Dune Part 2
(Denis Villneuve)
Βαθμολογία:
7,5
Θεοκρατικός αυταρχισμός, αποικιακή βία, η ανελέητη οικονομία της εξόρυξης πόρων είναι τα κύρια θέματα στις ταινίες "Dune" του Denis Villeneuve, όχι ως αόριστες αλληγορίες μεταξύ των σκηνών δράσης για να προσθέσουν κάποιο θεματικό βάρος, αλλά ως η ίδια η ουσία της ιστορίας. Με την κυκλοφορία του "Dune: Part Two", όλη η σχολαστική (κάποιοι μπορεί να πουν εξαντλητική) προσοχή που έδωσε ο Villeneuve για να χτίσει τον τεράστιο και περίπλοκο κόσμο της πρώτης ταινίας —μια διαπλανητική αυτοκρατορία που κυβερνάται από πολλές ανταγωνιστικές οικογένειες, η καθεμία με αιώνες δυναστικές ιστορίες— αποδίδει καρπούς. Είναι ταινίες τόσο για τα μαζικά συστήματα πίστης όσο και για τους αγώνες πολιτικής εξουσίας, χωρίς να θυσιάζεται η ιδιαιτερότητα των ανθρώπινων ιστοριών στο κέντρο τους.
Ο Villeneuve μάς πετάει κατευθείαν στον Arrakis, τον κατεχόμενο πλανήτη της ερήμου όπου, στο τέλος της τελευταίας ταινίας, ο Paul Atreidis (Timothee Chalamet) και η μητέρα του, Jessica (Rebecca Ferguson), βρέθηκαν νεοφερμένοι μεταξύ των γηγενών κατοίκων του πλανήτη, των Fremen. Τώρα που ο πατέρας του Paul και οι περισσότεροι από τους κατοίκους του πλανήτη του έχουν σφαγιαστεί από τους Harkonnens, κατοίκους ενός φασιστικά οργανωμένου πλανήτη που κυβερνάται από τον απωθητικό βαρόνο Vladimir Harkonnen (Stellan Skarsgård), ανατίθεται στον άπειρο ακόμα Paul να βοηθήσει στην ηγεσία της εξέγερσης των Fremen ενάντια στους αποικιστές τους. Η ουσία για την οποία μάχονται όλες αυτές οι δυνάμεις είναι ο πολυπόθητος ορυκτός πόρος, γνωστός ως «μπαχαρικό», μια ουσία που βρίσκεται μόνο στον Arrakis και έχει την ικανότητα τόσο να επιτρέπει διαστρικό ταξίδι όσο και να προσφέρει εξαιρετικές ψυχικές δυνάμεις σε όσους εκτίθενται σε αυτόν.
Η πλοκή του "Dune" δημιουργεί πολλές σκηνές που διαδραματίζονται αλλού εκτός από τα ξεραμένα τοπία του Arrakis. Μια διαπλανητική αδελφότητα μάντεων, που ονομάζεται Bene Gesserit, στην οποία η Jessica είναι μια ισχυρή ιέρεια, αιωρείται στα παρασκήνια, επηρεάζοντας τις αποφάσεις διαφόρων χαρακτήρων μέσω προηγμένων πρακτικών ελέγχου του νου, καθώς και άλλων πιο λεπτών μεθόδων πειθούς. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας (Christopher Walken), ένας ηλικιωμένος ηγέτης που κρατιέται απομακρυσμένος από τις συγκρούσεις μεταξύ των κόσμων που κυβερνά, εξαρτάται από την πολιτική γνώση της κόρης του, της πριγκίπισσας Irrulan (Florence Pugh), η οποία είναι και αυτή Bene Gesserit. Και στον απόκοσμο πλανήτη του Giedi Prime, τον κόσμο των Harkonnens, τα παιχνίδια μονομάχων εκτυλίσσονται ως φασιστικά μαζικά θεάματα.
Ο Villeneuve και ο συν-σεναριογράφος Jon Spaihts κάνουν καλή δουλειά για να εξισορροπήσουν το ρυθμό μεταξύ αυτών των ανταγωνιστικών ιστοριών. Πάντως, η καρδιά της δράσης της ταινίας διαδραματίζεται στην άμμο του Arrakis, όπου ο Paul και η Fremen Chani (Zendaya) γίνονται πρώτα μαχητές δίπλα-δίπλα εναντίον των εισβολέων Harkonnens, μετά εραστές. Μέρος αυτού που συνδέει αυτά τα δύο είναι η κοινή αντίστασή τους στην προφητεία, που ενθαρρύνεται και χειραγωγείται από τις Bene Gesserit, ότι ένας μεσσίας —στα μάτια των πιστών, ο ίδιος ο Atreidis— θα απελευθερώσει τους Fremen από γενιές καταπίεσης από τους διάφορους κατακτητές τους. Η τελευταία του μονομαχία με τον αδίστακτο Harkonnen Feyd-Rautha (Austin Butler, κλέβει την παράσταση) είναι συναρπαστικά σκηνοθετημένη.
Τα πρωτότυπα βιβλία του "Dune" σύμπαντος του Frank Herbert θεωρούνταν από καιρό ακατάλληλα για μεταφορά στον κινηματoγράφο (μέχρι και ο πολύς David Lynch ατύχησε στην δική του version). Το "Dune: Part" Two εμβαθύνει την αμφιθυμία της πρώτης ταινίας απέναντι στο μεσσιανικό θρύλο, ενσωματώνοντας αυτήν την αμφιθυμία όχι μόνο στον αγώνα του Paul Atreides να συμφιλιωθεί με τη μοίρα του, αλλά και στον αγώνα του κοινού να μάθει ποιο αποτέλεσμα πρέπει να στηρίξει. Καθώς τελειώνει η ταινία (με άλλο ένα ανοιχτό φινάλε, χαλί για την τρίτη συνέχεια), ο τόνος δεν είναι θριαμβευτικός αλλά δυσοίωνος.
The Iron Claw (Σιδερένια Γροθιά)
(Sean Durkin)
Βαθμολογία:
7
Ο Fritz Von Erich (Holt McCallany) είναι ένας συνταξιούχος επαγγελματίας παλαιστής (διάσημος για την κίνησή του με το «σιδερένιο νύχι»), ο οποίος μεγάλωσε και τους γιους του για να γίνουν αθλητές.
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και ο Kevin (Zac Efron), ο μεγαλύτερος γιός, βρίσκεται στα πρόθυρα να κερδίσει τη ζώνη του τίτλου. Ο David (Harry Dickinson) είναι ο πιο προικισμένος στις στημένες φάσεις και τις τελετουργικές κοροϊδίες στο ρινγκ, αλλά δεν θέλει να ξεπεράσει τον μεγαλύτερο αδερφό του. Ο Kerry (Jeremy Allen White, ο star του τηλεοπτικού "The Bear") είναι υποψήφιος ολυμπιονίκης δισκοβολίας, του οποίου η καριέρα εκτροχιάζεται από το αμερικάνικο μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1980 στην Μόσχα. Επιστρέφει, λοιπόν, σπίτι για να ενωθεί με τα αδέρφια του στο ρινγκ. Και ο Mike (Stanley Simons), ο νεότερος, ενδιαφέρεται περισσότερο να κάνει μουσική αλλά δεν θέλει να πυροδοτήσει την οργή του πατέρα του.
Η μητέρα των αγοριών, Doris (Maura Tierney), κρατά της ισορροπίες ενώ μαγειρεύει... βουνά φαγητού για τα παιδιά της. Μέσα σε λίγα χρόνια, μετά από μια σειρά από ατυχίες και τραγωδίες που πλήττουν την οικογένεια ο Kevin αρχίζει να πιστεύει ότι η οικογένεια είναι καταραμένη, απειλώντας τη σχέση του με τη σύζυγό του Pam (Lilly James) και τα δικά του παιδιά.
Ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης Sean Durkin αφηγείται αυτή την αληθινή ιστορία με καλοδεχούμενη ενδοσκόπηση και απαλή προσέγγιση, που παίρνει το χρόνο της και βρίσκει ένα υπόγειο ρεύμα συναισθημάτων. Το "Iron Claw", ακόμη και όταν σε στιγμές παραφορτώνει την ιστορία του, αποφεύγει μια επίπεδη, «αμερικάνικη» οπτική και ανοίγει το κάδρο σε πιο βαθιές έννοιες, όπως το βάρος της πατρότητας και η αδελφική αγάπη. Σκηνές που θα μπορούσαν να έχουν πέσει στην παγίδα του κλισέ αποτυπώνονται με απροσδόκητο βάθος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο χαρακτήρας της Tierney, που ενώ θα μπορούσε να είχε χαθεί στο ανακάτεμα μεταξύ των ανδρών, λαμβάνει μικρές σκηνές αλλά κρίσιμες αφηγηματικές στιγμές που της ανοίγουν έναν ολόκληρο εσωτερικό κόσμο.
Και παρόλο που ο Durkin παρέχει άφθονη δράση πάλης, δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να δείξει το βάθος των χαρακτήρων ανάμεσα σε αυτές, είτε πρόκειται για μια ματιά είτε για μια μικρή ανταλλαγή διαλόγων, με αυτές τις στιγμές να περικλείουν όλη την ουσία της ταινίας. Οι θεατές έχουν επίσης μια ισχυρή αίσθηση του δεσμού της οικογένειας, που εκφράζεται με δυνατές ερμηνείες από όλο το cast, με τον Efron να ξεχωρίζει. Ακόμη και η πλοκή, η οποία βασίζεται εν μέρει σε μεγάλο αριθμό από ατυχή γεγονότα, αρχίζει να φαίνεται οργανική όσο προχωράει η ιστορία. Πράγματι, αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία, εγείροντας ζητήματα πεπρωμένου και ελέγχου. Πόσο πραγματικά μπορούμε να κατευθύνουμε τη ροή της ζωής μας; Μέσα από την τραγικότητα της πλοκής, το "Iron Claw" δείχνει το δρόμο προς τη συγχώρεση και την αποδοχή.