Πριν από λίγο καιρό παρακολουθήσαμε στο Vault Theatre Plus, με τον φίλο και συνεργάτη Αντώνη Κατσαμά, μια συγκλονιστική παράσταση που μας έκοψε την ανάσα. Ήταν η «Πνιγμονή», μια διασκευή δια χειρός Δημήτρη Καρατζιά του αριστουργήματος του Federico Garcia Lorca «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα». Ο Δημήτρης Καρατζιάς είχε μια δημιουργική και εμπνευσμένη ιδέα την οποία και έκανε πράξη. Αποφάσισε να δώσει με τη φαντασία του μία συνέχεια στο έργο αυτό και να πλάσει την μετέπειτα πορεία των ηρωίδων σε ένα μελλοντικό χρόνο, 30 χρόνων αργότερα.
Βρεθήκαμε στην πρεμιέρα του έργου «Αρκετά πια με την Αντέλα», όπου βλέπουμε μία από τις 5 κόρες, την Μαρτύριο, ως τη μοναδική απόγονο της «καταραμένης οικογένειας» να βρίσκεται στο ίδιο σπίτι του φονικού, δίπλα από την ετοιμοθάνατη αυταρχική μητέρα της. Καταδικασμένη να ζει με τις τύψεις, τις ενοχές και τη σκληρή ανάμνηση της αυτοκτονίας της μικρότερής της αδελφής Αντέλας, το ζεστό εκείνο καλοκαίρι. Απομονωμένη από την κοινωνία και τη ζωή, έχοντας το μαύρο πένθος να τη βαραίνει για ακόμα μια φορά. Ένα πένθος που ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν και ακόμα δεν έχει τέλος.
Στο μελλοντικό παρόν εμφανίζεται αναπάντεχα και «εισβάλλει» στο σπίτι αλλά και τη μνήμη της Μαρτύριο μια νέα κοπέλα, η Πόνθια, που όσα γνωρίζει για την «καταραμένη οικογένεια» είναι αυτά που ακούγονται και κυκλοφορούν σαν μυστικό και σαν μύθος πια από τα στόματα της κλειστής κοινωνίας. Η συνάντησή τους σηματοδοτεί την οδυνηρή επιστροφή στο σκοτεινό παρελθόν. Η Μαρτύριο ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης και εξιστορεί τα τραγικά γεγονότα, βιώνοντάς τα ξανά. Η αυστηρή εικόνα της, που διαμορφώθηκε βάσει των χαρακτηριστικών της μητέρας της, λυγίζει και σπάει σε χίλια κομμάτια στα πλαίσια μιας βαθιάς εξομολόγησης και μιας συνειδητοποίησης των τύψεων αλλά και της ζήλιας της. Κάτι που είναι αναγκαίο ώστε να φτάσει κανείς, τελικά, στην κάθαρση.
Η Αθηνά Τσιλύρα, στο ρόλο της κόρης Μαρτύριο αυτή τη φορά, είχε μια συγκλονιστική ερμηνεία και περνούσε άνετα από την αυστηρότητα στην παιδική αθωότητα: εναλλαγές τις οποίες βλέπουμε κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης. Έχει τον τρόπο της να τραβά τα βλέμματα με το παίξιμό της και να σε ανατριχιάζει. Η Νίκη Αναστασίου θεωρώ ότι ήταν πάρα πολύ καλή, γιατί είναι απίστευτα δύσκολο να «παίζεις» μέσα από τη σιωπή σου. Δηλαδή, ενώ δεν είχε μεγάλο κομμάτι απ’ το κείμενο και στην ουσία ήταν ακροάτρια της ιστορίας, αυτή δεν ξέφυγε ούτε στιγμή, διατήρησε την ίδια ψυχική κατάσταση και ήταν εντός του ρόλου. Η Σεβίνα Μαραγκού ήταν αρκετά καλή στο ρόλο της Αγκούστιας και οι σκηνές όπου εμφανίζεται πίσω από τους τοίχους σαν φαντασματένια οπτασία, μας έφεραν ρίγος.
Οι φωτισμοί, τα σκηνικά και η μουσική ήταν εξαιρετικά, ενώ πολύ εύστοχη ήταν η προσθήκη του video στο τέλος! Τα μαύρα πέπλα συνέτειναν στην αίσθηση του πένθους και την ένταση. Το κείμενο του Δημήτρη Καρατζιά, η σκηνοθεσία της Λιλυς Μελεμέ, οι ηθοποιοί και όλοι οι συντελεστές, έδωσαν μια αξιοπρεπή συνέχεια του αριστουργήματος του Φ.Γ.Λόρκα και μετέφεραν στη σκηνή ένα κλίμα σχεδόν μυσταγωγικό, με αποτέλεσμα μια πολύ καλή παράσταση.
Ο Δημήτρης Καρατζιάς απαντάει σε κάποιες ερωτήσεις μας σχετικά με το έργο "Αρκετά πια με την Αντέλα".
- Πώς εμπνευστήκατε την ιδέα του να πλάσετε μια φανταστική συνέχεια της "Πνιγμονής", που στην ουσία αποτελεί και συνέχεια του έργου "Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα";
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το αριστούργημα του F.G.Lorca "Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα", το ενιδαφέρον μου κέντρισε ο ψυχισμός, το πάθος, ο πόνος που έκρυβε η προτελευταία κόρη της οικογένειας, η κουτσή κι ασθενική Μαρτύριο.
Η ζήλια και ο φθόνος είναι από τα πιο ζοφερά συναισθήματα που μπορεί να νοιώσει ένας άνθρωπος. Συναισθήματα που κάθε άνθρωπος για το δικό του καλό και για το καλό των γύρω του πρέπει και οφείλει να χαλιναγωγήσει, να ελέγξει, να μην τα αφήσει να τον κυριεύσουν. Διαφορετικά θα τον σπρώξουν σε πράξεις, σκέψεις και ενέργειες που θα του καταστρέψουν τη ζωή. Η Μαρτύριο είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Με αφορμή την αφήγηση αυτής της γυναίκας ξεδιπλώνεται μια ζωή που "χάθηκε" εξαιτίας αυτών των συναισθημάτων. Η δική της ζωή.... Ουσιαστικά το "Αρκετά πια με την Αντέλα" είναι ένα κείμενο πάνω στην καταστροφική επίδραση της ζήλιας και του φθόνου.
-Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην πορεία και τι έπρεπε να προσέξετε κατά την υλοποίηση της ιδέας αυτής, απ'τη στιγμή που ο ίδιος ο Λόρκα είναι ένας διαχρονικός και κλασικός συγγραφέας;
Έπρεπε να γίνει μια εντατική μελέτη πάνω στο έργο του Lorca, και ειδικά πάνω σε κάθε φράση που λεγόταν ή αφορούσε τη Μαρτύριο. Στην ψυχολογία μιας τέτοιας γυναίκας, στην μελέτη της Ισπανικής κοινωνίας του 1930, τη θέση της γυναίκας τότε... Μελέτη ουσιαστική και σε βάθος. Από εκεί και έπειτα έπρεπε να γραφεί το κέιμενο. Μια βουτιά στον κόσμο της Μαρτύριο. Μια φανταστική συνέχεια, μια εκδοχή, ένα φινάλε... κι όλα αυτά με μεγάλη αγάπη και σεβασμό στο έργο και στο "πνεύμα"του F.G.Lorca.
Στη συνέχεια έπρεπε να βρεθεί σκηνοθέτης που να οραματιστεί και να εμπνευστεί από το συγκεκριμένο κείμενο (για καλή μου τύχη, η εξαιρετική Λίλλυ Μελεμέ), η κατάλληλη ηθοποιός για αυτό το ρόλο (πόσο πιο κατάλληλη από την Αθηνά Τσιλύρα;) και φυσικά οι υπόλοιποι συντελεστές... Μάνος Αντωνιάδης (στη μουσική επένδυση της παράστασης), Αριάδνη Βοζάνη (στα σκηνικά), Βαγγέλης Μούντριχας (στους φωτισμούς), Μίλτος (στα κουστούμια) και δύο υπέροχες ηθοποιοί για τους τους ρόλους της Πόνθια (Νίκη Αναστασίου) και Αγκούστιας (Σεβίνα Μαραγκού). Συντελεστές που δώσαν την ψυχή τους για να ανέβει αυτό το έργο.
