Η Αμερικανο-Ιρλανδή συγγραφέας Tana French γεννήθηκε στο Vermont των ΗΠΑ. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στην Ιρλανδία, τις ΗΠΑ, την Ιταλία και το Μαλάουι. Σπούδασε υποκριτική στο Κολέγιο Τρίνιτι του Δουβλίνου και εργάστηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Για τα αστυνομικά της μυθιστορήματα που γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο έχει τιμηθεί με τα βραβεία Edgar, Anthony, Macavity, Barry και ICVA Clarion. Τα τελευταία χρόνια ζει στο Δουβλίνο με τον σύζυγο και την κόρη της.
Με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία του ντεμπούτου της από το «μακρινό» 2007 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (και ενώ ήδη δύο άλλα βιβλία της έχουν σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία στα ελληνικά) είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε την Tana French για θέματα που κυμάνθηκαν από τη συγγραφική τέχνη (αγαπημένο θέμα!) και τα θέματα φύλου στη λογοτεχνία ως την αναμενόμενη νέα τηλεοπτική σειρά του BBC βασισμένη στα βιβλία της και τα μελλοντικά σχέδιά της. Μπορείτε να διαβάσετε τη μετάφραση-απόδοση παρακάτω ή να προτιμήσετε την πρωτότυπη συνέντευξη στα αγγλικά εδώ.
- Έχετε εργαστεί ως ηθοποιός, αλλά επιλέξατε τελικά τη συγγραφή σε βάθος χρόνου. Τι σας ενέπνευσε να γίνετε συγγραφέας; Ήταν κάποιο παιδικό όνειρο;
Όταν ήμουν παιδί συνήθιζα να γράφω, κυρίως μικρές ιστορίες, αλλά και πραγματικά απαίσια εφηβικά ποιήματα. Ωστόσο το είχα παρατήσει για χρόνια όταν ξεκίνησα την υποκριτική. Κάποια στιγμή είχα μερικές εβδομάδες κενό ανάμεσα στις δουλειές και εργάστηκα σε μια αρχαιολογική ανασκαφή. Παραδίπλα υπήρχε ένα δάσος και σκέφτηκα ότι θα ήταν ένα εξαιρετικό μέρος για να παίζουν παιδιά. Και μια μέρα σκέφτηκα, τι θα γινόταν αν τρία παιδιά έμπαιναν στο δάσος να παίξουν και μονάχα ένα επέστρεφε – και δεν μπορούσε να θυμηθεί τι συνέβη στα άλλα δύο παιδιά; Και τι θα γινόταν αν το παιδί μεγάλωνε και γινόταν επιθεωρητής της αστυνομίας και μια άλλη υπόθεση τον τραβούσε πίσω σε αυτό το δάσος; Έγραψα πρόχειρα την ιδέα σε ένα κομμάτι χαρτί και πήγα στην επόμενη δουλειά μου. Την ξέχασα για ένα χρόνο, μέχρι που έπρεπε να μετακομίσω και βρήκα το χαρτί κάτω από μια στοίβα λογαριασμών τηλεφώνου, γεμάτο με λεκέδες από καφέ. Πραγματικά ήθελα να μάθω τι θα συνέβαινε μετά, αλλά προφανώς δεν θα το έγραφε κανείς άλλος για μένα. Έπρεπε να το γράψω εγώ. Δεν είχα ποτέ στο παρελθόν επιχειρήσει να γράψω ένα βιβλίο και δεν πίστευα στ’ αλήθεια ότι θα μπορούσα να το κάνω. Υπολόγιζα όμως ότι μπορούσα να γράψω μια σκηνή και μετά άλλη μία και έπειτα μία ακόμα...
- Σας άρεσε η λογοτεχνία στο σχολείο; Θυμάστε το πρώτο βιβλίο που επιλέξατε συνειδητά να διαβάσετε;
Πάντα αγαπούσα το διάβασμα. Πιθανότατα βοήθησε το γεγονός ότι πέρασα ένα μεγάλο τμήμα των παιδικών μου χρόνων στο Μαλάουι, όπου εκείνον τον καιρό δεν υπήρχε τηλεόραση. Ήμουν βιβλιοφάγος. Όποτε είχα ένα καλό βιβλίο, ο γύρω κόσμος δεν υπήρχε μέχρι να ολοκληρώσω την τελευταία σελίδα. Δεν μπορώ να θυμηθώ το πρώτο βιβλίο που διάβασα, αλλά το πρώτο που ερωτεύτηκα ήταν το “Watership Down” (σ.σ. του Richard Adams, ελληνικός τίτλος «Στο λόφο του Γουότερσιπ»). Ήμουν μόλις επτά ετών και δεν νομίζω ότι το βίωσα στην ολότητά του. Παρόλα αυτά, ένιωσα αρκετά για να ερωτευτώ την ομορφιά της γλώσσας, τη δύναμη της πλοκής και την αίσθηση ενός ζωντανού και ολοκληρωτικά διαφορετικού κόσμου. Ακόμα το αγαπώ αυτό το βιβλίο.
