Ο Νίκος Ζουρνής έφτασε κιόλας στο τρίτο άλμπουμ του. Το ξεκίνημά του, με το Χιλιόμετρα (2009), και το δεύτερο βήμα με το Όλα Τα Χρώματα Του Μπλε (2012), βρίσκουν τη συνέχειά τους στο ολόφρεσκο Αρόδου, όπου ο τραγουδοποιός επιμένει στην εξελικτική του πορεία. Με αυτή την αφορμή, τον συνάντησα στο Ποδήλατο, ένα μικρό καφέ στου Ζωγράφου – το οποίο αποτελεί στέκι του, όπως μου είπε – και μιλήσαμε για πολλά και διάφορα. Διαβάστε τα όλα παρακάτω αλλά σημειώστε ότι στις 7 Μαΐου μπορείτε να τον παρακολουθήσετε ζωντανά στη μουσική σκηνή 1002 Νύχτες.
Ας ξεκινήσουμε από τον νέο δίσκο και τι αυτός περιλαμβάνει.
Περιλαμβάνει δέκα τραγούδια που έγραψα τα τελευταία δύο χρόνια. Υπάρχουν συμμετοχές στιχουργών εξαιρετικών: του Μάνου Ελευθερίου, του Θοδωρή Γκόνη, της Φωτεινής Λαμπρίδη και του Παναγιώτη Κουρκουμέλη. Τα έδωσα σε νέους ερμηνευτές, που είτε δεν έχουν βγει καθόλου στη δισκογραφία είτε έχουν μόνο μερικά τραγούδια. Κι έτσι κάλεσα την Λαμπρινή Καρακώστα, με την οποία συνεργαζόμασταν συναυλιακά για κάποια χρόνια, τον Πάνο Παπαϊωάννου, που είναι φίλος μου, και την Αντιγόνη Μπασακάρου, με την οποία παίζουμε αυτό τον καιρό μαζί. Συμμετέχει και η Νίκη Γλυκή – κάναμε μαζί support στον Σωκράτη Μάλαμα το καλοκαίρι. Με ενδιέφερε να κάνω αυτό τον δίσκο με νέο αίμα, γιατί κι εγώ νέο αίμα είμαι.
Αρόδου ο τίτλος του δίσκου. Χρειάστηκε να το ψάξω για να καταλάβω τη σημασία του...
Είναι ναυτική ορολογία και σημαίνει το πλοίο που είναι έξω από το λιμάνι και περιμένει τη σειρά του για να μπει. Είναι, δηλαδή, μια φάση μετεωρισμού, ούτε ταξιδεύει ούτε έχει δέσει στο λιμάνι. Για τους ναυτικούς αυτό είναι το χειρότερο πράγμα, όμως εγώ δεν το χρησιμοποίησα με αυτή ακριβώς την έννοια.
Θα έλεγες ότι νιώθεις έτσι, σε μια μεταβατική κατάσταση;
Ναι. Γιατί μετά τον στρατό έχασα λίγο τον μπούσουλα, το δρομολόγιό μου, και μέχρι να επανέλθω στη μουσική και να δω τι γίνεται ήταν λίγο μπερδεμένη η κατάσταση. Έτσι έγραψα το τραγούδι αυτό.
Ο συγκεκριμένος δίσκος θα έλεγες ότι έχει κάποια ενιαία θεματολογία ή είναι απλά μια συλλογή τραγουδιών;
Δεν το έχω σκεφτεί αυτό... Τα περισσότερα τραγούδια είναι γραμμένα στη Σύρο, όπου αποσύρομαι για να γράψω.
Τι σχέση έχεις με το νησί;
Είναι η καταγωγή μου κατά το 25% από εκεί, μέσω της γιαγιάς μου. Σε ό,τι αφορά τη θεματολογία, στιχουργική ενότητα δεν υπάρχει. Μουσικά, όμως, αποτελεί αυτός ο δίσκος μια προσπάθεια να πάω προς έναν βαλκανικό ήχο, να δω τι είναι για μένα τα Βαλκάνια. Τώρα το ανακαλύπτω σιγά σιγά.
Με τον Μάνο Ελευθερίου συνεργαστήκατε πρώτη φορά στον προηγούμενο δίσκο σου, το Όλα Τα Χρώματα Του Μπλε.
Είναι μεγάλη μου τιμή να μου εμπιστεύεται στίχους του. Η πρώτη μας συνεργασία έγινε μέσω του Άγγελου Σφακιανάκη. Μου έστειλε ο Άγγελος στίχους του Ελευθερίου για να γράψω μουσική για τον δίσκο μιας λαϊκής τραγουδίστριας. Αυτό τελικά δεν έγινε, όμως κράτησα το κομμάτι. Στη συνέχεια τον γνώρισα από κοντά και πλέον έχουμε κάνει μαζί τρία τραγούδια. Το συγκεκριμένο, «Η Δόξα Των Ανέμων», είναι ένα πολύστροφο ποίημά του, από το οποίο εγώ διάλεξα τέσσερις στροφές. Έχει μελοποιηθεί και από άλλους, όπως ο συνθέτης Μιχάλης Τερζής.
