10007523 10152885627162140 5757206421895716439 n

Stefan Schwerdtfeger (Big Sleep): «Δεν έβλεπα ποτέ τη μουσική σαν καριερίστας»

Ένας καθοριστικός μουσικός για την ελληνική underground σκηνή των '90s θυμάται και προσδοκεί.

Διαβάστηκε φορες

Από το Ντίσελντορφ στο Μόναχο και από εκεί Γένοβα, Νέα Υόρκη, ξανά πίσω στο Μόναχο. Και μετά την εφηβεία του, σε ολόκληρο πια τον κόσμο, με τελική κατάληξη στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα.

Ο Stefan Schwerdtfeger, τραγουδιστής των Big Sleep, μας έκανε την τιμή να επιλέξει την Ελλάδα για τόπο κατοικίας αλλά και για τόπο καλλιτεχνικής δράσης. Για όσους είμαστε χρόνια στην εναλλακτική σκηνή της Θεσσαλονίκης και εν γένει της χώρας μας, ξέρουμε πολύ καλά τι συνειρμούς ξυπνά αυτό το όνομα και πόσες στιγμές μας έχει συνοδέψει με τις μουσικές του. Πλέον οι Big Sleep, έχοντας αλλάξει πολλά lineups, παραμένουν ενεργοί κυρίως στις αναμνήσεις μας. Όμως, από εδώ και πέρα θα παραμένουν ζωντανοί και στο μαγικό κόσμο του streaming, αφού για πρώτη φορά η δισκογραφία τους διατίθεται στις δημοφιλείς πλατφόρμες και στο bandcamp.

Αφού έβαλα, λοιπόν, ξανά στο repeat τα αγαπημένα μου άλμπουμ των Big Sleep (όχι στις πλατφόρμες, αλλά σε CD!), επικοινώνησα ξανά με τον Stefan μετά από καιρό, για μια πλήρη κουβέντα. Σας την παραδίδω!


MixGrill: Stefan, σε ευχαριστούμε για το χρόνο σου. Ας ξεκινήσουμε με την ψηφιακή επανακυκλοφορία της δισκογραφίας των Big Sleep. Μπορείς να μας πεις περισσότερα;

Stefan Schwerdtfeger: Βεβαίως. Τον περασμένο Δεκέμβριο στη Γερμανία, ένας μεταφραστής και λάτρης της μουσικής είχε μεταφράσει ένα μακροσκελές μου κείμενο για το φίλο μου Nikki Sudden των Swell Maps, για ένα βιβλίο με κείμενα αφιερωμένα σε αυτόν τον καλτ τραγουδιστή και τραγουδοποιό, που θα κυκλοφορήσει στη Γερμανία φέτος. Ενώ καταγινόταν με τη μετάφραση, είδε ότι τα άλμπουμ των Big Sleep δεν ήταν διαθέσιμα στις πλατφόρμες και με ρώτησε γιατί. «Θα ήθελα να το κάνω», του απάντησα, «αλλά δεν μπορώ πρακτικά να σηκώσω το βάρος της όλης διαδικασίας μόνος». Και τότε ο μεταφραστής —Volker Regner ονομάζεται— προσφέρθηκε να αναλάβει αυτός όλες τις τεχνικές λεπτομέρειες, και κάπως έτσι προχωράμε με αυτό. Τηλεφωνιόμαστε συχνά, γράφουμε πολλά email και περνάμε πολύ καλά με αυτήν τη διαδικασία! Κι όμως, ακόμα δεν καταφέραμε να συναντηθούμε από κοντά!

Αφότου, λοιπόν, αρχίσαμε να ανεβάζουμε όλη την αρχική δισκογραφία των Big Sleep, η ανταπόκριση υπήρξε τεράστια. Ομολογώ ότι εξεπλάγην! Δεν είχα καν επαφή με όλο αυτόν τον κόσμο του streaming, άσχετα που είναι μια κυρίαρχη πραγματικότητα πλέον. Δεν είχα καμία ιδέα! Φαίνεται ότι πολλοί άνθρωποι περίμεναν για χρόνια αυτήν την ψηφιακή κυκλοφορία, και τώρα που έγινε είναι όλοι τόσο χαρούμενοι! Είμαι, όμως, κι εγώ πολύ χαρούμενος που έρχομαι ξανά σε επαφή με όλους όσους εκτιμούν τη μουσική των Big Sleep.

M.G.: Κατά τη γνώμη σου, αυτή η επανακυκλοφορία θα αναδείξει τη μουσική σου και σε ένα παντελώς νέο κοινό, σε ανθρώπους που δεν γνώριζαν καν τους Big Sleep όταν πρωτοκυκλοφορούσε η μουσική τους;

S.S.: Ναι, βλέπω να συμβαίνει κι αυτό. Πολλοί άνθρωποι μάς ανακαλύπτουν για πρώτη φορά τώρα. Και παρατηρώ και κάτι άλλο: Υπάρχει αρκετός κόσμος που ήξερε τα “hits” των Big Sleep και ανακαλύπτει για πρώτη φορά τώρα ολόκληρη τη δισκογραφία. Και αυτό με χαροποιεί πολύ, δεδομένου ότι όλα αυτά τα  κομμάτια σημαίνουν πολλά για μένα!

M.G.: Εκτός από την ψηφιακή επανακυκλοφορία, υπάρχουν μήπως σχέδια και για επανακυκλοφορία σε CD ή βινύλιο;

S.S.: Και αυτό συζητιέται, ναι. Αλλά ακόμα δεν έχει προκύψει κάτι σίγουρο. Αν γίνει τελικά, θα το μάθετε!

M.G.: Θα χαρακτήριζες μήπως αυτήν την επανακυκλοφορία σαν έναν τρόπο «επανεκκίνησης» της μουσικής σου πορείας εν γένει; Τι πιστεύεις ότι σου επιφυλάσσει το μέλλον ως μουσικό;

S.S.: Δεν έβλεπα ποτέ τη δημιουργία μουσικής με φιλοδοξία, σαν «καριερίστας». Απλώς, το έκανα γιατί μου άρεσε να γράφω κομμάτια, να είμαι σε μια μπάντα, να ηχογραφώ και να παίζω όσο πιο καλά μπορώ live. Αυτό ήταν το σημαντικό και το ενδιαφέρον για μένα, αλλά και για τα υπόλοιπα μέλη των συγκροτημάτων από τα οποία πέρασα.

Βασικά, είναι η πρώτη φορά που, με αφορμή την ψηφιακή επανακυκλοφορία που αναφέραμε, κάνω «προώθηση» της μουσικής μου, προσπαθώ να τη διαδώσω. Είναι κάτι πρωτόγνωρο για μένα, για αυτό και, προς ώρας, μου φαίνεται ενδιαφέρον και ευχάριστο. Πάντα προσπαθώ για το καλύτερο, και αυτό από μόνο του με κάνει να αισθάνομαι όμορφα.

M.G.: Υπάρχουν σημαντικές διαφορές για έναν μουσικό που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα σε σχέση με το εξωτερικό; Γιατί τα πρώτα άλμπουμ των Big Sleep γράφτηκαν εκτός Ελλάδας, στη Γερμανία και τη Γαλλία, αλλά εσύ ζεις εδώ και χρόνια εδώ.

S.S.: Σωστά. Ναι, υπάρχουν πολλές διαφορές. Π.χ. σίγουρα οι συναυλιακές υποδομές είναι περισσότερες στην Κεντρική Ευρώπη ή τη Μεγάλη Βρετανία. Απ’ την άλλη, στην Ελλάδα μπορείς να κλείσει ευκολότερα μια συναυλία και να πληρωθείς σε σχέση, για παράδειγμα, με την Ολλανδία.

