Την περασμένη βρεθήκαμε στο θέατρο Πρόβα, για να παρακολουθήσουμε την παράσταση «Σιωπηλές κραυγές» με πρωταγωνιστές τη Μαίρη Ραζή και το Σωτήρη Τσόγκα σε σκηνοθεσία του Σωτήρη Τσόγκα και σενάριο της Κωστούλας Μητροπούλου και του Γιώργου Νεοφύτου.
Δύο θέματα σε μία παράσταση παρακολουθήσαμε να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας. Το πρώτο θέμα με πρωταγωνιστή το Σωτήρη Τσόγκα αφορούσε στο χώρο του θεάτρου και πιο συγκεκριμένα στον ηλικιακό ρατσισμό που βίωσε ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Ένας άνθρωπος, ο Ροβεσπιέρος, που αφιέρωσε τη ζωή του στην τέχνη και όταν ο καιρός πέρασε τον πέταξαν σε αυτό που θεωρούσαν πως μπορούσε να κάνει καλύτερα, έναν ρόλο βοηθητικό. Η ερμηνεία του Σωτήρη Τσόγκα μάς έκανε να θυμώσουμε και να αναλογιστούμε πόσες φορές έχουμε ζήσει κάτι ανάλογο είτε εμείς οι ίδιοι ως πρωταγωνιστές είτε εμείς οι ίδιοι ως θεατές. Οι κραυγές και ο θυμός που έβγαλε ο ήρωας ήταν η δική μας αγανάκτηση σε μια κοινωνία που δείχνει πως ο άνθρωπος είναι ένα αναλώσιμο προϊόν με ημερομηνία λήξης, που διαφαίνεται μέσα από την ταυτότητά του. Σημείο άξιο προσοχής δύο ζευγάρια παπούτσια που δείχνει ο ήρωας να έχει εμμονή μαζί τους, δηλώνοντας την ανημπόρια του να παίξει μα και τη φθορά του χρόνου που έχει περάσει, μιας και τα παπούτσια είναι σε άσχημη κατάσταση. Ένα ακόμη κεντρικό πρόσωπο (φάντασμα) που ανακαλεί στη μνήμη του το σκύλο και σύντροφό του, που τον σκότωσαν.
Στη δεύτερη θεματική της παράστασης είδαμε τη Μαίρη Ραζή στο ρόλο της χαροκαμένης μάνας, της Μαρίας, που ποτέ δεν ξεπέρασε το χαμό του γιου της, και ακόμα κι αν περάσουν χρόνια αναζητά τη δικαίωση και τη λύτρωση, που ποτέ τελικά δεν έλαβε. Ο σπαραγμός, ο πόνος έγιναν δικοί μας βλέποντάς τη κι ακούγοντάς τη να βρυχάται σαν «άγριο ζώο» που λυσσομανά. Μια θεματική τόσο επίκαιρη με την εποχή. Ένα συμβολικό και μη θεατό πρόσωπο, ο Μανόλης, ο γάτος της, που έχει το ίδιο όνομα με τον γιο της, τον οποίο σκότωσαν οι φασίστες στο πραξικόπημα του 1974 στην Κύπρο πριν την τούρκικη εισβολή.
Και στους δύο μονολόγους αυτό που κερδίζει το θεατή είναι οι ερμηνείες που αγγίζουν τα εσώψυχα του κοινού και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ξεχειλίζει από την αδικία που υπέστησαν οι άνθρωποι αυτοί. Στη διάρκεια της παράστασης εμπεδώνουμε καλύτερα τον εκφοβισμό, το στίγμα των παράλογων και τρελών και εν τέλει τον κοινωνικό αποκλεισμό που υφίστανται σε αυτούς λόγω των γεγονότων στις ζωές τους. Η τοπική κοινωνία και στις δύο θεματικές στέκει αλύγιστη στον πόνο των ηρώων, ανάλγητη και περιφρονητική, κρατώντας μια στάση υποκρισίας και δήθεν καθωσπρεπισμού απέναντι στους «απόκληρους» της ζωής. Από τη μια, στην πρώτη θεματική, υπάρχει το σύγχρονο στοιχείο και από την άλλη, στη δεύτερη θεματική, ακούμε μέσα από τα ηχεία ιστορικές πληροφορίες και μεταφερόμαστε στο κλίμα της εποχής (Πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974). Ένα σημείο που αξίζει να αναφέρουμε ήταν το πόσο επίκαιρο ήταν η υπόθεση της Μαρίας, της χαροκαμένης μάνας, με την υπόθεση των Τεμπών.
Το σκηνικό απλό και απέριττο, χρησιμοποιήθηκε για τη θέαση της παράστασης στο κοινό υποβάλλοντας συγχρόνως την ατμόσφαιρα του έργου και δίνοντας τον απαραίτητο χώρο στους ερμηνευτές ώστε να μην επισκιαστεί σε κανένα σημείο η ερμηνεία τους. Δύο διαφορετικοί χώροι, ο Ροβεσπιέρος βρίσκεται στο χώρο του θεάτρου και η Μαρία στο σπίτι της, έγινε η χρυσή φυλακή τους που εγκιβωτίζει μέσα στους τοίχους της το πόνο και την ψυχική καταρράκωσή τους. Τα κοστούμια αντίστοιχα του ψυχικού κατακερματισμού που έδεσε επί σκηνής τους πρωταγωνιστές στέκουν αγέρωχα και αξιοπρεπή απέναντι στους άλλους.