Οι Rolling Stones κυκλοφόρησαν το "Sticky Fingers" στις 23 Απριλίου του 1971, αλλά η πορεία προς την ηχογράφηση του κλασικού αυτού άλμπουμ ξεκίνησε ενάμιση χρόνο πριν σε μια μικρή πόλη της Αλαμπάμα. Οι Stones ξεκίνησαν τα sessions στις αρχές Δεκεμβρίου 1969 στα Muscle Shoals Sound Studios στο Sheffield, σπίτι καλλιτεχνών όπως η Aretha Franklin, ο Joe Tex και ο Wilson Pickett.
Ο δίσκος ανοίγει με ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα κομμάτια που έχουν φτάσει ποτέ στην κορυφή των charts: Tο "Brown Sugar", το οποίο την άνοιξη του 1971 έγινε η πρώτη Νο.1 επιτυχία των Stones στις ΗΠΑ μετά το "Honky Tonk Women" δύο χρόνια πριν, είναι γεμάτο αναφορές για τη δουλεία και τη σεξουαλική βία. Και όμως, ενάντια σε ένα τέτοιο ξεκίνημα, το "Sticky Fingers" είναι ένα από τα καλύτερα rock 'n' roll άλμπουμ που έγιναν ποτέ. Ήταν η πρώτη συλλογή νέου υλικού των Rolling Stones που κυκλοφόρησε μετά την καταστροφή της συναυλίας στο Altamont το 1969 και τη δολοφονία ενός θεατή από την συμμορία των Hell's Angels και την πρεμιέρα του πρωτοποριακού ντοκιμαντέρ "Gimme Shelter", που προκάλεσε κατηγορίες ότι οι κινηματογραφιστές και οι Stones επωφελήθηκαν από το φόνο.
Το εξώφυλλο του άλμπουμ —ένα κοντινό πλάνο ενός στενού καβάλου τζιν με ένα λειτουργικό φερμουάρ, σχεδιασμένο από τον Andy Warhol— φαινόταν να προσφέρει είσοδο στον κόσμο της ανδρικής σεξουαλικής ικανότητας, αλλά αντίθετα πρόσφερε είσοδο σε κάτι πιο ειλικρινές: την ανδρική ανασφάλεια. Το "Sticky Fingers" γράφτηκε και ηχογραφήθηκε μετά το χωρισμό του Jagger με τη Marianne Faithfull και τα πρώτα χρόνια της ζοφερής σχέσης του Richards με την Anita Pallenberg. Ένα άλμπουμ για τη στοργή, τον πόνο, την επιθυμία, την απώλεια, το να αγαπάς τους ανθρώπους που έχεις και σε έχουν πληγώσει.
Το "Sway", το δεύτερο κομμάτι του άλμπουμ, είναι ένα αόριστα μεταφυσικό ερωτικό τραγούδι για μια γυναίκα που δεν κατονομάζεται και που περιγράφεται από τον Mick Jagger ως «κάποια που με διέλυσε με την άκρη του χαμόγελου της». Τα φωνητικά στα "Can't You Hear Me Knockin" και "Bitch" είναι παράλογα χαρισματικά και θεαματικά μουσικά. Tο "I Got the Blues" είναι μια βραδύκαυστη ροκ μπαλάντα, ενώ το "Sway" είναι μια γκόσπελ κραυγή, που ταιριάζει γάντι στο soul υπόβαθρο του γκρουπ. Το "Wild Horses" είναι ένα καθαρά country τραγούδι αλλά με blues φωνητικά, ενώ το "Sister Morphine" μοιάζει να περικλείει την συναισθηματική ένταση όλου του άλμπουμ.
Το "Sticky Fingers" τελειώνει με το στοιχειωμένο έπος "Moonlight Mile", μια μεθυστική μίξη εξωτικού και οικείου, ένα τραγούδι που χτίζει μια μελετημένη απόσταση ανάμεσα στον αφηγητή και αυτή που λαχταράει, για να την γκρεμίσει αμέσως μετά με κρότο.
Το μουσικό μεγαλείο του άλμπουμ το τοποθετεί δικαίως δίπλα στο "Exile In Main Street" και στο "Let It Bleed" ως μέρος της τριάδας των καλύτερων δίσκων τους. Ακούγοντάς το και σήμερα, πέντε δεκαετίες και κάτι αργότερα, το σκοτάδι και η απελπισία του άλμπουμ «αγκαλιάζουν» ακόμα τον πόθο και την έξαψη.