Όμως, η καλύτερη απάντηση στο ερώτημά σου έχει να κάνει με τη συμπεριφορά του κοινού! Όταν κάνω μια σόλο συναυλία κάπου στην Κεντρική Ευρώπη, η συναυλία θα ξεκινήσει ακριβώς στις 8 ή στις 9, και με το που αρχίσω να παίζω, ο κόσμος ησυχάζει απόλυτα. Έτσι έχουν μάθει να συμπεριφέρονται εκεί όταν βλέπουν έναν άνθρωπο μόνο με την κιθάρα του στη σκηνή. Θα κάτσουν κάτω και θα ακούσουν με προσοχή. Αν δεν τους αρέσει η μουσική ή αν βαρεθούν, θα σηκωθούν ήσυχα και θα αποχωρήσουν.

Μια αντίστοιχη συναυλία στην Ελλάδα θα ξεκινήσει όταν «έχει μαζευτεί ο κόσμος», δηλαδή στις 10 και μισή ή και πιο αργά. Ποιος ξέρει… Προσωπικά, δεν έχω θέμα με αυτό! Και ενώ παίζω, από κάτω θα επικρατεί μια πολύ ζωντανή κατάσταση, με κόσμο να σχολιάζει δυνατά ή να φωνάζει κάτι. Επικρατεί ένα κλίμα «έντονης ομαδικότητας» στο χώρο, μια ιδιαίτερη περίσταση στην οποία όλοι προθυμοποιούνται να συμμετέχουν ενεργά μέσα από την προσωπική τους έκφραση. Και αυτό βοηθάει και εμένα να ξεχυθώ στη σκηνή με τη μουσική μου, βάζοντας τα δυνατά μου!

M.G.: Σου λείπουν οι πρώτες μέρες των Big Sleep; Και αν ναι, πόσο πολύ; Κρατάτε επαφές; Υπάρχουν σκέψεις για επανένωση;

S.S.: Δεν μπορώ να πω ότι μου λείπουν εκείνες οι μέρες, όχι. Ήταν εκπληκτικά χρόνια όσο τα ζούσα, αλλά τώρα πια πέρασαν. Σήμερα είναι μια άλλη μέρα και έχω εξίσου πολλά ενδιαφέροντα πράγματα και προοπτικές να με τριγυρίζουν.

Τη δεκαετία του ‘90, στα πρώτα μας δύο άλμπουμ… Ήμασταν όλοι εφηβικοί φίλοι. Μεγαλώσαμε στην ίδια περιοχή, μια περιοχή γεμάτη μικρές πόλεις, χωριά, λόφους και λίμνες. Όλοι γνωρίζαμε όλους, πηγαίναμε στα ίδια πάρτι, παίζαμε στα ίδια συγκροτήματα, μαζί αγόρια και κορίτσια… Ήταν πολύ όμορφα, πράγματι. Ο Robert Ulsamer, που παίζει το solo στο “Looking For A Girl With A Washing Machine”, για παράδειγμα. Κάναμε μαζί μαθήματα κιθάρας στα 14 μας. Μεγαλώσαμε μαζί και παραμείναμε στενοί φίλοι όλη μας τη ζωή. Στα 15 μας αρχίσαμε να καπνίζουμε μαζί —λίγο κακό αυτό!— και να πίνουμε τα πρώτα μας ουίσκι —άουτς! Παίζαμε κιθάρα μαζί, ανακαλύπταμε μουσικές μαζί, είχαμε από κοινού το όνειρο να ηχογραφούμε δίσκους με δικά μας κομμάτια και να ταξιδεύουμε σε όλο τον κόσμο με την μπάντα μας.


Τα πρώτα βήματα στην κιθάρα, μαζί με φίλους.


Τον δε Oli (Oliver Latka), τον μπασίστα μας, τον «προσλάβαμε» όταν ήταν μόλις 15. Δεν ήταν και πολύ ομιλητικός, περισσότερο τού άρεσε να τρώει ζελεδάκια από το να μιλάει. Όμως, ξέραμε ότι μπορούσε να παίξει τις βασικές συγχορδίες και να συγχρονιστεί με την μπότα στα ντραμς, και αυτό έφτανε.