Βρεθήκαμε στην πρεμιέρα του έργου «Αρκετά πια με την Αντέλα», όπου βλέπουμε μία από τις 5 κόρες, την Μαρτύριο, ως τη μοναδική απόγονο της «καταραμένης οικογένειας» να βρίσκεται στο ίδιο σπίτι του φονικού, δίπλα από την ετοιμοθάνατη αυταρχική μητέρα της. Καταδικασμένη να ζει με τις τύψεις, τις ενοχές και τη σκληρή ανάμνηση της αυτοκτονίας της μικρότερής της αδελφής Αντέλας, το ζεστό εκείνο καλοκαίρι. Απομονωμένη από την κοινωνία και τη ζωή, έχοντας το μαύρο πένθος να τη βαραίνει για ακόμα μια φορά. Ένα πένθος που ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν και ακόμα δεν έχει τέλος.
Στο μελλοντικό παρόν εμφανίζεται αναπάντεχα και «εισβάλλει» στο σπίτι αλλά και τη μνήμη της Μαρτύριο μια νέα κοπέλα, η Πόνθια, που όσα γνωρίζει για την «καταραμένη οικογένεια» είναι αυτά που ακούγονται και κυκλοφορούν σαν μυστικό και σαν μύθος πια από τα στόματα της κλειστής κοινωνίας. Η συνάντησή τους σηματοδοτεί την οδυνηρή επιστροφή στο σκοτεινό παρελθόν. Η Μαρτύριο ξετυλίγει το κουβάρι της μνήμης και εξιστορεί τα τραγικά γεγονότα, βιώνοντάς τα ξανά. Η αυστηρή εικόνα της, που διαμορφώθηκε βάσει των χαρακτηριστικών της μητέρας της, λυγίζει και σπάει σε χίλια κομμάτια στα πλαίσια μιας βαθιάς εξομολόγησης και μιας συνειδητοποίησης των τύψεων αλλά και της ζήλιας της. Κάτι που είναι αναγκαίο ώστε να φτάσει κανείς, τελικά, στην κάθαρση.
Η Αθηνά Τσιλύρα, στο ρόλο της κόρης Μαρτύριο αυτή τη φορά, είχε μια συγκλονιστική ερμηνεία και περνούσε άνετα από την αυστηρότητα στην παιδική αθωότητα: εναλλαγές τις οποίες βλέπουμε κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης. Έχει τον τρόπο της να τραβά τα βλέμματα με το παίξιμό της και να σε ανατριχιάζει. Η Νίκη Αναστασίου θεωρώ ότι ήταν πάρα πολύ καλή, γιατί είναι απίστευτα δύσκολο να «παίζεις» μέσα από τη σιωπή σου. Δηλαδή, ενώ δεν είχε μεγάλο κομμάτι απ’ το κείμενο και στην ουσία ήταν ακροάτρια της ιστορίας, αυτή δεν ξέφυγε ούτε στιγμή, διατήρησε την ίδια ψυχική κατάσταση και ήταν εντός του ρόλου. Η Σεβίνα Μαραγκού ήταν αρκετά καλή στο ρόλο της Αγκούστιας και οι σκηνές όπου εμφανίζεται πίσω από τους τοίχους σαν φαντασματένια οπτασία, μας έφεραν ρίγος.
Οι φωτισμοί, τα σκηνικά και η μουσική ήταν εξαιρετικά, ενώ πολύ εύστοχη ήταν η προσθήκη του video στο τέλος! Τα μαύρα πέπλα συνέτειναν στην αίσθηση του πένθους και την ένταση. Το κείμενο του Δημήτρη Καρατζιά, η σκηνοθεσία της Λιλυς Μελεμέ, οι ηθοποιοί και όλοι οι συντελεστές, έδωσαν μια αξιοπρεπή συνέχεια του αριστουργήματος του Φ.Γ.Λόρκα και μετέφεραν στη σκηνή ένα κλίμα σχεδόν μυσταγωγικό, με αποτέλεσμα μια πολύ καλή παράσταση.
