόσμους, να ταξιδεύω σε άλλους κόσμους. Αυτό μου έδωσε η υποκριτική, όχι μόνο το θέατρο ή η τηλεόραση, που έχω κάνει καμιά δεκαπενταριά ταινίες παλιότερα. Ακόμα και στη μεταγλώττιση ταυτιζόμουν με τους ήρωες. Η υποκριτική μού έδωσε τη δυνατότητα να ταξιδεύω σε άλλους κόσμους μέσω των χαρακτήρων.  

Νομίζω ότι γενικότερα σε όλες τις εκφάνσεις της η τέχνη το προσφέρει αυτό, και αυτός είναι ο σκοπός της. Δηλαδή εγώ, τουλάχιστον, για αυτό έκανα τέχνη. Άφησα τη δικηγορία γιατί με προσγείωνε πολύ στην πραγματικότητα και έχω μία άρνηση για την πραγματικότητα. Το ‘96 διαγράφηκα από το Δικηγορικό Σύλλογο και άσκησα αυτό το επάγγελμα, γιατί οι σπουδές έγιναν παράλληλα. 4 Σεπτέμβρη του ‘81 πέρασα στη Δραματική σχολή, 23 Σεπτέμβρη του ‘81 πέρασα στη Νομική Αθηνών και άρχισα να δουλεύω από το δεύτερο έτος της σχολής και στην τηλεόραση και στο θέατρο. Καταλαβαίνετε ότι ως φοιτητής δεν είχα και ελεύθερο χρόνο, αλλά δεν παραπονιέμαι. Ήταν κάτι το οποίο επέλεξα και μου άρεσε.

M.G.: Πάντως, συνδυάσατε δύο επιστήμες που είναι, αν το σκεφτείτε λιγάκι, αντιφατικές: η μία κατηγορεί κάποιον που θα πει ψέματα και θέλει την αλήθεια και η άλλη, η τέχνη, το θέατρο, στην ουσία σε βάζει στο τριπάκι να γίνεις ένας άλλος που μπορεί να είναι και αλήθεια, μπορεί να είναι και ψέμα. Έτσι δεν είναι;

Π.Λ.: Κοιτάξτε, είναι αντιφατικές, είναι και πάρα πολύ όμοιες, γιατί και η δικηγορία λέει πολλά ψέματα. Παριστάνει κάτι ο δικηγόρος στην υπεράσπιση του πελάτη του γιατί πολλές φορές θα έπρεπε να πάει να πει «Πάρτε τον και κλείστε τον μέσα». Δεν μπορεί να το πει αυτό, άρα θα πρέπει να φτιάξει μία ιστορία για να τον παρουσιάσει καλύτερο, στην περίπτωση που είναι φταίχτης, για να τον παρουσιάσει καλύτερα στους δικαστές. Απλώς, την ιστορία στο θέατρο μάς τη φτιάχνουν άλλοι και εμείς δίνουμε την αλήθεια μας στους ρόλους για να γίνουν πιστευτοί. Εκτίθενται και τα δύο, έχουν πολλά κοινά αυτά τα επαγγέλματα. Κάποτε που τα έκανα παράλληλα, τα έβλεπα, αλλά έχουν και τεράστιες διαφορές.

M.G.: Εγώ κάπου εδώ θα ήθελα να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για τη συνέντευξη και σας εύχομαι οι παραστάσεις σας να γεμίσουν, να είναι sold-out. 

Π.Λ.: Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ. Μπορείτε να μας δείτε στα έργα «Ψυχών λύτρωσις» και «ο Καπετάν Μιχάλης» στο θέατρο «Αλκμήνη» και «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» στο θέατρο Διάνα που το καλοκαίρι ήμουν σε περιοδεία με αυτό και είχε επιτυχία.

M.G.: Θέλετε να πούμε κάτι άλλο στον κόσμο το οποίο εγώ δεν σας το ρώτησα;

Π.Λ.:  Όχι οι ερωτήσεις σας με κάλυψαν απολύτως. 

M.G.: Καλή επιτυχία στις παραστάσεις!

Π.Λ.: Σας ευχαριστώ πολύ! Καλή επιτυχία και σ’ εσάς!


Η παράσταση «Ψυχών Λύτρωσις» παίζετε κάθε Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00 στο θέατρο «Αλκμήνη». Περισσότερες πληροφορίες εδώ.

Διαβάστε ακόμα