Όταν εγκαταστάθηκα στην Ελλάδα το 1995, ο Oli πήγε να σπουδάσει μουσική στην ακαδημία του Paul McCartney στο Λίβερπουλ. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του και μετά ξεκίνησε να παίζει μουσική σε υπερωκεάνια. Κάπως έτσι γύρισε τον κόσμο και τελικά εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου συμμετέχει στις ορχήστρες πασίγνωστων μιούζικαλ. Ακόμα μιλάμε.

Ο ντράμερ μας ο August T. Guenther ήταν πρωτίστως καλλιτέχνης. Έτσι ένιωθε. Εγώ και ο Robert ζήσαμε μαζί του για κάποια χρόνια, στο σπίτι της μητέρας του. Πλέον είναι καθηγητής καλλιτεχνικών στο Μόναχο.

Ο H.C. Myla, ηχολήπτης και συμπαραγωγός στα δύο πρώτα μας άλμπουμ, χρησιμοποίησε αυτά τα άλμπουμ σαν μέσο εξάσκησης πάνω στην ηχοληψία! Στην πορεία, έγινε ο ίδιος καλλιεργημένος συνθέτης, που έγραψε μέχρι και μουσική για όπερα… και πλέον ασχολείται με το χρηματιστήριο και έγινε πλούσιος! Ζει μεταξύ Σαϊγκόν και Λονδίνου, με τη Βιετναμέζα σύντροφό του.

 Ναι, μετά από όλα αυτά, νομίζω πως μπορώ να πω ότι μου λείπουν όλοι αυτοί οι φίλοι!

M.G.: Λογικό! Πάμε τώρα στο “Looking For A Girl With A Washing Machine”, ένα κομμάτι που ακούγεται ακόμα σε μπαρ και ραδιόφωνα, τριάντα χρόνια μετά. Γιατί, κατά τη γνώμη σου, έγινε τόσο διαχρονική επιτυχία; Βασικά, για σένα τι ακριβώς περιλαμβάνει ένα «διαχρονικό» κομμάτι;

S.S.: Στη μουσική παίζει μεγάλο ρόλο ο παράγοντας της συγκυρίας. Όταν κυκλοφορήσαμε το κομμάτι, οι παραγωγοί στα ραδιόφωνα μπορούσαν ακόμα να επιλέγουν τι θα παίξουν. Ήταν μεγάλη περηφάνεια για αυτούς να μας παρουσιάζουν τις μουσικές τους ανακαλύψεις στον αέρα. Ένας παραγωγός από το Ρόδον FM, λοιπόν, στην Αθήνα είχε αγαπήσει το “Washing Machine” και άρχισε να το βάζει πολύ συχνά στην εκπομπή. Ο Ρόδον ήταν ένας σταθμός με μεγάλη επιρροή τότε, οπότε σταδιακά και άλλοι σταθμοί άρχισαν να τον μιμούνται, με το τραγούδι να εξαπλώνεται πρώτα στην Αθήνα και μετά σε όλη την Ελλάδα. Σε αυτό, φυσικά, έπαιξε ρόλο και η αποτελεσματική προώθηση που έκανε το label μας, η Hitch-Hyke Records.

Όμως, γιατί είχε το συγκριμένο κομμάτι αυτήν την επιτυχία και όχι κάποιο άλλο; Νομίζω το οφείλουμε στον εναρκτήριο στίχο, που κόλλησε σε όλους: “I'm looking for a girl with a washing-machine”. Λίγο ασυνάρτητος στίχος, αλλά πολύ διασκεδαστικός! Επίσης, το κομμάτι έχει ένα μάλλον διαχρονικό κιθαριστικό ροκ στυλ, που άρεσε σε όλους τότε και αρέσει ακόμα και σήμερα.

