Ο Πρόδρομος Doe τραγουδάει και γράφει στίχους στο συγκρότημα Jane Doe, έχει εκδώσει μερικά βιβλία, σχεδιάζει επιτραπέζια παιχνίδια, παίζει μπάσκετ και διάφορα άλλα. Μια ακόμα ασχολία του είναι η παρουσίαση στο Mix Grill της στήλης «100 αγαπημένοι ελληνικοί στίχοι από το 2000 και μετά».
Δημήτρης Μητροπάνος - Το Ζητιανάκι
Σταμάτης Κραουνάκης, Δημήτρης Μητροπάνος - Εδώ Είμαστε [2011]
Στιχουργός: Σταμάτης Κραουνάκης
Να το ξεκαθαρίσουμε από τις πρώτες λέξεις. Ο Κραουνάκης των τελευταίων είκοσι χρόνων με προβληματίζει έντονα σαν προσωπικότητα. Συνωμοσιολόγος στα όρια της γραφικότητας, άποψη για όλα, φανατισμός και αμετροέπεια, εξαλλοσύνη και προκλητικότητα. Δεν ξέρω αν φταίει η ηλικία ή ήταν πάντα έτσι και δεν είχε βήμα για να φανεί ο χαρακτήρας του, εμένα όμως λίγο με ενδιαφέρει. Με θλίβει και με συνθλίβει αυτό που βλέπω και ακούω γιατί με τίποτα δεν μπορώ να το ταιριάξω με τον άνθρωπο που μας έχει δώσει μερικά από τα πιο τρυφερά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.
Ποια μάσκα, αναρωτιέμαι, φόρεσε για να γράψει τους στίχους από το «Ζητιανάκι»; Είναι προϊόν των αμέτρητων εαυτών που ζούνε εντός του ή είναι μνήμες από την εποχή που μπόλιαζε τη μουσική και τους στίχους με την ψυχή του;
Ούτε αυτό μ' ενδιαφέρει να τ' απαντήσω. Το έργο μπορεί να έχει περισσότερη ηθική από το δημιουργό του. Αυτό το έχω αποδεχθεί πια.
Είχα πάρει κάτι να τσιμπήσουμε στο σπίτι
κι είδα στα φανάρια ένα δεκάχρονο αλήτη.
Είχε κάτι μάτια μαύρα μαύρα, μαύρο νέφος.
Κάπως έτσι θά 'τανε μπορεί το θείο βρέφος.
Τού 'δωσα τα δυο ευρώ, ενός δεσμού τα ρέστα.
«Χρόνια σου πολλά, μεγάλε» μού 'πε «κι άιντε πες τα
όσα σου απόμειναν τραγούδια της αγάπης».
Έφτυσ' ο πολιτισμός και βγήκανε οι γιάπις.
Έγλυφε τα τζάμια το μελαχρινό αγοράκι.
Δυο ευρώ η αγάπη σου κι εγώ το ζητιανάκι.
Στα καλά καθούμενα τουρμπώνω τα ηχεία,
πλάνταξαν τα σπλάχνα μου μ’ αυτήν την αλητεία.
Σ' είχα κάτι νεύρα απ' την Τρίτη που μου είπες
«Μοιάζουν οι αγάπες μες στα χρόνια σαν τις λύπες.
Χαμπαριάζουν τη χαρά με τα καθημερνά τους,
Κυριακή κι απόβραδο φοράνε τα καλά τους».
Αχ! Κόσμε φυλακή! Αχ! Μαύρη Κυριακή!
Αχ! Κόσμε φυλακή! Αχ! Μαύρη Κυριακή!
Μια καθημερινή εικόνα, ένα αγόρι στα φανάρια που πλένει τζάμια γίνεται η αφορμή για τον απολογισμό μιας σχέσης. Το λεξιλόγιο, οι συναισθηματικές εντάσεις, ο Ομπάμα και οι γιάπις, η Κατεχάκη, η οικονομία, μπλέκονται τόσο ζωντανά που αν ακούς το τραγούδι πρωί μποτιλιαρισμένος στην Αθήνα, παίζει και να νομίσεις πως έχει γραφτεί για σένα και μόνο. Κι ίσως αυτό είναι το μαγικό ξόρκι του Κραουνάκη. Κάτι τόσο προσωπικό να το μεγαλώνει τόσο που να χωράει τους πάντες και καθέναν ξεχωριστά.
Παίζαν όξω τα μωρά, θρηνούσανε αντάμα.
Στη σακούλα πάγωνε σαν φαγητό ένα πράμα.
Θύμωσα που έμεινα και πια δεν είχα λύση.
Λίγο αν μ' αγάπαγες το δρόμο θα 'χα κλείσει.
Πιο πολύ μ' αγάπαγε αυτό το ζητιανάκι
πού 'γλυφε παρμπρίζ απ' το πρωί στην Κατεχάκη.
Πέταξα το γεύμα στο σκυλί κι είχα φορτώσει.
Πιο πολύ μ' αγάπαγε κι εσύ μού 'χεις τελειώσει.
Λύθηκε ο κόμπος στο λαιμό στο παρά τρία.
Σκούζαν τα ραδιόφωνα για την οικονομία
κι έριξα Χριστέ και Παναγιά μου ένα κλάμα
που μιαν ανθρωπότητα φορτώθηκε ο Ομπάμα.
Η γραφή του Κραουνάκη είναι ο παραμορφωτικός καθρέφτης της περσόνας που εμφανίζει τα τελευταία χρόνια. Είναι σεμνή, καθημερινή, τρυφερή και μπορεί να σε ανατινάξει με φιτίλια που έχουν κρυφτεί στα υπόγεια της, κάτω από το χώμα των συνηθισμένων λέξεων. Ειλικρινά ελπίζω κάποια στιγμή ο καλλιτέχνης να την ανακαλύψει και να τον κάνει καλύτερο, όπως κάνει τόσους άλλους ανθρώπους εκεί έξω. Εμού συμπεριλαμβανομένου.
Διαβάστε επίσης: