«Μέσα από τα φύλλα της καρδιάς» του, ο Γιάννης Μπέζος θυμάται και τραγουδάει Μάρκο Βαμβακάρη, Βασίλη Τσιτσάνη, Γιάννη Παπαϊωάννου κ.α. Για οκτώ παραστάσεις (από τις 4 έως τις 8 Μαΐου και από τις 13 έως τις 15 Μαΐου) θα είναι στο Θέατρο Κιβωτός στο Γκάζι.
Στο διάλειμμα της πρόβας για την αυριανή πρεμιέρα, συναντήσαμε το Γιάννη Μπέζο στο φουαγιέ του Θεάτρου. Ένας πνευματώδης άνθρωπος με άποψη, χιούμορ, ευγένεια και ζεστασιά στις κουβέντες του. Ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς αυτή την στιγμή, κατά τη γνώμη μας. Μια αληθινή εμπειρία και για τις δυο μας...
Το μικρόφωνο στον ίδιο και πιστέψτε μας λέει πολλά και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πράγματα για το θέατρο, το ρεμπέτικο, τη μουσική που ακούει, την τηλεόραση, το internet, τη σχέση του με το cinema και πολλά άλλα.
- Να μας πείτε λίγο για τη μουσική. Φαίνεται τα τελευταία χρόνια σας κυνηγάει, την κυνηγάτε, κάτι γίνεται.
Γ.Μ. : Όχι δεν την κυνηγάω ούτε με κυνηγάει. Απλώς, η μουσική είναι μέρος της ζωής. Όλοι οι άνθρωποι και την κυνηγάνε και τους κυνηγάει. Αυτό γίνεται περισσότερο, να σας πω την αλήθεια, όταν υπάρχει ένας λόγος, όταν υπάρχει μια πραγματική ανάγκη να γίνει. Όσον αφορά τη μουσική εγώ επικεντρώνομαι σε συγκεκριμένα πράγματα. Δεν έχω μια ευρύτατη σχέση με τη μουσική σαν εκτελεστής.
Μπορώ να παρακολουθήσω πάρα πολλά πράγματα, είμαι και πάρα πολύ ανεκτικός πολλές φορές σε αυτά που ακούω, αλλά αυτά που κάνω εγώ είναι πράγματα τα οποία μπορώ εγώ να τα καταλάβω. Δηλαδή να τα καταλάβω με το αίσθημά μου, δεν κάνω πράγματα τα οποία είναι της μόδας. Δε με απασχολεί καθόλου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι κι αυτό που κάνω φέτος.
Ενδεχομένως να πει κάποιος ποιος ο λόγος να αναμοχλεύσουμε μια ιστορία, να πάμε πάλι στα ρεμπέτικα τραγούδια. Ο λόγος υπάρχει στον καθένα ξεχωριστά. Εάν η επιθυμία η δική μου συμπέσει με την επιθυμία κάποιων άλλων σημαίνει ότι πρέπει να γίνει. Το ορίζει η στιγμή, το ορίζουν οι καταστάσεις. Η σχέση μου με τη μουσική έχει αυτό το δέσιμο, δεν διεκδικώ δάφνες μουσικού ούτε θαυμαστή και δε με ενδιαφέρει ούτε επαγγελματικά, το κάνω μόνο και μόνο για τη δική μου ικανοποίηση. Δεν έχω επαγγελματικές βλέψεις τέτοιου είδους.
- Απλά σας δίνεται η δυνατότητα κι εκφράζεστε και με αυτό τον τρόπο.
Γ.Μ. : Δε μου δίνεται. Την παίρνω μόνος μου. Αυτά γίνονται μόνο με πρωτοβουλίες ατομικές. Δεν περιμένεις να στη δώσουν οι άλλοι. Το λέω αυτό γιατί το ακούω πολύ συχνά ότι δε μας δίνει τη ευκαιρία το κράτος, η πολιτεία, ο δήμος. Κανείς δεν πρόκειται να δώσει τίποτα. Η δουλειά των καλλιτεχνών είναι να μην τους δίνουνε. Άμα βλέπετε και τους δίνουν πολλά είναι ύποπτο. Δεν πρέπει να τους δίνουν τίποτε. Πρέπει να τα διεκδικούν μόνοι τους.
- Πείτε μας για την παράσταση, για το ρεμπέτικο. Στο σημείωμα λέτε ότι οι άνθρωποι κάποτε διασκέδαζαν με λίγα ή δεν χρειάζονταν πολλά.
Γ.Μ. : Ναι βεβαίως.
- Αυτός είναι ο λόγος που ξαναγυρνάτε στο ρεμπέτικο;
Γ.Μ. : Όχι. Επειδή τώρα υπάρχει αυτό το πρόβλημα στη χώρα μας, το οποίο είναι οικονομικό και κοινωνικό κτλ κι επειδή είχαμε καλομάθει στα πολλά… και η διασκέδαση είναι ένας τομέας από την κοινωνική μας ζωή. Σήμερα, ξέρετε, για να διασκεδάσουμε θέλουμε πάρα πολλά, δηλαδή θέλουμε προετοιμασία, θέλουμε τρόπο που θα πάμε στο χώρο που θα διασκεδάσουμε, θέλουμε πολύ θέαμα, πολύ κατανάλωση στο τραπέζι μας και πολλή εικόνα δική μας προς τα έξω, γιατί είναι κι αυτό μέσα στο κόλπο. Πιστεύω ότι αυτά δε χρειάζονται. Οι άνθρωποι διασκεδάζανε πάρα πολλά χρόνια δίχως να χρειάζονταν όλα αυτά που τα τελευταία χρόνια είναι πολύ της μόδας. Διασκεδάζανε επειδή μπορούσανε οι δημιουργοί , κι αυτό είναι θέμα των δημιουργών κυρίως, να κατεβάζουν το κλίμα τους στην πλατεία, στα τραπέζια, σε μια ταβέρνα.
Αν πάρουμε παράδειγμα τους ρεμπέτες, δεν χρειαζόντουσαν τίποτα, τρία τέσσερα όργανα ήτανε όλα όλα, τα οποία παίζανε κι όλα μαζί, τραγουδάγανε. Δεν έχει σημασία αν ήταν τόσο τρομερές οι φωνές και τόσο ωραίες, ήτανε ειλικρινές το αίσθημά τους. Αυτό, όταν ταυτίζεται με το ακροατήριο είναι ένα έργο τέχνης, είναι εν πάση περιπτώσει μία στιγμή αποκαλυπτική. Επειδή αυτά έχουν τελειώσει, δεν υπάρχουν κι επειδή αιχμαλωτίζεται το μάτι μας στην εικόνα, δηλαδή θέλουμε θέαμα για να διασκεδάσουμε κι έχουμε φύγει από τη διαδικασία του ακροάματος και της ακοής, νομίζω ότι αυτά τα τραγούδια τα οποία ζουν ακόμα, είναι μια πολύ ωραία ευκαιρία για να μας επαναφέρουνε στην πραγματική μας ανάγκη κι όχι σε αυτή που έχουμε συνηθίσει.
Γιατί αυτό που ζούμε τώρα είναι συνήθεια. Δεν είναι απαραίτητο στοιχείο μας. Το απαραίτητο στοιχείο είναι η αλήθεια μας, όπως ο πόνος, ο έρωτας, η σχέση μας με τη γυναίκα μας, με τους γονείς μας, με τα παιδιά μας, με τους μετανάστες μας, αυτά που πραγματεύεται το ρεμπέτικο, με την εξουσία κι όχι όλα αυτά του συρμού που μας έχουν κατακλύσει τώρα τελευταία. Στα οποία βέβαια παίζει μεγάλο ρόλο και η τηλεόραση, που δημιουργεί εικόνα και δεν αφήνει την φαντασία να τρέξει. Στα έχει όλα έτοιμα.
- Ναι αλλά πόσες απαιτήσεις μπορεί να έχει κάποιος από ένα μέσο που είναι δωρεάν;
Γ.Μ. : Δεν είναι καθόλου δωρεάν, είναι πανάκριβο, διότι το πληρώνετε στα προϊόντα που ψωνίζετε. Δωρεάν φαίνεται, διότι η δαπάνη η τηλεοπτική για τη διαφήμιση είναι πάνω στο προϊόν. Νομίζουμε ότι είναι δωρεάν επειδή το καταναλώνουμε όπως θέλουμε εμείς.