M.G.: Στη μουσική σου πορεία, είχες την ευκαιρία να συνεργατείς με αρκετούς σπουδαίους μουσικούς, όπως τον Nikki Sudden που προανέφερες και τον Mike Scott των The Waterboys. Τι θυμάσαι από αυτές τις συνεργασίες;

S.S.: Ο Mike Scott και εγώ ήρθαμε εύκολα σε επαφή λόγω της κοινής μας φιλίας με τον Sudden, αλλά η ειρωνεία είναι ότι γνωριστήκαμε από κοντά λίγο μετά το θάνατό του! Ήμασταν σε επαφή με email για πολλά χρόνια, και όποτε έπαιζε στην Ελλάδα περνούσαμε χρόνο μαζί. Με ρωτούσε και πληροφορίες για τη χώρα, όπως για παράδειγμα αν θα κακοφαινόταν στους Έλληνες θαυμαστές του το να χρησιμοποιηθεί το “The Whole Of The Moon” σε διαφήμιση τηλεπικοινωνιών!

Κάποια στιγμή αναζητούσε κλαρινίστα για το “The Pan Within”, για μια συναυλία στη Θεσσαλονίκη. Ρώτησα τον Γιώργο “Bandoek” Αποστολάκη αν ήξερε κανέναν, και έτυχε να ξέρει έναν από τους καλύτερους στα Βαλκάνια. Λύθηκε και αυτό. Μάλιστα, ο Mike με ρώτησε μέχρι και πόσα χρήματα να του δώσει!

Γενικότερα, ανταλλάσσαμε εμπειρίες και σκέψεις. Μου έστελνε φωτογραφίες από το σπίτι του. Και κάτι που νομίζω ότι μπορώ να το πω τώρα πια, που πέρασαν τα χρόνια και δεν θεωρείται διαφήμιση. Λάτρεψε το άλμπουμ μας “With God And Her Sisters”, θεωρώντας ότι έχει εξαιρετικά κομμάτια και φωνητικά, μαζί με top παραγωγή. Χάρηκα και χαίρομαι τόσο πολύ για τα καλά του λόγια!

Και με τον Nikki έχω πολλές αναμνήσεις, βεβαίως! Αλλά δεν θα τις μοιραστώ εδώ. Θα σας στείλω ένα ξεχωριστό κείμενο με τις εμπειρίες ζωής που είχα μαζί του στο Βερολίνο και τη Θεσσαλονίκη (σημ: το κειμενο θα δημοσιευτεί αυτούσιο σε επόμενο άρθρο).

M.G.: Αναμένουμε! Τώρα, σχετικά με την καλλιτεχνική σου δημιουργία, υπάρχει κάτι εντελώς φρέσκο που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;

S.S.: Τώρα θα σε πάρω από τα μουσικά και θα σε πάω κάπου αλλού. Πάντα έλεγα: «Σε μιαν άλλη ζωή θα ήθελα να ήμουν ζωγράφος». Και δύο χρόνια πριν, σκέφτηκα ξαφνικά: «Και γιατί όχι σε αυτήν τη ζωή;». 

Κάπως έτσι άρχισα να καταπιάνομαι με τη ζωγραφική και πλέον ζωγραφίζω καθημερινά. Με έχει απορροφήσει αυτό. Κάθε μέρα σηκώνομαι νωρίς με λαχτάρα να συνεχίσω, σαν να έχω μια απαιτητική δουλειά να με περιμένει. Δεν λέω ότι έχω ταλέντο, λέω ότι μου αρέσει να πειραματίζομαι και να παρατηρώ τον εαυτό μου ενώ σταδιακά γίνεται καλύτερος. Η όλη διαδικασία είναι πολύ καινούργια για μένα. Δεν ξέρω πού θα με βγάλει, αλλά αυτή είναι και η μεγαλύτερη ομορφιά της.