Μεγάλη υπόθεση να συνεργάζεσαι μαζί του, έτσι;
Ναι, αυτό ήταν μεγάλο όνειρο που είχα από παιδί. Το άλλο όνειρο που είχα ήταν να γνωρίσω τον Άλκη Αλκαίο. Κι ενώ είχα τις ευκαιρίες, από συστολή και ντροπή τελικά δεν τον γνώρισα. Από ό,τι ξέρω, πέρα από σπουδαίος στιχουργός ήταν και εξαιρετικός άνθρωπος.
Για πες μου και για τη συνεργασία σου με τους υπόλοιπους στιχουργούς που συμμετέχουν στον δίσκο...
Με τον Θοδωρή Γκόνη, πάλι μέσω του Άγγελου Σφακιανάκη έγινε η γνωριμία, στον προηγούμενο δίσκο. Μου είχε δώσει τότε γύρω στα δέκα τραγούδια του, οπότε θα κάνουμε κι άλλα στη συνέχεια.
Η Φωτεινή Λαμπρίδη;
Τον στίχο της τον βρήκα στο poiein.gr, μαζί με άλλα ανέκδοτά της. Το μελοποίησα, της το έστειλα μέσω ίντερνετ και δέχτηκε.
Και ο πρωτοεμφανιζόμενος Παναγιώτης Κουρκουμέλης;
Ο Παναγιώτης είναι φίλος μου κολλητός. Ήμουν στη Σύρο και έγραφα κι εκείνος μου έστειλε στο κινητό κάποιους στίχους. Τους άλλαξα λίγο και έτσι προέκυψε το τραγούδι. Ο Παναγιώτης γράφει ποίηση κι εγώ του λέω να την εκδόσει, εκείνος όμως δεν θέλει προς το παρόν.
Μιας και λέγαμε για την Σύρο, εσύ για να γράψεις χρειάζεσαι απαραίτητα την απομόνωση;
Κοίτα, υπάρχουν και δυο-τρία τραγούδια που γράφτηκαν στην Αθήνα. Αλλά με τα τρεξίματα και τις υποχρεώσεις εδώ είναι δύσκολο. Ενώ στη Σύρο κλείνω τα τηλέφωνα, είμαι μόνος μου, δεν βγαίνω καν από το σπίτι παρά μόνο για να πάρω κάτι να φάω. Και κάνω αυτή τη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ, για δυο-τρεις εβδομάδες.
Στον στρατό δεν έγραψες τίποτα;
Όχι. Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα γιατί μου έλεγαν οι φαντάροι «γράψε τίποτα και για μας». Όμως δεν είχα όρεξη ούτε την κιθάρα να πιάσω. Σημείωνα μόνο κάτι στιχάκια αλλά από την κούραση και την ταλαιπωρία δε μου έβγαινε τίποτα.
Η συγκεκριμένη εμπειρία θεωρείς ότι σου πρόσφερε κάτι;
Ναι, το ότι γνώρισα ανθρώπους από όλη την Ελλάδα. Και μου έκανε εντύπωση το πόση αλληλεγγύη είχαμε μεταξύ μας, απέναντι στη μάστιγα του διοικητή. Ήταν συγκλονιστικό γιατί εμένα με έπιαναν τενοντίτιδες στα χέρια μου, και φοβόμουνα μήπως δεν καταφέρω να ξαναπιάσω κιθάρα. Είχα, λοιπόν, τεράστια βοήθεια από τους φαντάρους, έβλεπαν ότι ζοριζόμουνα και η αλληλεγγύη τους ήταν συγκλονιστική. Ήταν ωραίο αυτό, το να βοηθάει ο ένας τον άλλο.
Εσύ στους δίσκους επιλέγεις πολύ συχνά άλλους ερμηνευτές. Αυτό γιατί συμβαίνει;
Ακόμα δε έχω βρει τον τρόπο να ερμηνεύω όπως θέλω. Ακούω, για παράδειγμα, τον δεύτερο δίσκο, όπου ερμηνεύω έξι κομμάτια, και εντοπίζω αρκετές ατέλειες. Θεωρώ ότι μια καλή φωνή μπορεί να πάει ένα τραγούδι πολύ πάρα πέρα. Μου αρέσει να ερμηνεύω αλλά ως ένα σημείο, νιώθω ότι αδικώ πολλές φορές τα κομμάτια.
Και γιατί επιλέγεις περισσότερο γυναικείες φωνές; Όταν γράφεις, σκέφτεσαι με βάση κάποια συγκεκριμένη φωνή;
Έχει συμβεί αυτό, ναι. Όταν συνεργαζόμουν με την Μαρία Λούκα, τα έγραφα για εκείνη, για τη φωνή της. Τούτη τη φορά, είχα γράψει τα περισσότερα τραγούδια και μετά διάλεξα τις φωνές. Τώρα το γιατί επιλέγω κορίτσια... Ίσως επειδή εγώ καλύπτω την ανδρική πλευρά οπότε αναζητώ το άλλο μισό για να υπάρξει μια πληρότητα στο αποτέλεσμα.
Οι ηχογραφήσεις πού έγιναν;
Πήγα σε στούντιο τούτη τη φορά. Τον δεύτερο δίσκο τον είχα ξεκινήσει στο σπίτι μου, είχα γράψει τις κιθάρες και μετά πήγα σε στούντιο. Αλλά το να είμαι μόνος μου και να γράφω μου προκαλούσε μια θλίψη, αισθανόμουν πολύ περίεργα. Οπότε αποφάσισα να πάω εξ αρχής στο στούντιο τούτη τη φορά, να έχω έναν άνθρωπο απέναντί μου, να μιλάμε, να μου εξηγεί πώς γίνεται. Βοήθησε πολύ ο Γιάννη Ταβουλάρης, του Συν Ένα Recording Studio όπου έγιναν οι ηχογραφήσεις και ήταν πολύ καλύτερα από το σπίτι μου. Μπορεί να στοιχίζει πολύ περισσότερο αλλά η όλη διαδικασία έχει και μια κοινωνικότητα.
Εσύ σε ό,τι αφορά την τεχνική πλευρά μιας ηχογράφησης έχεις γνώσεις;
Όχι ιδιαίτερες. Ξέρω να γράψω μια κιθάρα και μια φωνή – μέχρι εκεί. Δεν έχω την ικανότητα να τα επεξεργαστώ. Θέλω να ασχοληθώ και με αυτό αλλά θέλει πολύ χρήμα και πολύ χρόνο.
Στην Ελλάδα του 2015 γιατί κάποιος να κάνει δίσκο;
Κοίτα, κατ’ αρχάς μου αρέσει το CD σαν υλικός φορέας. Και από την άλλη είναι μία ταυτότητα με την οποία μπορείς να παρουσιάσεις στον κόσμο και στα ραδιόφωνα αυτό που κάνεις. Για πωλήσεις δε συζητάμε, δεν υπάρχουν πολλές. Όποιος θέλει τον δίσκο, πάντως, μπορεί να τον βρει στο Music Corner (Πανεπιστημίου 56, Αθήνα). Πλέον το μόνο έσοδο για τους μουσικούς είναι από τα live.
Με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ασχολείσαι;
Παρότι μέχρι το 2011 είχα μια άρνηση, τελικά οι φίλοι μου που με παρακίνησαν είχαν δίκιο, βοηθάει πάρα πολύ.
Η ανταπόκριση που υπάρχει στη δουλειά σου σε ικανοποιεί;
Ναι, κυρίως από τα ιντερνετικά ραδιόφωνα και τις μουσικές ιστοσελίδες.
Στις ζωντανές σου εμφανίσεις αυτό τον καιρό τι σχήμα έχεις;
Είμαστε έξι αυτή τη στιγμή: εγώ, η Αντιγόνη Μπασακάρου, η Νατάσσα Καμπαστάνα, ο Άλκης Δήμος (ούτι, λαούτο), ο Κώστας Σταυρόπουλος (κοντραμπάσο) και ο Πάνος Ηλιόπουλος (νέι, σαξόφωνο).
Ποιες οι δυσκολίες του να συντηρήσεις μία μπάντα και να εμφανίζεσαι συχνά;
Στην επαρχία πηγαίνουμε μόνο τρία άτομα, δεν γίνεται περισσότεροι λόγω των εξόδων. Και είναι πάντα καλά, βγαίνουν ωραία τα live, είμαστε όλοι ικανοποιημένοι. Στην Αθήνα το πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχουν μικρές μουσικές σκηνές κατάλληλες για εμάς, όπως ήταν παλιότερα ο Πυρήνας και το Cafe Αλάβαστρον. Υπάρχει πάντα ο Σταυρός Του Νότου αλλά είναι μεγάλο βήμα και το έχω αφήσει για αργότερα.
Ναι, καλό είναι να γίνονται αργά και σταθερά βήματα.
Ναι. Αν παίξεις στον Σταυρό Του Νότου υποτίθεται ότι καταξιώνεσαι.