- Στη σύγχρονη μουσική δεν μπορείτε να βρείτε αντίστοιχη έκφραση που να έχει τα στοιχεία του ρεμπέτικου;
Γ.Μ. : Αυτό είναι πολύ γενικό. Βεβαίως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάτι να πουν. Εννοώ από ανάγκη. Κι επιμένω στο θέμα της ανάγκης. Κι όχι να γίνουμε μουσικοί επειδή το ορίζει ο κύκλος μας ή θα μας καταξιώσει κοινωνικά. Αλλά να υπάρχει μια πραγματική ανάγκη στο να γίνεις μουσικός, το να εκφραστείς, το να μιλήσεις με νότες και με λόγια. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, επειδή φαίνεται εύκολο. Όπως ξέρετε τώρα όλοι τραγουδάνε, όλη η Ελλάδα τραγουδάει και χοροπηδάει στα τραπέζια. Αυτό δε σημαίνει ότι επικοινωνούν με αυτό που κάνουνε. Υπάρχουν σίγουρα άνθρωποι ο οποίοι έχουν κάτι να πουν και δημιουργούν και κοινό. Δημιουργούν χρόνο, ο χρόνος τους χαϊδεύει στο μέλλον, τους άλλους τους ξεχνάει. Είναι πάρα πολλοί όμως τώρα πια.
- Αυτό είναι το κριτήριο που πρέπει να ωθήσει κάποιον να γίνει καλλιτέχνης; Είναι η ανάγκη του που τον κάνει καλλιτέχνη; Πρέπει να υπερβεί εμπόδια;
Γ.Μ. : Όχι εμπόδια. Πρέπει κάπου να το ζητάει μέσα του, να μη μπορεί χωρίς αυτό. Εάν μπορεί, δεν κάνει για αυτή τη δουλειά. Δεν μπορείς να είσαι, ας πούμε, ηθοποιός και να λες δεν πειράζει θα ανοίξω ένα μπαρ. Δεν κάνεις για ηθοποιός, είσαι για το μπαρ. Από τη στιγμή που μπορείς να κάνεις κάτι άλλο, κάνε κάτι άλλο. Η δουλειά η δική μας, κυρίως αυτή που έχει να κάνει με την έκθεση του ανθρώπου, δε μιλάω για έναν μουσικό ο οποίος κάθεται στο στούντιο και γράφει, μιλάω για τη δουλειά τη δική μας που είμαστε πάνω στη σκηνή, είναι αρκετά επώδυνη, πολύ γοητευτική αλλά θέλει προσπάθεια, θέλει προσωπική έκθεση. Είσαι εκτεθειμένος και στη χλεύη και στη δόξα. Δεν μπορείς να το αποφύγεις αυτό.
- Αλλά δε σας απασχολεί αυτό.
Γ.Μ. : Όταν είμαστε νέοι μας απασχολεί. Όταν μεγαλώνουμε δε μας απασχολεί καθόλου γιατί καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά είναι ανοησίες.
- Δε σας τροφοδοτεί αυτό; Η ανάγκη σας είναι που σας τροφοδοτεί;
Γ.Μ. : Ασφαλώς. Ξέρετε, το θέατρο είναι μια ουσιαστικά πολιτική πράξη, δεν είναι καλλιτεχνική εντός εισαγωγικών. Δηλαδή εγώ θέλω να εκφράσω κάτι, τον προσωπικό μου πόνο, τη θέση μου την κοινωνική και την εκφράζω δημοσία σε έναν χώρο που λέγετε θέατρο. Γεννήθηκε μέσα στην αθηναϊκή δημοκρατία, να μη σας πω ότι τη γέννησε και λίγο την αθηναϊκή δημοκρατία το θέατρο, ως ένα σημείο.
Αυτή η προσωπική έκθεση, το ότι βγαίνω πάνω στην σκηνή και δημιουργώ δικό μου χρόνο και χώρο εκείνη την ώρα, δεν υπάρχει, το δημιουργώ εγώ, δεν έχω ούτε μελωδία ούτε ρυθμό ούτε τίποτα. Είμαι ένας ηθοποιός και βγαίνω και πρέπει να δημιουργήσω σε δύο ώρες έναν κόσμο. Αυτό το κάνει μόνο το θέατρο, καμία άλλη τέχνη. Ή μάλλον το κάνει μόνο ο ηθοποιός, όχι το θέατρο γενικά. Βγαίνει και λέει θα κάτσω τώρα κι άμα μπορώ θα σου κρατήσω το ενδιαφέρον σου για μία ώρα, για δύο ώρες για πέντε λεπτά. Δεν είναι και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Αυτό θέλει προσπάθεια, θέλει προσωπική αγωνία. Δεν έχει καμιά σχέση με τη μουσική.
Οι άλλες τέχνες είναι λάιτ μπροστά στο θέατρο. Δεν το λέω αλαζονικά. Εννοώ μπροστά στην υποκριτική, για να μην παρεξηγηθούμε. Τώρα άνθρωποι του θεάτρου είναι όλοι. Αλλά το να βγαίνεις μπροστά στη σκηνή μπροστά σε πεντακόσιους ανθρώπους και να περιμένουν αυτοί κάτι από σένα, δεν είναι απλό πράγμα, είναι βαθιά πολιτική πράξη. Είναι αυτό που κάνανε οι παλιοί δημαγωγοί. Ο Αδόλφος Χίτλερ είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός που πέρασε από τον εικοστό αιώνα. Με την έννοια όχι του καλλιτέχνη, με την έννοια του δημαγωγού, είχε δηλαδή ένα κοινό το οποίο το έκανε ό,τι ήθελε. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς. Πρέπει να είσαι γεννημένος για το μεγάλο ψέμα. Δεν το λέει ο καθένας το μεγάλο ψέμα.
- Και δε μαθαίνεται.
Γ.Μ. : Δε μαθαίνεται. Να μπορείς να πεις το μεγάλο ψέμα με μεγάλη αλήθεια. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν έτσι. Ήταν ο μεγάλος ηθοποιός. Ο οποίος έλεγε συνθήματα και του λέγανε μετά τη μεταπολίτευση οι δικοί του, μα αυτά τα συνθήματα είναι της αριστεράς, δεν είναι δικά μας. Αυτός είχε καπελώσει και την αριστερά, είχε προλάβει και το ΚΚΕ κι έλεγε, καλά, την πετονιά θα τη ρίχνετε μακριά για να πιάσετε το μεγάλο ψάρι, αλλιώς θα πιάσετε ένα λιμανόψαρο. Και το έπιασε.
- Υπήρχε και πεδίο πάντως.
Γ.Μ. : Μα το είχε διαμορφώσει, ήξερε. Ο κόσμος ήθελε το παραμύθι. Πως θέλει τώρα στην Αγγλία τον γάμο (τον πριγκηπικό). Εμείς το σχολιάζουμε και λέμε, α οι Άγγλοι είναι κουτοί. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη το παραμύθι, το θέλουν. Είναι η φύση μας τέτοια. Γι΄ αυτό κάνουμε αυτή τη δουλειά, παραμύθι πουλάμε, ψέμα, illusion, μια ψευδαίσθηση είναι η οποία είναι πολύ γοητευτική κι αν είναι πραγματικό έργο τέχνης σε ακολουθεί κι αφού φύγεις. Αν δεν είναι, ξεχνιέται μόλις βγεις από την αίθουσα.
Αλλά για να επανέλθουμε στο θέμα της μουσικής και στο θέμα ειδικά αυτό των ρεμπέτικων, εγώ πιστεύω ότι δεν είναι τυχαίο ότι οι νεώτεροι άνθρωποι επικοινωνούν πιο πολύ με αυτά. Κι εννοώ νέοι νέοι. Δεν έχουν ζήσει, δεν έχουν καμία εμπειρία τέτοια ζωής. Παρόλα αυτά επικοινωνούν με αυτά τα τραγούδια, γιατί επικοινωνούν με την απλότητα. Τι εννοώ: οι ήχοι όπως ξέρετε είναι βυζαντινής καταγωγής τελείως κι εμείς είμαστε ένας λαός της ανατολής. Δεν είμαστε ένας λαός της δύσης. Μην κοιτάτε που ντυνόμαστε δυτικά. Αυτό υπάρχει μέσα, αυτό είναι το ένα στοιχείο. Το δεύτερο, είναι αυτή η απλότητα του στίχου, έχει το μεγαλείο της απλότητας, με πέντε λόγια εκφράζει έναν ολόκληρο κόσμο. Και οι νέοι το έχουν ανάγκη αυτό, γιατί τους έχει γίνει πολύ πολύπλοκη η ζωή και περίεργη και πολύ απαιτητική. Και χάνουνε τη γοητεία της καθημερινότητας, δηλαδή το προφανές, το πολύ απλό, μία ωραία μελωδία, ας πούμε, ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, ένα πρωινό ξύπνημα, να πιούν ένα ποτήρι και να συμμεριστούν τον πόνο τους με κάποιον άλλον, αυτό δε γίνεται. Αυτό το κάνανε παλιά.
Είναι σαν αυτές τις παλιές ταινίες που βλέπουμε, του σινεμά του ελληνικού, όχι όλες, ορισμένες, που οι άνθρωποι οι νέοι προτιμούν τους ηθοποιούς τους παλιούς, προτιμούν τον Λογοθετίδη ή τον Μακρή, απ’ ότι κάτι νέους. Γιατί αυτοί ακριβώς τους λένε την αλήθεια τη δική τους, όχι αυτή που θέλουν να ακούσουν οι νέοι. Ο λαϊκισμός ξέρετε περισσεύει στη χώρα μας φοβερά. Με αυτή τη λογική και σε αυτό το κλίμα θέλω κι εγώ να κάνω αυτές τις 8 βραδιές εδώ, πιο πολύ για να το ευχαριστηθώ εγώ να σας πω την αλήθεια, κι όποιοι το ευχαριστηθούν το ευχαριστηθήκανε. Δεν το κάνω γιατί θέλω να οδηγήσω την Ελλάδα πουθενά, δεν έχω τέτοιες φιλοδοξίες, το θέλω για να οδηγήσω εμένα κάπου.
- Και είναι και μια πρόταση.
Γ.Μ. : Όχι δεν είναι καμία πρόταση. Είναι μια στιγμή που εγώ θέλω να ξανασχοληθώ με αυτά τα πράγματα, με αυτό τον ήχο, με αυτά τα λόγια και να συμμεριστώ αυτή την ανάγκη μου με κάποιους ανθρώπους που θα είναι από κάτω.
- Ποιους ανθρώπους περιμένετε να έρθουν;
Γ.Μ. : Όλους. Αυτό είναι μια ωραία ερώτηση, γιατί στις μέρες μας γίνεται και face control ξέρετε, ότι αυτοί δεν είναι για αυτή τη δουλειά. Βέβαια αυτό είναι προαποφασισμένο, από ποιόν δεν έχω καταλάβει. Λένε, ας πούμε, ότι δεν περιμέναμε ότι αυτός θα έρθει να δει αυτό. Λες και τον ρωτήσανε αν θα ‘ρθει. Εγώ πιστεύω δεν υπάρχουν αυτά τα στεγανά καθόλου. Νομίζω ότι οι άνθρωποι παρακολουθούν τα πάντα, μπορούν να παρακολουθήσουν τα πάντα, αρκεί αυτά τα πάντα να έχουν κάτι να τους πουν. Μη νομίζετε ότι θα έρθουν κάποιοι οι οποίοι είναι παλιοί, αφήστε που οι περισσότεροι παλιοί τώρα κάνουν τους νέους. Είναι κάτι παλιοί, που είναι 65 ετών, πολλά υποσχόμενοι ακόμα, οι οποίοι είναι ροκάδες. Δεν είναι γελοία πράγματα αυτά; Και συνήθως ο περίγυρος αυτά τα χαϊδεύει λίγο, αυτά φαντάζουνε κάπως.
- Αυτό είναι; Ή είναι σαν τον τρελό του χωριού που τον ενισχύουν για να γελάνε;
Γ.Μ. : Αυτό το ίδιο δεν είναι; Αυτό λοιπόν χαρακτηρίζει την εποχή μας, γιατί κι αυτό είναι ένα κομμάτι της κρίσης, το θέμα της αισθητικής δηλαδή, πάρα πολύ σημαντικό, το θέμα του κακού γούστου, της κακής παιδείας.
- Τι μουσική ακούτε θα μας πείτε;
Γ.Μ. : Δεν ακούω ιδιαίτερα τη τζαζ, δεν ακούω την ροκ εν ρολ, δεν καταλαβαίνω τι είναι. Δεν την κατηγορώ, δε μου λέει τίποτα εμένα. Ακούω την κλασική μουσική πολύ. Ακούω την ελληνική μουσική. Ορισμένα από τα δημοτικά τραγούδια, από τους δημοτικούς ήχους, μου λένε κάτι. Άλλα δε μου λένε απολύτως τίποτα. Νομίζω ότι έχουνε πάει στο χρονοντούλαπο. Ακούω την παραγωγή την ελληνική, έχω μερικές προτιμήσεις σε ορισμένους ανθρώπους, γνωρίζω και πάρα πολλούς. Πιστεύω ότι υπάρχουν δυνάμεις πολύ καλές στη χώρα μας, οι οποίες δυστυχώς, επειδή είναι πάρα πολλοί αυτοί πια που ασχολούνται, διαχέονται και δυσκολεύονται να βγουν στην επιφάνεια, εννοώντας να χαρακτηρίσουν την εποχή, να τη διαμορφώσουν, όπως γινόταν παλιότερα.
- Θα μας πείτε ένα τελευταίο άκουσμα που σας ικανοποίησε;
Γ.Μ. : Θα σας πω ενδεικτικά παραδείγματα. Μου αρέσει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Ο Νίκος ο Πορτοκάλογλου μου αρέσει πολύ. Μ’ αρέσει ο Φοίβος Δεληβοριάς. Μου αρέσουν άνθρωποι οι οποίοι ανακατεύονται με τον ήχο αλλά δε χάνουν την επαφή με τη ρίζα, δεν υποδύονται ότι είναι Ευρωπαίοι. Παρακολουθώ και τους λαϊκότερους μουσικούς, όπως τον Μάλαμα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί κάνουν μεγάλη επιτυχία γιατί τα λένε με λαϊκό τρόπο, στους ίδιους δρόμους είναι.
- Κι έχουν και φανατικό κοινό.
Γ.Μ. : Ναι, ακριβώς γι΄ αυτό, γιατί ακουμπάνε σε αυτά. Αν το προσέξετε θα δείτε ότι το περισσότερο κοινό το έχουν αυτοί οι λαϊκοί συνθέτες, δεν το έχουν κάτι τύποι που κοπανιούνται. Τους ακολουθούν πιστά γιατί κάτι τους θυμίζει. Ο ακροατής ακούει ένα τραγούδι και θυμάται δικά του πράγματα. Ενώ αν εγώ ακούσω ένα τραγούδι ενός ράπερ δεν καταλαβαίνω τι λέει, γιατί το λέει και γιατί κάνει όλες αυτές τις γυμναστικές επιδείξεις. Και δεν είναι και καλές επιδείξεις, είναι μαϊμουδισμοί, ψευτοαμερικανιές που δεν έχουν καμία προοπτική στη χώρα μας. Αυτό πιστεύω εγώ.
- Για τις ανάγκες αυτής της παράστασης μελετήσατε κάτι πιο συγκεκριμένο; Ή βασίζεστε πάνω στις εμπειρίες σας;
Γ.Μ. : Πέρα από τις εμπειρίες, αυτό που κάνουμε εδώ βασίζεται πάνω στο βιβλίο του Πετρόπουλου τα “Ρεμπέτικα Τραγούδια”, το οποίο είναι ένα εκπληκτικό έργο. Η παράσταση εμπεριέχει κι ένα φωτογραφικό υλικό από το βιβλίο το οποίο προβάλλεται και κάποια αφηγηματικά μέρη, για να μπορέσουν οι θεατές-ακροατές να παρακολουθήσουν τι ακριβώς γίνεται με την ιστορία κάθε τραγουδιού και να μπουν σε ένα κλίμα, την καταγωγή των τραγουδιών, τους ρυθμούς, οι οποίοι είναι αυτοί οι τρεις ρυθμοί, ο ρεμπέτικος, ο χασάπικος κι ο χασαποσέρβικος και κάποια κομμάτια απόψεις του Εγγονόπουλου ή του Ταχτσή ή του Χατζηδάκι πάνω στο ρεμπέτικο τραγούδι. Η μελέτη έχει να κάνει ως προς αυτό. Δεν υπάρχει αναλυτική διάθεση να αναλύσουμε το ρεμπέτικο. Δεν ενδιαφέρει κανέναν αυτό και δεν ενδιαφέρει κι εμένα. Εμένα με ενδιαφέρει αν αυτό που ακούει ο θεατής του θυμίζει κάτι από τη δική του ζωή.
- Θα μας πείτε τι σχέση έχετε με το ίντερνετ;
Γ.Μ. : Καμία. Δεν ξέρω ούτε να ανοίξω το κομπιούτερ. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό. Πιστεύω ότι καλό θα ήταν να το μάθω κάποια στιγμή. Δεν αρνούμαι να το μάθω, απλώς δεν είναι και ανάγκη μου να σας πω την αλήθεια. Όλοι ασχολούνται, η γυναίκα μου, η κόρη μου, η βοηθός μου τα παίζε στα δάχτυλα αυτά. Εγώ δεν έχω ιδέα.
- Οπότε να μην σας ρωτήσουμε αν το βλέπετε σαν εργαλείο, αν είναι καλό… Ωστόσο έχετε την ανάγκη να αναζητήσετε πληροφορίες μέσω αυτού;
Γ.Μ. : Το κάνουν μια χαρά οι άλλοι οπότε… μεταξύ μας θα ‘πρεπε να το μάθω, απλώς δεν έχει τύχει, δεν έχω καθίσει να ασχοληθώ. Από την άλλη παραείναι κι αυτή η υπερβολική χρήση, είναι πια σα να σε καπελώνει το μέσο αυτό. Βλέπω ορισμένους ανθρώπους οι οποίοι το παρακάνουνε.
- Όπως όλα τα τεχνολογικά μέσα, εξαρτάται πως θα τα χρησιμοποιήσεις.
Γ.Μ. : Σίγουρα είναι πάρα πολύ χρήσιμο, δεν το συζητάμε. Δεν μπορείς να αρνηθείς και να πεις εγώ δεν ασχολούμαι με αυτό, δε μ’ αρέσει. Γιατί είναι σα να λες δεν πειράζει ας ξαναφορέσουμε φουστανέλες. Δε γίνεται. Η τεχνολογία τρέχει ραγδαία.
- Έχει επιβληθεί.
Γ.Μ. : Ναι έχει επιβληθεί και νομίζω πρέπει να επιβάλλεται από τη στιγμή που μας βοηθά σε κάτι, που μας πάει παρακάτω, όχι που μας προσπερνάει. Το ίδιο δε γίνεται και με την τηλεόραση; Η τηλεόραση μπορεί να σε αποχαυνώνει, αν κάθεσαι σαν ηλίθιος όλη μέρα, αλλά μπορεί να παρακολουθείς και κάποια πράγματα τα οποία μπορεί να σου αποκαλύψουν κάτι. Δε φταίει η τηλεόραση.
- Σινεμά γιατί δεν κάνετε;
Γ.Μ. : Θα σας πω. Έκανα μια ταινία τελευταία, με το Νίκο τον Κουτελιδάκη από ένα βιβλίο του Ξανθούλη, το Τανγκό των Χριστουγέννων, θα παιχτεί το Δεκέμβρη. Το σινεμά δεν είναι το φόρτε μου, δεν τρελαίνομαι να δουλεύω στο σινεμά.
- Προτιμάτε την επικοινωνία με τον κόσμο;
Γ.Μ. : Προτιμώ ακόμα και την τηλεόραση να σας πω την αλήθεια. Γιατί, επειδή είμαι ένας πολύ εγωιστής άνθρωπος, δε σας κρύβω, στο σινεμά η δουλειά δεν είναι δική μου, είναι του άλλου κι εγώ δε θέλω, βαριέμαι.
- Και δε σκέφτεστε να σκηνοθετήσετε;
Γ.Μ. : Το σκέφτομαι, τώρα που το λέτε, το σκέφτομαι πολύ σοβαρά. Δε μπορώ να πηγαίνω στο γύρισμα να περιμένω τρεις ώρες μέχρι να πω, γεια σας ήρθα, καλημέρα σας, δυο λέξεις. Δεν μπορώ να δουλέψω έτσι. Ο κινηματογράφος έχει μια ιδιαιτερότητα στον τρόπο που γίνεται, το μέσο είναι έτσι. Θέλει άλλη φροντίδα, έχει άλλους χρόνους κι εγώ είμαι λίγο έξω από αυτά. Δεν εννοώ ότι μου είναι και αγγαρεία, αλλά δεν είναι το γήπεδό μου.
- Εντάξει, μπορείτε να έχετε και προτιμήσεις, δεν είναι υποχρεωτικό.
Γ.Μ. : Το λέω γιατί πολλοί το θεωρούν πάρα πολύ περίεργο αυτό.
- Κι εμένα μου προκαλεί εντύπωση, γιατί τηλεόραση έχετε κάνει και κάνετε με μεγάλη επιτυχία, και φαίνεται κι εκεί ότι βάζετε τη δικιά σας πινελιά, αν δεν είναι εξ ολοκλήρου δικό σας το έργο. Γι’ αυτό είχα την απορία πως δεν κάνετε το ίδιο και στο σινεμά.
Γ.Μ. : Το σινεμά είναι πρώτα, πρώτα ακριβό πράγμα. Δεν είναι τηλεόραση, που μπορεί να γίνει κάθε βδομάδα, με άλλες συνθήκες παραγωγής. Το σινεμά είναι πολύ ακριβό σπορ. Δεν είναι κάτι που γίνεται εύκολα. Μην κοιτάτε τώρα που παίρνει κάποιος μια κάμερα και βγαίνει στους δρόμους και δήθεν κάνει μοντέρνα πράγματα. Μιλάμε γα κανονικό σινεμά, για ποιητικό κινηματογράφο.
- Παρόλα αυτά, τα μέσα λείπουν.
Γ.Μ. : Λείπει το χρήμα και οι ιδέες. Η Ελλάδα έχει μια γεροντολαγνεία γενικά, της αρέσουν τα παλιά. Δυστυχώς δεν δίνει περιθώρια στους νέους για τέτοια πράγματα. Για να κάνεις την πρώτη σου ταινία πρέπει να γίνεις πενήντα ετών. Δεν είναι σοβαρά αυτά τα πράγματα. Και λέει παίρνεις βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, κι είναι με κάτι ψαρά μαλλιά ένας παππούς. Υποτίθεται πως μέχρι τα τριάντα αν είσαι σκηνοθέτης κι έχεις ενδιαφέρον έχεις κάνει το πρώτο σου βήμα.
Είναι μικρή η αγορά μας, είναι συρρικνωμένη, μίζερη. Δε μιλάω για τις ταινίες οι οποίες είναι πιο ευρείας κατανάλωσης κι αυτές δεν είναι εύκολες να γίνουν. Μιλάω για έναν άνθρωπο, ένα παιδί, το οποίο έχει μια ιδέα και θέλει να την πραγματώσει. Και βλέπεις ότι έχει ταλέντο. Δεν μπορεί να βρει εύκολα ούτε παραγωγούς, ούτε χορηγούς. Πιστεύω ότι η Ελλάδα δεν έχει όρεξη για τέτοια. Κι όταν λέω η Ελλάδα δεν εννοώ ο κόσμος και πέρα από την πολιτική, το κράτος κι απ’ τα υπουργεία κι όλα αυτά, εννοώ τα μεγάλα γραφεία παραγωγής, διανομής κτλ για το σινεμά. Δεν έχει βλέψεις. Αν τύχει από σπόντα και γίνει κάτι θα γίνει ακριβώς από αυτό που λέγαμε πριν, από την πραγματική ανάγκη του δημιουργού. Και μη νομίζετε, παντού υπάρχει αυτό, ίσως όχι τόσο πολύ όσο στη χώρα μας. Για παράδειγμα οι αμερικανοί, κάνουν υποτίθεται ανεξάρτητο κινηματογράφο, τον οποίο κάνουν τα μεγάλα στούντιο και σου λέει τώρα θα σου δώσω την ανεξαρτησία σου. Αυτό δεν είναι ανεξαρτησία, το κάνει για να καρπωθεί κι από κει, για να πάρει το κοινό που θέλει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Είναι προτιμότερο αυτό που γίνεται εδώ. Κάποιοι που θέλουν πραγματικά να εκφραστούν θα εκφραστούν.
- Ακόμα και στα πενήντα.
Γ.Μ. : Και στα εκατόν πενήντα. Πιστεύω πως αν υπάρχει μια πραγματική βαθιά ανάγκη να εκφραστείς, στο σινεμά είναι λίγο δύσκολα, δυσκολεύονται ο άνθρωποι, γι΄ αυτό και τραβάνε τα χρόνια πολύ μπροστά. Αλλά στο θέατρο θα επικοινωνήσει πιο εύκολα, ακόμα και στο δρόμο.
- Και στη μουσική φαντάζομαι έτσι γίνεται
Γ.Μ. : Και στη μουσική βεβαίως, μπορείς να πάρεις τρία όργανα και να παίζεις όπου θέλεις. Έχει γεμίσει η Ελλάδα μουσικές σκηνές. Ότι θες μπορείς να κάνεις.
- Με το internet, σε πέντε μέρες μπορείς να έχεις γίνει διάσημος. Να σε ξέρουν όλοι, από ένα βιντεάκι.
Γ.Μ. : Ναι, εντάξει, να σε ξέρουνε, αλλά δε θα σε γνωρίζουν πραγματικά.
- Πολλοί όμως θέλουν το βήμα.
Γ.Μ. : Ασφαλώς, μα είναι φυσικό. Δεν υπάρχει περίπτωση να γνωρίσουμε ανθρώπους σοβαρούς αν δεν υπάρξει αυτό το βήμα. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι σοβαροί από πριν. Πρέπει να εκτεθούνε διάφοροι. Αυτό είναι μια κατάρα βέβαια για την τέχνη, γιατί πρέπει να υποστείς και χιλιάδες μπαρούφες μέχρι να ανακαλύψεις το κανονικό. Αλλά είναι κι αυτό μες το παιχνίδι.
- Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για το χρόνο σας κύριε Μπέζο. Καλή επιτυχία στην παράσταση! Να είστε καλά και γενικότερα να είστε εδώ…
Γ.Μ. : Σας ευχαριστώ πολύ παιδιά. Να ‘στε καλά.
Παραστάσεις: 4 έως 8 Μαΐου και 13 έως 15 Μαΐου (ώρα έναρξης 9.15 μ.μ.)
Τιμές εισιτηρίων: 18€ (κανονικό), 10€ (φοιτητικό)
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση διαβάστε εδώ.
Στο διάλειμμα της πρόβας για την αυριανή πρεμιέρα, συναντήσαμε το Γιάννη Μπέζο στο φουαγιέ του Θεάτρου. Ένας πνευματώδης άνθρωπος με άποψη, χιούμορ, ευγένεια και ζεστασιά στις κουβέντες του. Ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς αυτή την στιγμή, κατά τη γνώμη μας. Μια αληθινή εμπειρία και για τις δυο μας...
Το μικρόφωνο στον ίδιο και πιστέψτε μας λέει πολλά και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα πράγματα για το θέατρο, το ρεμπέτικο, τη μουσική που ακούει, την τηλεόραση, το internet, τη σχέση του με το cinema και πολλά άλλα.
- Να μας πείτε λίγο για τη μουσική. Φαίνεται τα τελευταία χρόνια σας κυνηγάει, την κυνηγάτε, κάτι γίνεται.
Γ.Μ. : Όχι δεν την κυνηγάω ούτε με κυνηγάει. Απλώς, η μουσική είναι μέρος της ζωής. Όλοι οι άνθρωποι και την κυνηγάνε και τους κυνηγάει. Αυτό γίνεται περισσότερο, να σας πω την αλήθεια, όταν υπάρχει ένας λόγος, όταν υπάρχει μια πραγματική ανάγκη να γίνει. Όσον αφορά τη μουσική εγώ επικεντρώνομαι σε συγκεκριμένα πράγματα. Δεν έχω μια ευρύτατη σχέση με τη μουσική σαν εκτελεστής.
Μπορώ να παρακολουθήσω πάρα πολλά πράγματα, είμαι και πάρα πολύ ανεκτικός πολλές φορές σε αυτά που ακούω, αλλά αυτά που κάνω εγώ είναι πράγματα τα οποία μπορώ εγώ να τα καταλάβω. Δηλαδή να τα καταλάβω με το αίσθημά μου, δεν κάνω πράγματα τα οποία είναι της μόδας. Δε με απασχολεί καθόλου. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι κι αυτό που κάνω φέτος.
Ενδεχομένως να πει κάποιος ποιος ο λόγος να αναμοχλεύσουμε μια ιστορία, να πάμε πάλι στα ρεμπέτικα τραγούδια. Ο λόγος υπάρχει στον καθένα ξεχωριστά. Εάν η επιθυμία η δική μου συμπέσει με την επιθυμία κάποιων άλλων σημαίνει ότι πρέπει να γίνει. Το ορίζει η στιγμή, το ορίζουν οι καταστάσεις. Η σχέση μου με τη μουσική έχει αυτό το δέσιμο, δεν διεκδικώ δάφνες μουσικού ούτε θαυμαστή και δε με ενδιαφέρει ούτε επαγγελματικά, το κάνω μόνο και μόνο για τη δική μου ικανοποίηση. Δεν έχω επαγγελματικές βλέψεις τέτοιου είδους.
- Απλά σας δίνεται η δυνατότητα κι εκφράζεστε και με αυτό τον τρόπο.
Γ.Μ. : Δε μου δίνεται. Την παίρνω μόνος μου. Αυτά γίνονται μόνο με πρωτοβουλίες ατομικές. Δεν περιμένεις να στη δώσουν οι άλλοι. Το λέω αυτό γιατί το ακούω πολύ συχνά ότι δε μας δίνει τη ευκαιρία το κράτος, η πολιτεία, ο δήμος. Κανείς δεν πρόκειται να δώσει τίποτα. Η δουλειά των καλλιτεχνών είναι να μην τους δίνουνε. Άμα βλέπετε και τους δίνουν πολλά είναι ύποπτο. Δεν πρέπει να τους δίνουν τίποτε. Πρέπει να τα διεκδικούν μόνοι τους.
- Πείτε μας για την παράσταση, για το ρεμπέτικο. Στο σημείωμα λέτε ότι οι άνθρωποι κάποτε διασκέδαζαν με λίγα ή δεν χρειάζονταν πολλά.
Γ.Μ. : Ναι βεβαίως.
- Αυτός είναι ο λόγος που ξαναγυρνάτε στο ρεμπέτικο;
Γ.Μ. : Όχι. Επειδή τώρα υπάρχει αυτό το πρόβλημα στη χώρα μας, το οποίο είναι οικονομικό και κοινωνικό κτλ κι επειδή είχαμε καλομάθει στα πολλά… και η διασκέδαση είναι ένας τομέας από την κοινωνική μας ζωή. Σήμερα, ξέρετε, για να διασκεδάσουμε θέλουμε πάρα πολλά, δηλαδή θέλουμε προετοιμασία, θέλουμε τρόπο που θα πάμε στο χώρο που θα διασκεδάσουμε, θέλουμε πολύ θέαμα, πολύ κατανάλωση στο τραπέζι μας και πολλή εικόνα δική μας προς τα έξω, γιατί είναι κι αυτό μέσα στο κόλπο. Πιστεύω ότι αυτά δε χρειάζονται. Οι άνθρωποι διασκεδάζανε πάρα πολλά χρόνια δίχως να χρειάζονταν όλα αυτά που τα τελευταία χρόνια είναι πολύ της μόδας. Διασκεδάζανε επειδή μπορούσανε οι δημιουργοί , κι αυτό είναι θέμα των δημιουργών κυρίως, να κατεβάζουν το κλίμα τους στην πλατεία, στα τραπέζια, σε μια ταβέρνα.
Αν πάρουμε παράδειγμα τους ρεμπέτες, δεν χρειαζόντουσαν τίποτα, τρία τέσσερα όργανα ήτανε όλα όλα, τα οποία παίζανε κι όλα μαζί, τραγουδάγανε. Δεν έχει σημασία αν ήταν τόσο τρομερές οι φωνές και τόσο ωραίες, ήτανε ειλικρινές το αίσθημά τους. Αυτό, όταν ταυτίζεται με το ακροατήριο είναι ένα έργο τέχνης, είναι εν πάση περιπτώσει μία στιγμή αποκαλυπτική. Επειδή αυτά έχουν τελειώσει, δεν υπάρχουν κι επειδή αιχμαλωτίζεται το μάτι μας στην εικόνα, δηλαδή θέλουμε θέαμα για να διασκεδάσουμε κι έχουμε φύγει από τη διαδικασία του ακροάματος και της ακοής, νομίζω ότι αυτά τα τραγούδια τα οποία ζουν ακόμα, είναι μια πολύ ωραία ευκαιρία για να μας επαναφέρουνε στην πραγματική μας ανάγκη κι όχι σε αυτή που έχουμε συνηθίσει.
Γιατί αυτό που ζούμε τώρα είναι συνήθεια. Δεν είναι απαραίτητο στοιχείο μας. Το απαραίτητο στοιχείο είναι η αλήθεια μας, όπως ο πόνος, ο έρωτας, η σχέση μας με τη γυναίκα μας, με τους γονείς μας, με τα παιδιά μας, με τους μετανάστες μας, αυτά που πραγματεύεται το ρεμπέτικο, με την εξουσία κι όχι όλα αυτά του συρμού που μας έχουν κατακλύσει τώρα τελευταία. Στα οποία βέβαια παίζει μεγάλο ρόλο και η τηλεόραση, που δημιουργεί εικόνα και δεν αφήνει την φαντασία να τρέξει. Στα έχει όλα έτοιμα.
- Ναι αλλά πόσες απαιτήσεις μπορεί να έχει κάποιος από ένα μέσο που είναι δωρεάν;
Γ.Μ. : Δεν είναι καθόλου δωρεάν, είναι πανάκριβο, διότι το πληρώνετε στα προϊόντα που ψωνίζετε. Δωρεάν φαίνεται, διότι η δαπάνη η τηλεοπτική για τη διαφήμιση είναι πάνω στο προϊόν. Νομίζουμε ότι είναι δωρεάν επειδή το καταναλώνουμε όπως θέλουμε εμείς.
- Στη σύγχρονη μουσική δεν μπορείτε να βρείτε αντίστοιχη έκφραση που να έχει τα στοιχεία του ρεμπέτικου;
Γ.Μ. : Αυτό είναι πολύ γενικό. Βεβαίως υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάτι να πουν. Εννοώ από ανάγκη. Κι επιμένω στο θέμα της ανάγκης. Κι όχι να γίνουμε μουσικοί επειδή το ορίζει ο κύκλος μας ή θα μας καταξιώσει κοινωνικά. Αλλά να υπάρχει μια πραγματική ανάγκη στο να γίνεις μουσικός, το να εκφραστείς, το να μιλήσεις με νότες και με λόγια. Δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, επειδή φαίνεται εύκολο. Όπως ξέρετε τώρα όλοι τραγουδάνε, όλη η Ελλάδα τραγουδάει και χοροπηδάει στα τραπέζια. Αυτό δε σημαίνει ότι επικοινωνούν με αυτό που κάνουνε. Υπάρχουν σίγουρα άνθρωποι ο οποίοι έχουν κάτι να πουν και δημιουργούν και κοινό. Δημιουργούν χρόνο, ο χρόνος τους χαϊδεύει στο μέλλον, τους άλλους τους ξεχνάει. Είναι πάρα πολλοί όμως τώρα πια.
- Αυτό είναι το κριτήριο που πρέπει να ωθήσει κάποιον να γίνει καλλιτέχνης; Είναι η ανάγκη του που τον κάνει καλλιτέχνη; Πρέπει να υπερβεί εμπόδια;
Γ.Μ. : Όχι εμπόδια. Πρέπει κάπου να το ζητάει μέσα του, να μη μπορεί χωρίς αυτό. Εάν μπορεί, δεν κάνει για αυτή τη δουλειά. Δεν μπορείς να είσαι, ας πούμε, ηθοποιός και να λες δεν πειράζει θα ανοίξω ένα μπαρ. Δεν κάνεις για ηθοποιός, είσαι για το μπαρ. Από τη στιγμή που μπορείς να κάνεις κάτι άλλο, κάνε κάτι άλλο. Η δουλειά η δική μας, κυρίως αυτή που έχει να κάνει με την έκθεση του ανθρώπου, δε μιλάω για έναν μουσικό ο οποίος κάθεται στο στούντιο και γράφει, μιλάω για τη δουλειά τη δική μας που είμαστε πάνω στη σκηνή, είναι αρκετά επώδυνη, πολύ γοητευτική αλλά θέλει προσπάθεια, θέλει προσωπική έκθεση. Είσαι εκτεθειμένος και στη χλεύη και στη δόξα. Δεν μπορείς να το αποφύγεις αυτό.
- Αλλά δε σας απασχολεί αυτό.
Γ.Μ. : Όταν είμαστε νέοι μας απασχολεί. Όταν μεγαλώνουμε δε μας απασχολεί καθόλου γιατί καταλαβαίνουμε ότι όλα αυτά είναι ανοησίες.
- Δε σας τροφοδοτεί αυτό; Η ανάγκη σας είναι που σας τροφοδοτεί;
Γ.Μ. : Ασφαλώς. Ξέρετε, το θέατρο είναι μια ουσιαστικά πολιτική πράξη, δεν είναι καλλιτεχνική εντός εισαγωγικών. Δηλαδή εγώ θέλω να εκφράσω κάτι, τον προσωπικό μου πόνο, τη θέση μου την κοινωνική και την εκφράζω δημοσία σε έναν χώρο που λέγετε θέατρο. Γεννήθηκε μέσα στην αθηναϊκή δημοκρατία, να μη σας πω ότι τη γέννησε και λίγο την αθηναϊκή δημοκρατία το θέατρο, ως ένα σημείο.
Αυτή η προσωπική έκθεση, το ότι βγαίνω πάνω στην σκηνή και δημιουργώ δικό μου χρόνο και χώρο εκείνη την ώρα, δεν υπάρχει, το δημιουργώ εγώ, δεν έχω ούτε μελωδία ούτε ρυθμό ούτε τίποτα. Είμαι ένας ηθοποιός και βγαίνω και πρέπει να δημιουργήσω σε δύο ώρες έναν κόσμο. Αυτό το κάνει μόνο το θέατρο, καμία άλλη τέχνη. Ή μάλλον το κάνει μόνο ο ηθοποιός, όχι το θέατρο γενικά. Βγαίνει και λέει θα κάτσω τώρα κι άμα μπορώ θα σου κρατήσω το ενδιαφέρον σου για μία ώρα, για δύο ώρες για πέντε λεπτά. Δεν είναι και το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Αυτό θέλει προσπάθεια, θέλει προσωπική αγωνία. Δεν έχει καμιά σχέση με τη μουσική.
Οι άλλες τέχνες είναι λάιτ μπροστά στο θέατρο. Δεν το λέω αλαζονικά. Εννοώ μπροστά στην υποκριτική, για να μην παρεξηγηθούμε. Τώρα άνθρωποι του θεάτρου είναι όλοι. Αλλά το να βγαίνεις μπροστά στη σκηνή μπροστά σε πεντακόσιους ανθρώπους και να περιμένουν αυτοί κάτι από σένα, δεν είναι απλό πράγμα, είναι βαθιά πολιτική πράξη. Είναι αυτό που κάνανε οι παλιοί δημαγωγοί. Ο Αδόλφος Χίτλερ είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός που πέρασε από τον εικοστό αιώνα. Με την έννοια όχι του καλλιτέχνη, με την έννοια του δημαγωγού, είχε δηλαδή ένα κοινό το οποίο το έκανε ό,τι ήθελε. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κι εμείς. Πρέπει να είσαι γεννημένος για το μεγάλο ψέμα. Δεν το λέει ο καθένας το μεγάλο ψέμα.
- Και δε μαθαίνεται.
Γ.Μ. : Δε μαθαίνεται. Να μπορείς να πεις το μεγάλο ψέμα με μεγάλη αλήθεια. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν έτσι. Ήταν ο μεγάλος ηθοποιός. Ο οποίος έλεγε συνθήματα και του λέγανε μετά τη μεταπολίτευση οι δικοί του, μα αυτά τα συνθήματα είναι της αριστεράς, δεν είναι δικά μας. Αυτός είχε καπελώσει και την αριστερά, είχε προλάβει και το ΚΚΕ κι έλεγε, καλά, την πετονιά θα τη ρίχνετε μακριά για να πιάσετε το μεγάλο ψάρι, αλλιώς θα πιάσετε ένα λιμανόψαρο. Και το έπιασε.
- Υπήρχε και πεδίο πάντως.
Γ.Μ. : Μα το είχε διαμορφώσει, ήξερε. Ο κόσμος ήθελε το παραμύθι. Πως θέλει τώρα στην Αγγλία τον γάμο (τον πριγκηπικό). Εμείς το σχολιάζουμε και λέμε, α οι Άγγλοι είναι κουτοί. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη το παραμύθι, το θέλουν. Είναι η φύση μας τέτοια. Γι΄ αυτό κάνουμε αυτή τη δουλειά, παραμύθι πουλάμε, ψέμα, illusion, μια ψευδαίσθηση είναι η οποία είναι πολύ γοητευτική κι αν είναι πραγματικό έργο τέχνης σε ακολουθεί κι αφού φύγεις. Αν δεν είναι, ξεχνιέται μόλις βγεις από την αίθουσα.
Αλλά για να επανέλθουμε στο θέμα της μουσικής και στο θέμα ειδικά αυτό των ρεμπέτικων, εγώ πιστεύω ότι δεν είναι τυχαίο ότι οι νεώτεροι άνθρωποι επικοινωνούν πιο πολύ με αυτά. Κι εννοώ νέοι νέοι. Δεν έχουν ζήσει, δεν έχουν καμία εμπειρία τέτοια ζωής. Παρόλα αυτά επικοινωνούν με αυτά τα τραγούδια, γιατί επικοινωνούν με την απλότητα. Τι εννοώ: οι ήχοι όπως ξέρετε είναι βυζαντινής καταγωγής τελείως κι εμείς είμαστε ένας λαός της ανατολής. Δεν είμαστε ένας λαός της δύσης. Μην κοιτάτε που ντυνόμαστε δυτικά. Αυτό υπάρχει μέσα, αυτό είναι το ένα στοιχείο. Το δεύτερο, είναι αυτή η απλότητα του στίχου, έχει το μεγαλείο της απλότητας, με πέντε λόγια εκφράζει έναν ολόκληρο κόσμο. Και οι νέοι το έχουν ανάγκη αυτό, γιατί τους έχει γίνει πολύ πολύπλοκη η ζωή και περίεργη και πολύ απαιτητική. Και χάνουνε τη γοητεία της καθημερινότητας, δηλαδή το προφανές, το πολύ απλό, μία ωραία μελωδία, ας πούμε, ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα, ένα πρωινό ξύπνημα, να πιούν ένα ποτήρι και να συμμεριστούν τον πόνο τους με κάποιον άλλον, αυτό δε γίνεται. Αυτό το κάνανε παλιά.
Είναι σαν αυτές τις παλιές ταινίες που βλέπουμε, του σινεμά του ελληνικού, όχι όλες, ορισμένες, που οι άνθρωποι οι νέοι προτιμούν τους ηθοποιούς τους παλιούς, προτιμούν τον Λογοθετίδη ή τον Μακρή, απ’ ότι κάτι νέους. Γιατί αυτοί ακριβώς τους λένε την αλήθεια τη δική τους, όχι αυτή που θέλουν να ακούσουν οι νέοι. Ο λαϊκισμός ξέρετε περισσεύει στη χώρα μας φοβερά. Με αυτή τη λογική και σε αυτό το κλίμα θέλω κι εγώ να κάνω αυτές τις 8 βραδιές εδώ, πιο πολύ για να το ευχαριστηθώ εγώ να σας πω την αλήθεια, κι όποιοι το ευχαριστηθούν το ευχαριστηθήκανε. Δεν το κάνω γιατί θέλω να οδηγήσω την Ελλάδα πουθενά, δεν έχω τέτοιες φιλοδοξίες, το θέλω για να οδηγήσω εμένα κάπου.
- Και είναι και μια πρόταση.
Γ.Μ. : Όχι δεν είναι καμία πρόταση. Είναι μια στιγμή που εγώ θέλω να ξανασχοληθώ με αυτά τα πράγματα, με αυτό τον ήχο, με αυτά τα λόγια και να συμμεριστώ αυτή την ανάγκη μου με κάποιους ανθρώπους που θα είναι από κάτω.
- Ποιους ανθρώπους περιμένετε να έρθουν;
Γ.Μ. : Όλους. Αυτό είναι μια ωραία ερώτηση, γιατί στις μέρες μας γίνεται και face control ξέρετε, ότι αυτοί δεν είναι για αυτή τη δουλειά. Βέβαια αυτό είναι προαποφασισμένο, από ποιόν δεν έχω καταλάβει. Λένε, ας πούμε, ότι δεν περιμέναμε ότι αυτός θα έρθει να δει αυτό. Λες και τον ρωτήσανε αν θα ‘ρθει. Εγώ πιστεύω δεν υπάρχουν αυτά τα στεγανά καθόλου. Νομίζω ότι οι άνθρωποι παρακολουθούν τα πάντα, μπορούν να παρακολουθήσουν τα πάντα, αρκεί αυτά τα πάντα να έχουν κάτι να τους πουν. Μη νομίζετε ότι θα έρθουν κάποιοι οι οποίοι είναι παλιοί, αφήστε που οι περισσότεροι παλιοί τώρα κάνουν τους νέους. Είναι κάτι παλιοί, που είναι 65 ετών, πολλά υποσχόμενοι ακόμα, οι οποίοι είναι ροκάδες. Δεν είναι γελοία πράγματα αυτά; Και συνήθως ο περίγυρος αυτά τα χαϊδεύει λίγο, αυτά φαντάζουνε κάπως.
- Αυτό είναι; Ή είναι σαν τον τρελό του χωριού που τον ενισχύουν για να γελάνε;
Γ.Μ. : Αυτό το ίδιο δεν είναι; Αυτό λοιπόν χαρακτηρίζει την εποχή μας, γιατί κι αυτό είναι ένα κομμάτι της κρίσης, το θέμα της αισθητικής δηλαδή, πάρα πολύ σημαντικό, το θέμα του κακού γούστου, της κακής παιδείας.
- Τι μουσική ακούτε θα μας πείτε;
Γ.Μ. : Δεν ακούω ιδιαίτερα τη τζαζ, δεν ακούω την ροκ εν ρολ, δεν καταλαβαίνω τι είναι. Δεν την κατηγορώ, δε μου λέει τίποτα εμένα. Ακούω την κλασική μουσική πολύ. Ακούω την ελληνική μουσική. Ορισμένα από τα δημοτικά τραγούδια, από τους δημοτικούς ήχους, μου λένε κάτι. Άλλα δε μου λένε απολύτως τίποτα. Νομίζω ότι έχουνε πάει στο χρονοντούλαπο. Ακούω την παραγωγή την ελληνική, έχω μερικές προτιμήσεις σε ορισμένους ανθρώπους, γνωρίζω και πάρα πολλούς. Πιστεύω ότι υπάρχουν δυνάμεις πολύ καλές στη χώρα μας, οι οποίες δυστυχώς, επειδή είναι πάρα πολλοί αυτοί πια που ασχολούνται, διαχέονται και δυσκολεύονται να βγουν στην επιφάνεια, εννοώντας να χαρακτηρίσουν την εποχή, να τη διαμορφώσουν, όπως γινόταν παλιότερα.
- Θα μας πείτε ένα τελευταίο άκουσμα που σας ικανοποίησε;
Γ.Μ. : Θα σας πω ενδεικτικά παραδείγματα. Μου αρέσει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Ο Νίκος ο Πορτοκάλογλου μου αρέσει πολύ. Μ’ αρέσει ο Φοίβος Δεληβοριάς. Μου αρέσουν άνθρωποι οι οποίοι ανακατεύονται με τον ήχο αλλά δε χάνουν την επαφή με τη ρίζα, δεν υποδύονται ότι είναι Ευρωπαίοι. Παρακολουθώ και τους λαϊκότερους μουσικούς, όπως τον Μάλαμα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτοί κάνουν μεγάλη επιτυχία γιατί τα λένε με λαϊκό τρόπο, στους ίδιους δρόμους είναι.
- Κι έχουν και φανατικό κοινό.
Γ.Μ. : Ναι, ακριβώς γι΄ αυτό, γιατί ακουμπάνε σε αυτά. Αν το προσέξετε θα δείτε ότι το περισσότερο κοινό το έχουν αυτοί οι λαϊκοί συνθέτες, δεν το έχουν κάτι τύποι που κοπανιούνται. Τους ακολουθούν πιστά γιατί κάτι τους θυμίζει. Ο ακροατής ακούει ένα τραγούδι και θυμάται δικά του πράγματα. Ενώ αν εγώ ακούσω ένα τραγούδι ενός ράπερ δεν καταλαβαίνω τι λέει, γιατί το λέει και γιατί κάνει όλες αυτές τις γυμναστικές επιδείξεις. Και δεν είναι και καλές επιδείξεις, είναι μαϊμουδισμοί, ψευτοαμερικανιές που δεν έχουν καμία προοπτική στη χώρα μας. Αυτό πιστεύω εγώ.
- Για τις ανάγκες αυτής της παράστασης μελετήσατε κάτι πιο συγκεκριμένο; Ή βασίζεστε πάνω στις εμπειρίες σας;
Γ.Μ. : Πέρα από τις εμπειρίες, αυτό που κάνουμε εδώ βασίζεται πάνω στο βιβλίο του Πετρόπουλου τα “Ρεμπέτικα Τραγούδια”, το οποίο είναι ένα εκπληκτικό έργο. Η παράσταση εμπεριέχει κι ένα φωτογραφικό υλικό από το βιβλίο το οποίο προβάλλεται και κάποια αφηγηματικά μέρη, για να μπορέσουν οι θεατές-ακροατές να παρακολουθήσουν τι ακριβώς γίνεται με την ιστορία κάθε τραγουδιού και να μπουν σε ένα κλίμα, την καταγωγή των τραγουδιών, τους ρυθμούς, οι οποίοι είναι αυτοί οι τρεις ρυθμοί, ο ρεμπέτικος, ο χασάπικος κι ο χασαποσέρβικος και κάποια κομμάτια απόψεις του Εγγονόπουλου ή του Ταχτσή ή του Χατζηδάκι πάνω στο ρεμπέτικο τραγούδι. Η μελέτη έχει να κάνει ως προς αυτό. Δεν υπάρχει αναλυτική διάθεση να αναλύσουμε το ρεμπέτικο. Δεν ενδιαφέρει κανέναν αυτό και δεν ενδιαφέρει κι εμένα. Εμένα με ενδιαφέρει αν αυτό που ακούει ο θεατής του θυμίζει κάτι από τη δική του ζωή.
- Θα μας πείτε τι σχέση έχετε με το ίντερνετ;
Γ.Μ. : Καμία. Δεν ξέρω ούτε να ανοίξω το κομπιούτερ. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό. Πιστεύω ότι καλό θα ήταν να το μάθω κάποια στιγμή. Δεν αρνούμαι να το μάθω, απλώς δεν είναι και ανάγκη μου να σας πω την αλήθεια. Όλοι ασχολούνται, η γυναίκα μου, η κόρη μου, η βοηθός μου τα παίζε στα δάχτυλα αυτά. Εγώ δεν έχω ιδέα.
- Οπότε να μην σας ρωτήσουμε αν το βλέπετε σαν εργαλείο, αν είναι καλό… Ωστόσο έχετε την ανάγκη να αναζητήσετε πληροφορίες μέσω αυτού;
Γ.Μ. : Το κάνουν μια χαρά οι άλλοι οπότε… μεταξύ μας θα ‘πρεπε να το μάθω, απλώς δεν έχει τύχει, δεν έχω καθίσει να ασχοληθώ. Από την άλλη παραείναι κι αυτή η υπερβολική χρήση, είναι πια σα να σε καπελώνει το μέσο αυτό. Βλέπω ορισμένους ανθρώπους οι οποίοι το παρακάνουνε.
- Όπως όλα τα τεχνολογικά μέσα, εξαρτάται πως θα τα χρησιμοποιήσεις.
Γ.Μ. : Σίγουρα είναι πάρα πολύ χρήσιμο, δεν το συζητάμε. Δεν μπορείς να αρνηθείς και να πεις εγώ δεν ασχολούμαι με αυτό, δε μ’ αρέσει. Γιατί είναι σα να λες δεν πειράζει ας ξαναφορέσουμε φουστανέλες. Δε γίνεται. Η τεχνολογία τρέχει ραγδαία.
- Έχει επιβληθεί.
Γ.Μ. : Ναι έχει επιβληθεί και νομίζω πρέπει να επιβάλλεται από τη στιγμή που μας βοηθά σε κάτι, που μας πάει παρακάτω, όχι που μας προσπερνάει. Το ίδιο δε γίνεται και με την τηλεόραση; Η τηλεόραση μπορεί να σε αποχαυνώνει, αν κάθεσαι σαν ηλίθιος όλη μέρα, αλλά μπορεί να παρακολουθείς και κάποια πράγματα τα οποία μπορεί να σου αποκαλύψουν κάτι. Δε φταίει η τηλεόραση.
- Σινεμά γιατί δεν κάνετε;
Γ.Μ. : Θα σας πω. Έκανα μια ταινία τελευταία, με το Νίκο τον Κουτελιδάκη από ένα βιβλίο του Ξανθούλη, το Τανγκό των Χριστουγέννων, θα παιχτεί το Δεκέμβρη. Το σινεμά δεν είναι το φόρτε μου, δεν τρελαίνομαι να δουλεύω στο σινεμά.
- Προτιμάτε την επικοινωνία με τον κόσμο;
Γ.Μ. : Προτιμώ ακόμα και την τηλεόραση να σας πω την αλήθεια. Γιατί, επειδή είμαι ένας πολύ εγωιστής άνθρωπος, δε σας κρύβω, στο σινεμά η δουλειά δεν είναι δική μου, είναι του άλλου κι εγώ δε θέλω, βαριέμαι.
- Και δε σκέφτεστε να σκηνοθετήσετε;
Γ.Μ. : Το σκέφτομαι, τώρα που το λέτε, το σκέφτομαι πολύ σοβαρά. Δε μπορώ να πηγαίνω στο γύρισμα να περιμένω τρεις ώρες μέχρι να πω, γεια σας ήρθα, καλημέρα σας, δυο λέξεις. Δεν μπορώ να δουλέψω έτσι. Ο κινηματογράφος έχει μια ιδιαιτερότητα στον τρόπο που γίνεται, το μέσο είναι έτσι. Θέλει άλλη φροντίδα, έχει άλλους χρόνους κι εγώ είμαι λίγο έξω από αυτά. Δεν εννοώ ότι μου είναι και αγγαρεία, αλλά δεν είναι το γήπεδό μου.
- Εντάξει, μπορείτε να έχετε και προτιμήσεις, δεν είναι υποχρεωτικό.
Γ.Μ. : Το λέω γιατί πολλοί το θεωρούν πάρα πολύ περίεργο αυτό.
- Κι εμένα μου προκαλεί εντύπωση, γιατί τηλεόραση έχετε κάνει και κάνετε με μεγάλη επιτυχία, και φαίνεται κι εκεί ότι βάζετε τη δικιά σας πινελιά, αν δεν είναι εξ ολοκλήρου δικό σας το έργο. Γι’ αυτό είχα την απορία πως δεν κάνετε το ίδιο και στο σινεμά.
Γ.Μ. : Το σινεμά είναι πρώτα, πρώτα ακριβό πράγμα. Δεν είναι τηλεόραση, που μπορεί να γίνει κάθε βδομάδα, με άλλες συνθήκες παραγωγής. Το σινεμά είναι πολύ ακριβό σπορ. Δεν είναι κάτι που γίνεται εύκολα. Μην κοιτάτε τώρα που παίρνει κάποιος μια κάμερα και βγαίνει στους δρόμους και δήθεν κάνει μοντέρνα πράγματα. Μιλάμε γα κανονικό σινεμά, για ποιητικό κινηματογράφο.
- Παρόλα αυτά, τα μέσα λείπουν.
Γ.Μ. : Λείπει το χρήμα και οι ιδέες. Η Ελλάδα έχει μια γεροντολαγνεία γενικά, της αρέσουν τα παλιά. Δυστυχώς δεν δίνει περιθώρια στους νέους για τέτοια πράγματα. Για να κάνεις την πρώτη σου ταινία πρέπει να γίνεις πενήντα ετών. Δεν είναι σοβαρά αυτά τα πράγματα. Και λέει παίρνεις βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, κι είναι με κάτι ψαρά μαλλιά ένας παππούς. Υποτίθεται πως μέχρι τα τριάντα αν είσαι σκηνοθέτης κι έχεις ενδιαφέρον έχεις κάνει το πρώτο σου βήμα.
Είναι μικρή η αγορά μας, είναι συρρικνωμένη, μίζερη. Δε μιλάω για τις ταινίες οι οποίες είναι πιο ευρείας κατανάλωσης κι αυτές δεν είναι εύκολες να γίνουν. Μιλάω για έναν άνθρωπο, ένα παιδί, το οποίο έχει μια ιδέα και θέλει να την πραγματώσει. Και βλέπεις ότι έχει ταλέντο. Δεν μπορεί να βρει εύκολα ούτε παραγωγούς, ούτε χορηγούς. Πιστεύω ότι η Ελλάδα δεν έχει όρεξη για τέτοια. Κι όταν λέω η Ελλάδα δεν εννοώ ο κόσμος και πέρα από την πολιτική, το κράτος κι απ’ τα υπουργεία κι όλα αυτά, εννοώ τα μεγάλα γραφεία παραγωγής, διανομής κτλ για το σινεμά. Δεν έχει βλέψεις. Αν τύχει από σπόντα και γίνει κάτι θα γίνει ακριβώς από αυτό που λέγαμε πριν, από την πραγματική ανάγκη του δημιουργού. Και μη νομίζετε, παντού υπάρχει αυτό, ίσως όχι τόσο πολύ όσο στη χώρα μας. Για παράδειγμα οι αμερικανοί, κάνουν υποτίθεται ανεξάρτητο κινηματογράφο, τον οποίο κάνουν τα μεγάλα στούντιο και σου λέει τώρα θα σου δώσω την ανεξαρτησία σου. Αυτό δεν είναι ανεξαρτησία, το κάνει για να καρπωθεί κι από κει, για να πάρει το κοινό που θέλει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Είναι προτιμότερο αυτό που γίνεται εδώ. Κάποιοι που θέλουν πραγματικά να εκφραστούν θα εκφραστούν.
- Ακόμα και στα πενήντα.
Γ.Μ. : Και στα εκατόν πενήντα. Πιστεύω πως αν υπάρχει μια πραγματική βαθιά ανάγκη να εκφραστείς, στο σινεμά είναι λίγο δύσκολα, δυσκολεύονται ο άνθρωποι, γι΄ αυτό και τραβάνε τα χρόνια πολύ μπροστά. Αλλά στο θέατρο θα επικοινωνήσει πιο εύκολα, ακόμα και στο δρόμο.
- Και στη μουσική φαντάζομαι έτσι γίνεται
Γ.Μ. : Και στη μουσική βεβαίως, μπορείς να πάρεις τρία όργανα και να παίζεις όπου θέλεις. Έχει γεμίσει η Ελλάδα μουσικές σκηνές. Ότι θες μπορείς να κάνεις.
- Με το internet, σε πέντε μέρες μπορείς να έχεις γίνει διάσημος. Να σε ξέρουν όλοι, από ένα βιντεάκι.
Γ.Μ. : Ναι, εντάξει, να σε ξέρουνε, αλλά δε θα σε γνωρίζουν πραγματικά.
- Πολλοί όμως θέλουν το βήμα.
Γ.Μ. : Ασφαλώς, μα είναι φυσικό. Δεν υπάρχει περίπτωση να γνωρίσουμε ανθρώπους σοβαρούς αν δεν υπάρξει αυτό το βήμα. Δεν ξέρουμε ποιοι είναι σοβαροί από πριν. Πρέπει να εκτεθούνε διάφοροι. Αυτό είναι μια κατάρα βέβαια για την τέχνη, γιατί πρέπει να υποστείς και χιλιάδες μπαρούφες μέχρι να ανακαλύψεις το κανονικό. Αλλά είναι κι αυτό μες το παιχνίδι.
- Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για το χρόνο σας κύριε Μπέζο. Καλή επιτυχία στην παράσταση! Να είστε καλά και γενικότερα να είστε εδώ…
Γ.Μ. : Σας ευχαριστώ πολύ παιδιά. Να ‘στε καλά.
Παραστάσεις: 4 έως 8 Μαΐου και 13 έως 15 Μαΐου (ώρα έναρξης 9.15 μ.μ.)
Τιμές εισιτηρίων: 18€ (κανονικό), 10€ (φοιτητικό)
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση διαβάστε εδώ.