Σχετικά με τη μουσική, έχω γράψει και πολλά νέα κομμάτια στο στυλ των Big Sleep, άλλα αξιοπρεπή, αλλά λίγο κάπως… Φαντάζομαι το μέλλον μου γεμάτο από ζωγραφική ΚΑΙ συναυλίας. Και γιατί όχι, να ηχογραφήσω και κάνα νέο άλμπουμ ή να ξαναμπώ σε μια μπάντα, ελεύθερος και ωραίος πάλι! Άμα γίνει κάτι από όλα αυτά, θα σας ενημερώσω.

M.G. Με αφορμή την επανακυκλοφορία, μπορούμε να περιμένουμε και καμιά συναυλία σου με τους Big Sleep; Βασικά, αυτήν τη στιγμή υπάρχουν οι Big Sleep; Γιατί η σύνθεση του συγκροτήματος έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια.

S.S.: Την τελευταία δεκαετία έχω κάνει τρεις προσπάθειες να «αναστήσω» τους Big Sleep και δεν δούλεψε. Όχι ότι υπήρχε κάποιο θέμα με τα άλλα μέλη. Οι προθέσεις και οι χαρακτήρες τους ήταν οι καλύτεροι! Όμως, υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν τη δυναμική μιας μπάντας και κάποιες φορές απλά δεν ρολάρει όπως πρέπει το όλο πράγμα.

Άλλες, πάλι, ρολάρει. Σε όλες τις προηγούμενες συνθέσεις των Big Sleep υπήρχε αυτό το κλικ εξαρχής στον ήχο μας, στις μεταξύ μας σχέσεις. Το να παίζουμε μαζί ήταν μεν δουλειά αλλά είχε μέσα του τον ενθουσιασμό και τη διασκέδαση.


Με το τελευταίο lineup των Big Sleep το 2014.


Ωστόσο, οι σχέσεις σε ένα συγκρότημα είναι όπως οι ερωτικές σχέσεις. Αυτές οι λίγες που ήταν καλές απλά προέκυπταν κάπως, εξελίσσονταν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, ήταν ακαταμάχητες. Απ’ την άλλη, πόσες ερωτικές ιστορίες απλώς δεν δούλευαν, χωρίς καν να μπορείς να εξηγήσεις το γιατί;

Οπότε, για την ώρα νομίζω ότι είμαι σε αυτήν τη φάση και δεν μπορώ να παρουσιάσω κάποια νέα σύνθεση. Ίσως την επόμενη φορά που θα προσπαθήσω όλα να είναι τέλεια, και να αναγεννηθεί αυτή η μαγική συνθήκη που περιμένω από το να παίζω με τους Big Sleep. Το ελπίζω!

M.G.: Δεδομένου ότι ζεις στην Ελλάδα πάρα πολλά χρόνια, πώς σου φαίνεται η ελληνική σκηνή;

S.S.: Θυμάμαι το 2016 έβγαινα πολύ σε μπαρ και ένας DJ, ο συγγραφέας και φίλος Νίκος Βεργέτης, μου έβαλε να ακούσω πολλά συγκροτήματα της περιόδου. Με συνεπήρε το πόσο πολλές μπάντες είχαν βγει ξαφνικά, όπως και η ίδια η μουσική τους. Μάλλον είμαστε σε μια φάση του ελληνικού alt rock όπου όλα είναι δυνατά: τα πιο εντυπωσιακά projects και παραγωγές, σε ένα μεγάλο εύρος από μουσικά είδη και προσεγγίσεις.

M.G.: Εκτός από τη μουσική, ξέρω ότι αγαπάς το σινεμά και τη λογοτεχνία. Πες μας, λοιπόν, τις αγαπημένες σου ταινίες και βιβλία.