- Είχατε ένα δυνατό ντεμπούτο το 2007 με το "In the Woods" (ελληνικός τίτλος «Στο δάσος») και μια σταθερή πορεία έκτοτε. Τι θα συμβουλεύατε νέους συγγραφείς που δουλεύουν το πρώτο τους βιβλίο και αναζητούν τη θέση τους;
Το πρόβλημα με κάθε προσπάθεια για συμβουλές καριέρας στους νέους συγγραφείς είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας, ειδικότερα στις τέχνες, είναι απλώς τύχη. Νομίζω ότι το «Στο δάσος» είναι ένα καλό βιβλίο και το δούλεψα σκληρά. Και τα δύο βοήθησαν. Ωστόσο τίποτα από αυτά δεν θα είχε σημασία αν δεν είχα την τύχη να το γράψω τη χρονική στιγμή που το λογοτεχνικό είδος του ψυχολογικού θρίλερ απογειωνόταν. Το μόνο πράγμα που θα έλεγα είναι ότι δεν έχει πολύ νόημα να προσπαθεί κανείς να γράψει ακολουθώντας κάποια μόδα, γιατί μέχρι να τελειώσεις το βιβλίο σου, οι μόδες θα έχουν ήδη προσπεράσει. Γράψε το είδος του βιβλίου που θα ήθελες να διαβάσεις.
Όσο για την καθαυτή συγγραφή, οι τέσσερις κυριότερες συμβουλές μου είναι πάντοτε οι ίδιες. Σκότωσε την ονειρική σκηνή: πρόκειται σχεδόν νομοτελειακά είτε για επανάληψη κάποιου τμήματος που καλύφθηκε ήδη στη δράση είτε για έναν τεμπέλικο τρόπο για να γίνει κάτι που θα έπρεπε να γίνει στη δράση. Μην φοβάσαι να χρησιμοποιήσεις το ρήμα «είπε»: οι αναγνώστες δεν θα το προσέξουν. Ωστόσο, θα το προσέξουν αν οι χαρακτήρες σου αρχίσουν να γρυλίζουν, να ουρλιάζουν, να γουργουρίζουν και να βελάζουν σε κάθε γραμμή και το βιβλίο θα μετατραπεί σε θηριοτροφείο. Δεν υπάρχουν «άντρες» ή «γυναίκες», παρά μόνο άνθρωποι. Αν προσπαθήσεις να γράψεις «έναν άντρα» ή «μία γυναίκα» αντί να γράψεις έναν άνθρωπο, θα καταλήξεις με έναν δισδιάστατο χαρακτήρα που δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα από στερεότυπα. Επίσης, κάθε χαρακτήρας χρειάζεται ένα κίνητρο, έναν λόγο για να βρίσκεται εκεί. Αν βάλεις έναν παρατρεχάμενο μόνο για να κάνει τον πρωταγωνιστή να φαίνεται καλός ή ένα φλερτ μόνο για να κάνει τον πρωταγωνιστή να φαίνεται σέξι και να δείξει την ευαίσθητη πλευρά του, τότε αυτός ο χαρακτήρας θα καταλήξει να φαίνεται παράταιρος και θα εξασθενήσει ολόκληρο το βιβλίο.
- Ποιος είναι ο χειρότερος φόβος σας όσον αφορά τη συγγραφή; Είναι η έλλειψη έμπνευσης; Η επανάληψη; Να μην λάβετε αναγνώριση;
Δεν θέλω να πέσω στην παγίδα του να γράφω το ίδιο βιβλίο ξανά και ξανά. Νομίζω ότι είναι μια εύκολη παγίδα για τους συγγραφείς ενός συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους, γιατί γράφεις μέσα στο ίδιο ευρύτερο πλαίσιο κάθε φορά. Οπότε, μπορεί να είναι πολύ εύκολο να στραφείς σε πράγματα που λειτούργησαν στο παρελθόν. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που αλλάζω αφηγητή κάθε φορά. Ένας διαφορετικός χαρακτήρας θα έχει διαφορετικές προτεραιότητες, φόβους και προκαταλήψεις, έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπει τον κόσμο, έναν διαφορετικό τρόπο να εκφράζεται. Έτσι διατρέχω μικρότερο κίνδυνο να γράψω το ίδιο βιβλίο.