Ο Δημήτρης Καρατζιάς απαντάει σε κάποιες ερωτήσεις μας σχετικά με το έργο "Αρκετά πια με την Αντέλα".
- Πώς εμπνευστήκατε την ιδέα του να πλάσετε μια φανταστική συνέχεια της "Πνιγμονής", που στην ουσία αποτελεί και συνέχεια του έργου "Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα";
Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το αριστούργημα του F.G.Lorca "Το Σπίτι Της Μπερνάρντα Άλμπα", το ενιδαφέρον μου κέντρισε ο ψυχισμός, το πάθος, ο πόνος που έκρυβε η προτελευταία κόρη της οικογένειας, η κουτσή κι ασθενική Μαρτύριο.
Η ζήλια και ο φθόνος είναι από τα πιο ζοφερά συναισθήματα που μπορεί να νοιώσει ένας άνθρωπος. Συναισθήματα που κάθε άνθρωπος για το δικό του καλό και για το καλό των γύρω του πρέπει και οφείλει να χαλιναγωγήσει, να ελέγξει, να μην τα αφήσει να τον κυριεύσουν. Διαφορετικά θα τον σπρώξουν σε πράξεις, σκέψεις και ενέργειες που θα του καταστρέψουν τη ζωή. Η Μαρτύριο είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Με αφορμή την αφήγηση αυτής της γυναίκας ξεδιπλώνεται μια ζωή που "χάθηκε" εξαιτίας αυτών των συναισθημάτων. Η δική της ζωή.... Ουσιαστικά το "Αρκετά πια με την Αντέλα" είναι ένα κείμενο πάνω στην καταστροφική επίδραση της ζήλιας και του φθόνου.
-Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην πορεία και τι έπρεπε να προσέξετε κατά την υλοποίηση της ιδέας αυτής, απ'τη στιγμή που ο ίδιος ο Λόρκα είναι ένας διαχρονικός και κλασικός συγγραφέας;
Έπρεπε να γίνει μια εντατική μελέτη πάνω στο έργο του Lorca, και ειδικά πάνω σε κάθε φράση που λεγόταν ή αφορούσε τη Μαρτύριο. Στην ψυχολογία μιας τέτοιας γυναίκας, στην μελέτη της Ισπανικής κοινωνίας του 1930, τη θέση της γυναίκας τότε... Μελέτη ουσιαστική και σε βάθος. Από εκεί και έπειτα έπρεπε να γραφεί το κέιμενο. Μια βουτιά στον κόσμο της Μαρτύριο. Μια φανταστική συνέχεια, μια εκδοχή, ένα φινάλε... κι όλα αυτά με μεγάλη αγάπη και σεβασμό στο έργο και στο "πνεύμα"του F.G.Lorca.
Στη συνέχεια έπρεπε να βρεθεί σκηνοθέτης που να οραματιστεί και να εμπνευστεί από το συγκεκριμένο κείμενο (για καλή μου τύχη, η εξαιρετική Λίλλυ Μελεμέ), η κατάλληλη ηθοποιός για αυτό το ρόλο (πόσο πιο κατάλληλη από την Αθηνά Τσιλύρα;) και φυσικά οι υπόλοιποι συντελεστές... Μάνος Αντωνιάδης (στη μουσική επένδυση της παράστασης), Αριάδνη Βοζάνη (στα σκηνικά), Βαγγέλης Μούντριχας (στους φωτισμούς), Μίλτος (στα κουστούμια) και δύο υπέροχες ηθοποιοί για τους τους ρόλους της Πόνθια (Νίκη Αναστασίου) και Αγκούστιας (Σεβίνα Μαραγκού). Συντελεστές που δώσαν την ψυχή τους για να ανέβει αυτό το έργο.