Ας επιστρέψουμε στον καινούριο δίσκο. Με τα δικά σου μάτια, τι αλλαγές παρατηρείς σε σχέση με τους προηγούμενους;
Αλλάζει αυτό που σου έλεγα πριν, ότι προσπαθώ να πάω προς έναν βαλκανικό ήχο, παρότι δεν χρησιμοποίησα χάλκινα πνευστά. Υπάρχει επίσης μεγαλύτερη εξωστρέφεια και μια μεγαλύτερη διάθεση να επικοινωνήσω με τους ακροατές σε πιο αισιόδοξα μονοπάτια. Έχω σταματήσει πλέον να ακούω πολύ «βαριά» πράγματα, έχω ανάγκη για πιο εξωστρεφή και φωτεινά ακούσματα. Δεν το περίμενα ούτε εγώ... Δεν άκουγα, ας πούμε, ποτέ Bregovic, ενώ τώρα έχω πέσει μετά μανίας.
Σχέδια κάνεις για τη συνέχεια;
Η βασική ιδέα είναι να παίξουμε σε Αθήνα και επαρχία όσο μπορούμε περισσότερο. Αλλά έχω στο μυαλό μου συνέχεια να πάω στη Σύρο για να γράψω.
Υλικό από παλιά έχεις;
Έχω πολλά τραγούδια, κάποια από τα οποία είναι καλά και δεν ξέρω τι να τα κάνω. Όσα έχω απορρίψει, πάντως, είναι πια σαν να έχουν λήξει. Έχω ανάγκη για καινούρια πράγματα. Πέρασε ο χρόνος και η οπτική μου στη μουσική άλλαξε. Θα δούμε όμως...
Τελευταία είχαμε πολιτικές αλλαγές στη χώρα. Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ κοντά σε αυτό που εγώ πιστεύω, σίγουρα πολύ πιο κοντά από τους προηγούμενους. Το τι θα γίνει δεν το ξέρω. Τελευταία μελετάω θεωρητικά τα κινήματα αλληλεγγύης, τα συνεταιριστικά, της αυτοδιαχείρισης, μελετάω θεωρίες περί αναρχισμού, άμεσης δημοκρατίας κλπ.. Γενικά ψάχνω αυτό το πεδίο γιατί ο κοινοβουλευτισμός δεν μας έχει φέρει κάτι όλα αυτά τα χρόνια. Ψάχνομαι γενικά αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σίγουρα μια πολύ πιο οικεία κατάσταση.
Οπότε αισιοδοξείς;
Ναι, αισιοδοξώ. Ανασάναμε και μόνο που έπαψε το κέντρο να είναι αστυνομοκρατούμενο. Ήταν κάτι αυτό, έστω και μόνο στον τομέα της ψυχολογίας. Στο οικονομικό μένει να δούμε αν θα τα καταφέρουν, κανείς δεν το ξέρει. Είναι πολιτικό κυρίως το θέμα, πάντως, και όχι οικονομικό.
Εσύ ως καλλιτέχνης θα ήθελες η Πολιτεία να κάνει κάποιες παρεμβάσεις που να διευκολύνουν εσένα και τους συναδέλφους σου;
Δεν ξέρω αν χρειάζονται παρεμβάσεις στη μουσική. Ίσως, όμως, χρειάζονται στον κινηματογράφο, για παράδειγμα, όπου είναι πολύ μεγάλα τα κόστη, ή στο θέατρο. Από την άλλη, θα μπορούσαν να γίνουν αλλαγές στη νομοθεσία ώστε να μπορούν τα μικρά μαγαζιά και οι μικρές μουσικές σκηνές να στεγάζουν live χωρίς να φοβούνται την έφοδο του εφοριακού. Θα μπορούσε να φτιαχτεί ένα τέτοιο φορολογικό πλαίσιο ώστε να ανθεί η τέχνη σε κάθε μικρή γωνιά της Ελλάδας. Είναι, νομίζω, πολύ απλό να γίνει κάτι τέτοιο.
Εσύ παρακολουθείς την ελληνική μουσική σκηνή;
Παρακολουθώ, ναι, όσο αντέχει το βαλάντιό μου – και τα υπόλοιπα από το ίντερνετ.
Νιώθεις ότι γίνονται πράγματα σήμερα;
Ναι, γίνονται πολλά. Σκεφτόμουνα ότι πραγματικά κάθε ανάσα αυτής της πόλης είναι ανάσα τέχνης. Υπάρχουν και πολλοί εξαιρετικοί μουσικοί σε όλα τα είδη και καινούριοι δημιουργοί, όπως ο Βαγγέλης Καζαντζής και η Nefeli Walking Undercover. Είδα τις προάλλες και το live της Μαρίας Παπαγεωργίου και μου έπεσε το σαγόνι στο πάτωμα. Νομίζω ότι όλες οι τέχνες ανθούν, απλά είναι δύσκολο όλο αυτό να επικοινωνηθεί στον κόσμο.
Σχετικό θέμα