- Θεωρώ ότι η επιλογή διαφορετικού αφηγητή σε κάθε βιβλίο καθιστά την ιστορία πιο προσωπική για τον αναγνώστη και μπορεί να είναι αρκετά αναζωογονητική. Αναρωτιέμαι πόσο απαιτητική είναι αυτή η διαδικασία για εσάς.
Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο μοιάζει αρκετά με την υποκριτική: στοχεύεις στη δημιουργία τρισδιάστατων, ζωντανών χαρακτήρων και στην προσέλκυση του κοινού ώστε να δει τον κόσμο μέσα από τις προτεραιότητες, τις αγάπες, τους φόβους και τις ανάγκες του χαρακτήρα και να οδηγηθεί να τον νιώσει ως έναν κοντινό του φίλο. Μου αρέσει να υποδύομαι διαφορετικούς χαρακτήρες. Δε θέλω να συνεχίσω να παίζω τον ίδιο για πάντα! Είναι μια πρόκληση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μου αρέσει να υποδύομαι χαρακτήρες που δεν έχουν καμιά σχέση με εμένα. Αλλά είναι μια πρόκληση που αγαπώ. Αυτό είναι που με συναρπάζει περισσότερο σχετικά με την υποκριτική, τη συγγραφή και την ανάγνωση: η ευκαιρία να πάρεις μια γεύση από την πραγματικότητα κάποιου άλλου, να δεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου.
- Στην αστυνομική λογοτεχνία οι γυναίκες είναι συχνά διακοσμητικές ή αντιμετωπίζονται ως θύματα και «πιθανά θηράματα». Έχετε δημιουργήσει δυνατούς και περίπλοκους γυναικείους χαρακτήρες, όπως η Cassie Maddox και η Antoinette Conway, οι οποίες συμβαίνει να είναι οι «κυνηγοί». Αποτελεί μια συνειδητή απόφαση;
Δεν υπάρχει καμιά απόφαση σε αυτό. Στην πραγματική ζωή όλοι είναι περίπλοκοι και η ψυχολογική δύναμη (όπως και κάθε άλλο χαρακτηριστικό) δεν έχει σχέση με τα γεννητικά όργανα. Για εμένα, είναι πολύ αλλόκοτο ότι θα έπρεπε να μην ισχύει αυτό στη λογοτεχνία. Όσο με αφορά, η Cassie Maddox και η Antoinette Conway δεν είναι κυρίως «γυναικείοι χαρακτήρες», όπως και οι υπόλοιποι αφηγητές μου δεν είναι κυρίως «ανδρικοί χαρακτήρες». Είναι χαρακτήρες. Δεν τις έκανα δυνατές επειδή είναι γυναίκες. Τις έκανα δυνατές γιατί έτσι έπρεπε να είναι οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες.
- Οι ιστορίες σας δεν ούτε είναι σαχλά μπεστ σέλερ ούτε βαρετά παιχνίδια της γάτας με το ποντίκι. Μέσα από τις σελίδες τους αναδεικνύονται σημαντικά κοινωνικά θέματα, όπως τα εγκαταλελειμμένα ακίνητα (ghost estates) της Ιρλανδίας, ο σχολικός εκφοβισμός και η σχέση εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα. Είναι ασυνείδητο, επιλογή ή απλώς «ο τρόπος που πρέπει να είναι»;
Δεν είναι επιλογή, απλώς προκύπτουν με αυτόν τον τρόπο. Νομίζω ότι η λογοτεχνία μυστηρίου συνδέεται εγγενώς ως είδος με κοινωνικά ζητήματα, στο ένα ή στο άλλο επίπεδο. Φόνοι συμβαίνουν σε κάθε κοινωνία, αλλά οι τρόποι που γίνονται, τα πράγματα που οδηγούν κάποιον στο φόνο, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκεκριμένη κοινωνία, τους φόβους της, τις προτεραιότητές της, τις εντάσεις και τα σκοτεινά μέρη της. Οπότε, σχεδόν κάθε φόνος λέει κάτι για τον χρόνο και τον τόπο όπου διεπράχθη. Αν γράφεις για έναν φόνο, είναι πολύ εύκολο για τις κοινωνικές συνθήκες να αναδειχθούν, είτε το είχες προσχεδιάσει είτε όχι.
- Έχετε δηλώσει στο παρελθόν ότι τα περισσότερα από τα στοιχεία και τους χαρακτήρες στις ιστορίες σας είναι προϊόντα της φαντασίας σας. Αναγνωρίζετε έστω και μια στάλα αυτοβιογραφικών στοιχείων στα βιβλία σας;
Δεν χρησιμοποιώ γεγονότα και χαρακτήρες από την πραγματική ζωή. Νομίζω ότι θα ήταν περιοριστικό: αν βασίσεις έναν χαρακτήρας σε κάποιο πραγματικό πρόσωπο, τότε βρίσκεσαι κολλημένος με όσα αυτό το πραγματικό πρόσωπο θα έκανε, το οποίο μπορεί να μην είναι πάντα ό,τι χρειάζεται το βιβλίο. Προφανώς τα βιβλία μου αντανακλούν θέματα που με ενδιαφέρουν. Ταξίδευα συχνά ως παιδί και τα θέματα του σπιτιού, της ανάμνησης, της σχέσης μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, της ταυτότητας και του πώς δημιουργείται εξακολουθούν να επανέρχονται όταν γράφω. Αλλά όταν πρόκειται για ειδικές λεπτομέρειες απλώς τις επινοώ.
- Μέσα στη χρονιά περιμένουμε μια νέα σειρά από το BBC One με τον τίτλο "The Dublin Murders", η οποία βασίζεται στα βιβλία σας. Από όσο κατάλαβα, δεν εμπλέκεστε στην παραγωγή. Παρόλα αυτά, πόσο συναρπαστικό είναι για εσάς;
Πολύ συναρπαστικό! Η τηλεόραση είναι ένα πολύ διαφορετικό είδος από τη λογοτεχνία και έχει εντελώς διαφορετικές απαιτήσεις. Οπότε δεν περιμένω ότι η σειρά θα έχει μεγάλη σχέση με τα βιβλία. Ωστόσο εμπλέκονται καταπληκτικοί άνθρωποι και θα είναι σπουδαία.
- Δύο από τα βιβλία σας έχουν ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά: το «Ο τόπος των πιστών» (πρωτότυπος τίτλος "Faithful Place") το 2015 και το «Ο τόπος των μυστικών» (πρωτότυπος τίτλος "The Secret Place") το 2016. Τον προσεχή Νοέμβριο θα έχουμε επίσης την ευκαιρία να απολαύσουμε το ντεμπούτο σας «Στο δάσος» (πρωτότυπος τίτλος "In the Woods"), που πρωτοκυκλοφόρησε το 2007. Ποια είναι τα συναισθήματά σας μετά από περισσότερο από μία δεκαετία; Σας προκαλεί νοσταλγία;
Κατά κάποιον τρόπο το «Στο δάσος» θα είναι πάντοτε το αγαπημένο μου από τα βιβλία μου. Δεν νομίζω ότι είναι το καλύτερο, αλλά όταν το έγραφα δεν είχα καμιά ιδέα αν θα δημοσιευτεί ποτέ. Σχεδόν κανείς δεν γνώριζε ότι έγραφα. Ήμουν απλώς εγώ και το βιβλίο. Παρότι τελείως απένταρη, απέρριπτα δουλειές για να τελειώσω αυτό το βιβλίο, γιατί πραγματικά ήθελα να εξαντλήσω τις πιθανότητές του να οδηγηθεί κάπου. Αγάπησα τη συγγραφή και των περισσοτέρων από τα υπόλοιπα βιβλία μου, αλλά αυτό το πρώτο ήταν διαφορετικό.
- Έχετε κάποιο νέο βιβλίο στα σκαριά. Στα τέλη του 2016 δουλεύατε το πρώτο μη αστυνομικό μυθιστόρημα. Πώς εξελίσσεται η συγγραφή του;
Τώρα επεξεργάζομαι τις διορθώσεις. Ο εκδότης μου το προσδιόρισε με έναν τρόπο που μου άρεσε, ως «ένα θρίλερ φόνου από την ανάποδη». Υπάρχει ένας φόνος –πραγματικά δεν ξέρω πώς να γράψω ένα βιβλίο χωρίς να πετάξω ένα νεκρό σώμα για να ξεκινήσει η δράση– αλλά αυτή τη φορά ο αφηγητής δεν είναι αστυνομικός επιθεωρητής. Είναι απλώς ένας καθημερινός, ευχάριστος νεαρός που ζει μια χαρούμενη ζωή μέχρι τη βραδιά που δυο τύποι μπουκάρουν στο διαμέρισμά του και τον χτυπούν, αφήνοντάς τον άσχημα τραυματισμένο, σωματικά και νοητικά. Ενώ αγωνίζεται να αναρρώσει, μετακομίζει πίσω στο πατρικό του σπίτι για να φροντίσει τον άρρωστο θείο του που βρίσκεται στα τελευταία του. Και τότε ένα κρανίο εμφανίζεται στον κήπο…
www.tanafrench.com
Εξερευνήστε τη σειρά άρθρων μας «Βιβλιο-Soundtrack»
Διαβάστε τη συνέντευξή μας με τον Αργεντίνο συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας Federico Axat
Διαβάστε τη συνέντευξή μας με τον Ian Rankin
Διαβάστε τη συνέντευξή μας με τον Stuart Neville
Με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία του ντεμπούτου της από το «μακρινό» 2007 στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (και ενώ ήδη δύο άλλα βιβλία της έχουν σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία στα ελληνικά) είχαμε την ευκαιρία να συνομιλήσουμε την Tana French για θέματα που κυμάνθηκαν από τη συγγραφική τέχνη (αγαπημένο θέμα!) και τα θέματα φύλου στη λογοτεχνία ως την αναμενόμενη νέα τηλεοπτική σειρά του BBC βασισμένη στα βιβλία της και τα μελλοντικά σχέδιά της. Μπορείτε να διαβάσετε τη μετάφραση-απόδοση παρακάτω ή να προτιμήσετε την πρωτότυπη συνέντευξη στα αγγλικά εδώ.
- Έχετε εργαστεί ως ηθοποιός, αλλά επιλέξατε τελικά τη συγγραφή σε βάθος χρόνου. Τι σας ενέπνευσε να γίνετε συγγραφέας; Ήταν κάποιο παιδικό όνειρο;
Όταν ήμουν παιδί συνήθιζα να γράφω, κυρίως μικρές ιστορίες, αλλά και πραγματικά απαίσια εφηβικά ποιήματα. Ωστόσο το είχα παρατήσει για χρόνια όταν ξεκίνησα την υποκριτική. Κάποια στιγμή είχα μερικές εβδομάδες κενό ανάμεσα στις δουλειές και εργάστηκα σε μια αρχαιολογική ανασκαφή. Παραδίπλα υπήρχε ένα δάσος και σκέφτηκα ότι θα ήταν ένα εξαιρετικό μέρος για να παίζουν παιδιά. Και μια μέρα σκέφτηκα, τι θα γινόταν αν τρία παιδιά έμπαιναν στο δάσος να παίξουν και μονάχα ένα επέστρεφε – και δεν μπορούσε να θυμηθεί τι συνέβη στα άλλα δύο παιδιά; Και τι θα γινόταν αν το παιδί μεγάλωνε και γινόταν επιθεωρητής της αστυνομίας και μια άλλη υπόθεση τον τραβούσε πίσω σε αυτό το δάσος; Έγραψα πρόχειρα την ιδέα σε ένα κομμάτι χαρτί και πήγα στην επόμενη δουλειά μου. Την ξέχασα για ένα χρόνο, μέχρι που έπρεπε να μετακομίσω και βρήκα το χαρτί κάτω από μια στοίβα λογαριασμών τηλεφώνου, γεμάτο με λεκέδες από καφέ. Πραγματικά ήθελα να μάθω τι θα συνέβαινε μετά, αλλά προφανώς δεν θα το έγραφε κανείς άλλος για μένα. Έπρεπε να το γράψω εγώ. Δεν είχα ποτέ στο παρελθόν επιχειρήσει να γράψω ένα βιβλίο και δεν πίστευα στ’ αλήθεια ότι θα μπορούσα να το κάνω. Υπολόγιζα όμως ότι μπορούσα να γράψω μια σκηνή και μετά άλλη μία και έπειτα μία ακόμα...
- Σας άρεσε η λογοτεχνία στο σχολείο; Θυμάστε το πρώτο βιβλίο που επιλέξατε συνειδητά να διαβάσετε;
Πάντα αγαπούσα το διάβασμα. Πιθανότατα βοήθησε το γεγονός ότι πέρασα ένα μεγάλο τμήμα των παιδικών μου χρόνων στο Μαλάουι, όπου εκείνον τον καιρό δεν υπήρχε τηλεόραση. Ήμουν βιβλιοφάγος. Όποτε είχα ένα καλό βιβλίο, ο γύρω κόσμος δεν υπήρχε μέχρι να ολοκληρώσω την τελευταία σελίδα. Δεν μπορώ να θυμηθώ το πρώτο βιβλίο που διάβασα, αλλά το πρώτο που ερωτεύτηκα ήταν το “Watership Down” (σ.σ. του Richard Adams, ελληνικός τίτλος «Στο λόφο του Γουότερσιπ»). Ήμουν μόλις επτά ετών και δεν νομίζω ότι το βίωσα στην ολότητά του. Παρόλα αυτά, ένιωσα αρκετά για να ερωτευτώ την ομορφιά της γλώσσας, τη δύναμη της πλοκής και την αίσθηση ενός ζωντανού και ολοκληρωτικά διαφορετικού κόσμου. Ακόμα το αγαπώ αυτό το βιβλίο.
- Είχατε ένα δυνατό ντεμπούτο το 2007 με το "In the Woods" (ελληνικός τίτλος «Στο δάσος») και μια σταθερή πορεία έκτοτε. Τι θα συμβουλεύατε νέους συγγραφείς που δουλεύουν το πρώτο τους βιβλίο και αναζητούν τη θέση τους;
Το πρόβλημα με κάθε προσπάθεια για συμβουλές καριέρας στους νέους συγγραφείς είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι της επιτυχίας, ειδικότερα στις τέχνες, είναι απλώς τύχη. Νομίζω ότι το «Στο δάσος» είναι ένα καλό βιβλίο και το δούλεψα σκληρά. Και τα δύο βοήθησαν. Ωστόσο τίποτα από αυτά δεν θα είχε σημασία αν δεν είχα την τύχη να το γράψω τη χρονική στιγμή που το λογοτεχνικό είδος του ψυχολογικού θρίλερ απογειωνόταν. Το μόνο πράγμα που θα έλεγα είναι ότι δεν έχει πολύ νόημα να προσπαθεί κανείς να γράψει ακολουθώντας κάποια μόδα, γιατί μέχρι να τελειώσεις το βιβλίο σου, οι μόδες θα έχουν ήδη προσπεράσει. Γράψε το είδος του βιβλίου που θα ήθελες να διαβάσεις.
Όσο για την καθαυτή συγγραφή, οι τέσσερις κυριότερες συμβουλές μου είναι πάντοτε οι ίδιες. Σκότωσε την ονειρική σκηνή: πρόκειται σχεδόν νομοτελειακά είτε για επανάληψη κάποιου τμήματος που καλύφθηκε ήδη στη δράση είτε για έναν τεμπέλικο τρόπο για να γίνει κάτι που θα έπρεπε να γίνει στη δράση. Μην φοβάσαι να χρησιμοποιήσεις το ρήμα «είπε»: οι αναγνώστες δεν θα το προσέξουν. Ωστόσο, θα το προσέξουν αν οι χαρακτήρες σου αρχίσουν να γρυλίζουν, να ουρλιάζουν, να γουργουρίζουν και να βελάζουν σε κάθε γραμμή και το βιβλίο θα μετατραπεί σε θηριοτροφείο. Δεν υπάρχουν «άντρες» ή «γυναίκες», παρά μόνο άνθρωποι. Αν προσπαθήσεις να γράψεις «έναν άντρα» ή «μία γυναίκα» αντί να γράψεις έναν άνθρωπο, θα καταλήξεις με έναν δισδιάστατο χαρακτήρα που δεν είναι παρά ένα συνονθύλευμα από στερεότυπα. Επίσης, κάθε χαρακτήρας χρειάζεται ένα κίνητρο, έναν λόγο για να βρίσκεται εκεί. Αν βάλεις έναν παρατρεχάμενο μόνο για να κάνει τον πρωταγωνιστή να φαίνεται καλός ή ένα φλερτ μόνο για να κάνει τον πρωταγωνιστή να φαίνεται σέξι και να δείξει την ευαίσθητη πλευρά του, τότε αυτός ο χαρακτήρας θα καταλήξει να φαίνεται παράταιρος και θα εξασθενήσει ολόκληρο το βιβλίο.
- Ποιος είναι ο χειρότερος φόβος σας όσον αφορά τη συγγραφή; Είναι η έλλειψη έμπνευσης; Η επανάληψη; Να μην λάβετε αναγνώριση;
Δεν θέλω να πέσω στην παγίδα του να γράφω το ίδιο βιβλίο ξανά και ξανά. Νομίζω ότι είναι μια εύκολη παγίδα για τους συγγραφείς ενός συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους, γιατί γράφεις μέσα στο ίδιο ευρύτερο πλαίσιο κάθε φορά. Οπότε, μπορεί να είναι πολύ εύκολο να στραφείς σε πράγματα που λειτούργησαν στο παρελθόν. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που αλλάζω αφηγητή κάθε φορά. Ένας διαφορετικός χαρακτήρας θα έχει διαφορετικές προτεραιότητες, φόβους και προκαταλήψεις, έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπει τον κόσμο, έναν διαφορετικό τρόπο να εκφράζεται. Έτσι διατρέχω μικρότερο κίνδυνο να γράψω το ίδιο βιβλίο.
- Θεωρώ ότι η επιλογή διαφορετικού αφηγητή σε κάθε βιβλίο καθιστά την ιστορία πιο προσωπική για τον αναγνώστη και μπορεί να είναι αρκετά αναζωογονητική. Αναρωτιέμαι πόσο απαιτητική είναι αυτή η διαδικασία για εσάς.
Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο μοιάζει αρκετά με την υποκριτική: στοχεύεις στη δημιουργία τρισδιάστατων, ζωντανών χαρακτήρων και στην προσέλκυση του κοινού ώστε να δει τον κόσμο μέσα από τις προτεραιότητες, τις αγάπες, τους φόβους και τις ανάγκες του χαρακτήρα και να οδηγηθεί να τον νιώσει ως έναν κοντινό του φίλο. Μου αρέσει να υποδύομαι διαφορετικούς χαρακτήρες. Δε θέλω να συνεχίσω να παίζω τον ίδιο για πάντα! Είναι μια πρόκληση, ιδιαίτερα από τη στιγμή που μου αρέσει να υποδύομαι χαρακτήρες που δεν έχουν καμιά σχέση με εμένα. Αλλά είναι μια πρόκληση που αγαπώ. Αυτό είναι που με συναρπάζει περισσότερο σχετικά με την υποκριτική, τη συγγραφή και την ανάγνωση: η ευκαιρία να πάρεις μια γεύση από την πραγματικότητα κάποιου άλλου, να δεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια κάποιου άλλου.
- Στην αστυνομική λογοτεχνία οι γυναίκες είναι συχνά διακοσμητικές ή αντιμετωπίζονται ως θύματα και «πιθανά θηράματα». Έχετε δημιουργήσει δυνατούς και περίπλοκους γυναικείους χαρακτήρες, όπως η Cassie Maddox και η Antoinette Conway, οι οποίες συμβαίνει να είναι οι «κυνηγοί». Αποτελεί μια συνειδητή απόφαση;
Δεν υπάρχει καμιά απόφαση σε αυτό. Στην πραγματική ζωή όλοι είναι περίπλοκοι και η ψυχολογική δύναμη (όπως και κάθε άλλο χαρακτηριστικό) δεν έχει σχέση με τα γεννητικά όργανα. Για εμένα, είναι πολύ αλλόκοτο ότι θα έπρεπε να μην ισχύει αυτό στη λογοτεχνία. Όσο με αφορά, η Cassie Maddox και η Antoinette Conway δεν είναι κυρίως «γυναικείοι χαρακτήρες», όπως και οι υπόλοιποι αφηγητές μου δεν είναι κυρίως «ανδρικοί χαρακτήρες». Είναι χαρακτήρες. Δεν τις έκανα δυνατές επειδή είναι γυναίκες. Τις έκανα δυνατές γιατί έτσι έπρεπε να είναι οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες.
- Οι ιστορίες σας δεν ούτε είναι σαχλά μπεστ σέλερ ούτε βαρετά παιχνίδια της γάτας με το ποντίκι. Μέσα από τις σελίδες τους αναδεικνύονται σημαντικά κοινωνικά θέματα, όπως τα εγκαταλελειμμένα ακίνητα (ghost estates) της Ιρλανδίας, ο σχολικός εκφοβισμός και η σχέση εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα. Είναι ασυνείδητο, επιλογή ή απλώς «ο τρόπος που πρέπει να είναι»;
Δεν είναι επιλογή, απλώς προκύπτουν με αυτόν τον τρόπο. Νομίζω ότι η λογοτεχνία μυστηρίου συνδέεται εγγενώς ως είδος με κοινωνικά ζητήματα, στο ένα ή στο άλλο επίπεδο. Φόνοι συμβαίνουν σε κάθε κοινωνία, αλλά οι τρόποι που γίνονται, τα πράγματα που οδηγούν κάποιον στο φόνο, καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τη συγκεκριμένη κοινωνία, τους φόβους της, τις προτεραιότητές της, τις εντάσεις και τα σκοτεινά μέρη της. Οπότε, σχεδόν κάθε φόνος λέει κάτι για τον χρόνο και τον τόπο όπου διεπράχθη. Αν γράφεις για έναν φόνο, είναι πολύ εύκολο για τις κοινωνικές συνθήκες να αναδειχθούν, είτε το είχες προσχεδιάσει είτε όχι.
- Έχετε δηλώσει στο παρελθόν ότι τα περισσότερα από τα στοιχεία και τους χαρακτήρες στις ιστορίες σας είναι προϊόντα της φαντασίας σας. Αναγνωρίζετε έστω και μια στάλα αυτοβιογραφικών στοιχείων στα βιβλία σας;
Δεν χρησιμοποιώ γεγονότα και χαρακτήρες από την πραγματική ζωή. Νομίζω ότι θα ήταν περιοριστικό: αν βασίσεις έναν χαρακτήρας σε κάποιο πραγματικό πρόσωπο, τότε βρίσκεσαι κολλημένος με όσα αυτό το πραγματικό πρόσωπο θα έκανε, το οποίο μπορεί να μην είναι πάντα ό,τι χρειάζεται το βιβλίο. Προφανώς τα βιβλία μου αντανακλούν θέματα που με ενδιαφέρουν. Ταξίδευα συχνά ως παιδί και τα θέματα του σπιτιού, της ανάμνησης, της σχέσης μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, της ταυτότητας και του πώς δημιουργείται εξακολουθούν να επανέρχονται όταν γράφω. Αλλά όταν πρόκειται για ειδικές λεπτομέρειες απλώς τις επινοώ.
- Μέσα στη χρονιά περιμένουμε μια νέα σειρά από το BBC One με τον τίτλο "The Dublin Murders", η οποία βασίζεται στα βιβλία σας. Από όσο κατάλαβα, δεν εμπλέκεστε στην παραγωγή. Παρόλα αυτά, πόσο συναρπαστικό είναι για εσάς;
Πολύ συναρπαστικό! Η τηλεόραση είναι ένα πολύ διαφορετικό είδος από τη λογοτεχνία και έχει εντελώς διαφορετικές απαιτήσεις. Οπότε δεν περιμένω ότι η σειρά θα έχει μεγάλη σχέση με τα βιβλία. Ωστόσο εμπλέκονται καταπληκτικοί άνθρωποι και θα είναι σπουδαία.
- Δύο από τα βιβλία σας έχουν ήδη μεταφραστεί στα ελληνικά: το «Ο τόπος των πιστών» (πρωτότυπος τίτλος "Faithful Place") το 2015 και το «Ο τόπος των μυστικών» (πρωτότυπος τίτλος "The Secret Place") το 2016. Τον προσεχή Νοέμβριο θα έχουμε επίσης την ευκαιρία να απολαύσουμε το ντεμπούτο σας «Στο δάσος» (πρωτότυπος τίτλος "In the Woods"), που πρωτοκυκλοφόρησε το 2007. Ποια είναι τα συναισθήματά σας μετά από περισσότερο από μία δεκαετία; Σας προκαλεί νοσταλγία;
Κατά κάποιον τρόπο το «Στο δάσος» θα είναι πάντοτε το αγαπημένο μου από τα βιβλία μου. Δεν νομίζω ότι είναι το καλύτερο, αλλά όταν το έγραφα δεν είχα καμιά ιδέα αν θα δημοσιευτεί ποτέ. Σχεδόν κανείς δεν γνώριζε ότι έγραφα. Ήμουν απλώς εγώ και το βιβλίο. Παρότι τελείως απένταρη, απέρριπτα δουλειές για να τελειώσω αυτό το βιβλίο, γιατί πραγματικά ήθελα να εξαντλήσω τις πιθανότητές του να οδηγηθεί κάπου. Αγάπησα τη συγγραφή και των περισσοτέρων από τα υπόλοιπα βιβλία μου, αλλά αυτό το πρώτο ήταν διαφορετικό.
- Έχετε κάποιο νέο βιβλίο στα σκαριά. Στα τέλη του 2016 δουλεύατε το πρώτο μη αστυνομικό μυθιστόρημα. Πώς εξελίσσεται η συγγραφή του;
Τώρα επεξεργάζομαι τις διορθώσεις. Ο εκδότης μου το προσδιόρισε με έναν τρόπο που μου άρεσε, ως «ένα θρίλερ φόνου από την ανάποδη». Υπάρχει ένας φόνος –πραγματικά δεν ξέρω πώς να γράψω ένα βιβλίο χωρίς να πετάξω ένα νεκρό σώμα για να ξεκινήσει η δράση– αλλά αυτή τη φορά ο αφηγητής δεν είναι αστυνομικός επιθεωρητής. Είναι απλώς ένας καθημερινός, ευχάριστος νεαρός που ζει μια χαρούμενη ζωή μέχρι τη βραδιά που δυο τύποι μπουκάρουν στο διαμέρισμά του και τον χτυπούν, αφήνοντάς τον άσχημα τραυματισμένο, σωματικά και νοητικά. Ενώ αγωνίζεται να αναρρώσει, μετακομίζει πίσω στο πατρικό του σπίτι για να φροντίσει τον άρρωστο θείο του που βρίσκεται στα τελευταία του. Και τότε ένα κρανίο εμφανίζεται στον κήπο…
www.tanafrench.com
Εξερευνήστε τη σειρά άρθρων μας «Βιβλιο-Soundtrack»
Διαβάστε τη συνέντευξή μας με τον Αργεντίνο συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας Federico Axat
Διαβάστε τη συνέντευξή μας με τον Ian Rankin
Διαβάστε τη συνέντευξή μας με τον Stuart Neville