S.S.: Κι όμως, δεν βλέπω και τόσες ταινίες... Να πω ότι η καλύτερη ταινία που είδα πρόσφατα ήταν το “Anatomy Of A Fall”, κι ας συνδυάζει δύο είδη που αποφεύγω μετα μανίας: «δράμα γάμου» και «δικαστικό δράμα». Παναγία μου! Και μόλις πριν δύο βδομάδες είδα επιτέλους το “Poor Things”. Και αυτό πολύ καλό. Και πόσο απελευθερωτικό ήταν το να δούμε επιτέλους στην οθόνη μια τέτοια γυναίκα πρωταγωνίστρια!

Πάντως, αν με πίεζες πολύ, θα σου έλεγα ότι η αγαπημένη μου ταινία είναι το “Dead Man”, πακέτο με το soundtrack της, που το λατρεύω.

Τα βιβλία είναι άλλη ιστορία. Είναι σαν τον καφέ ή τη ζάχαρη. Μόλις τα ‘χω διαβάσει όλα, πρέπει να βγω κατευθείαν και να πάρω άλλα. 

Διαβάζω για να κάνω ένα διάλειμμα από τις σκέψεις. Υπάρχουν υπέροχοι άνθρωποι εκεί έξω που γράφουν. Οι απόψεις τους, η κοσμοθεωρία τους με κάνει να νιώθω καλύτερα. Το ίδιο και με κάποιους ζωγράφους. Όμως, διαβάζω και για την ιστορία καθαυτή, για να δω τι θα γίνει παρακάτω. Οι πρωταγωνιστές των βιβλίων γίνονται συντροφιά μου, με περιμένουν κάθε μέρα για να μου δείξουν πού βρίσκονται μόλις πιάσω το βιβλίο στα χέρια μου. Μου αρέσει, επίσης, η αίσθηση του χαρτιού, η ηρεμία που αποπνέει η ανάγνωση.

Λοιπόν… αγαπημένα μου βιβλία. Ο «Υπόγειος Κόσμος» του Don DeLillo, ο «Μάγος» του John Fowles, “The Blindfold” της Siri Hustvedt και «Τα Κύματα» της Βιρτζίνια Γουλφ.

M.G.: Επιστρέφοντας στη σχέση σου με την Ελλάδα, έχεις σκεφτεί ποτέ ότι η επιλογή μιας άλλης χώρας διαμονής θα ήταν καλύτερη κίνηση για σένα σαν μουσικό;

S.S.: Ομολογουμένως, ήταν ξεκάθαρο σε μένα ότι το να εγκατασταθώ στην Ελλάδα δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνη κίνηση επαγγελματικά —όχι ότι το σκεφτόμουν και πολύ τότε. Όταν το είπα στον υπεύθυνο του πρώτου μου label, είπε: «Πάνε απευθείας Βουλγαρία καλύτερα!».

Όμως, εγώ έκανα τις επιλογές μου με έναν ρομαντισμό. Είχα λατρέψει την Ελλάδα ήδη από τις πρώτες μου συναυλίες στο «Μύλο», στην Αθήνα, στη Λαμία, στα Γιάννενα. Σκεφτόμουν ότι όλοι οι άνθρωποι που γνώρισα θα μπορούσαν να ήταν φίλοι μου. Όλα μού φαίνονταν τόσο εξωτικά, τόσο μυστηριώδη και όμορφα. Ένας νέος κόσμος για να ανακαλύψω και να εξαφανιστώ μέσα του.


Με τους Γιώργο Παπάζογλου και Γιώργο Αθάνα στο οπισθόφυλλο του δίσκου "Thermaikos" του 1997.


Και να ‘μαι, 29 χρόνια μετά, να ζω ακόμα εδώ με τη θέλησή μου. Αν το ήθελα, θα μπορούσα να φύγω αύριο κιόλας. Όμως, εδώ θέλω να ‘μαι. Εδώ είναι η ζωή και οι φίλοι μου. Ζω σε ένα μικρό ρετιρέ πάνω στο λόφο, να ατενίζω την Αθήνα. Είμαι ευγνώμων που ζω εδώ, κάθε μέρα.


Διαβάστε ακόμα