Τρεις συντάκτες του MixGrill που βρέθηκαν στην Τεχνόπολη την Τετάρτη 27 Αυγούστου καταγράφουν τις εντυπώσεις τους από την εμφάνιση του Παύλου Παυλίδη και των B-Movies.
Γράφει ο Φίλιππος Σταυρογιαννόπουλος
Μια πολύ όμορφη βραδιά με αρκετά μεγάλη προσέλευση κόσμου. Η διάρκεια της συναυλίας ήταν η αναμενόμενη, όμως οι επιλογές των τραγουδιών ένιωθα πως δεν ταίριαζαν με το καλοκαιρινό κλίμα. Έβλεπες στις δυνατές στιγμές πως ο κόσμος ήθελε "ανεβαστικά" τραγούδια κι αναλώθηκε πολύς χρόνος σε πειραματισμούς, οι οποίοι δεν είχαν καν τις εξάρσεις που είμαστε συνηθισμένοι να ακούμε από τον live Παυλίδη.
Η απουσία encore, μιας και η αποχώρηση από τη σκηνή φάνηκε περισσότερο σα διάλειμμα, συνηγορεί στον όχι και τόσο "ροκ" προσανατολισμό της βραδιάς. Τέλος, ο ήχος ήταν καλός, αλλά λίγο χαμηλά σε ένταση. Σε κάθε περίπτωση αποδείχτηκε ιδανικός για να παρακολουθήσεις χαλαρά τον Παύλο από απόσταση, όχι για να ιδρώσεις χορεύοντας.
Γράφει η Ανθή Χρήστου
Υπάρχουν μερικά πράγματα σε αυτή την πόλη που εξακολουθούν να είναι τόσο όμορφα όσες φορές και να τα δεις. Ένα από αυτά είναι οι συναυλίες του Παύλου Παυλίδη.
Το βράδυ της Τετάρτης καλωσορίσαμε το Σεπτέμβρη που έρχεται σε μια ζεστή και νοσταλγική βραδιά στην Τεχνόπολη. Για μια ακόμη φορά, η ενέργεια ήταν εκεί, οι αφιερώσεις ολιγόλογες και ειλικρινείς και ο τραγουδιστής χόρευε ακόμη.
Ένα μοναδικό live που κράτησε σχεδόν 2,5 ώρες, όπου τα κομμάτια ακούγονταν ακόμη καλύτερα από το album σε μια σχεδόν κατάμεστη Τεχνόπολη. Οι συναυλίες του Παύλου Παυλίδη έχουν πάντα αυτό το κάτι παραπάνω.
Μας κάνουν να νιώθουμε πάλι παιδιά, μας μεταφέρουν σε μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητας, λίγο πιο ποιητική, λίγο πιο ανεκτή. Ένας τραγουδοποιός με τόσο μεγάλη πορεία που όμως πάνω στη σκηνή κάνει τα πιο δύσκολα να φαίνονται απλά.
Ένας μοναδικός καλλιτέχνης και μια εξαιρετική μπάντα. Το βράδυ της Τετάρτης είδαμε ένα άρτιο live, ένα σωστό setlist και ένα συγκρότημα που ξέρει να ισορροπεί αρμονικά και να παράγει αυτό το αποτέλεσμα.
Το τελευταίο που θυμόμαστε είναι τον Παυλίδη να χορεύει πάνω στη σκηνή και να χτυπά παλαμάκια, να αφιερώνει κομμάτια του με ουσία και να ολοκληρώνει τη συναυλία απλά επειδή δε γινόταν να παίξει παραπάνω.
Το μόνο που θυμόμαστε είναι πως κάπου βαθιά η φωτιά καίει ακόμη.
Γράφει ο Ορέστης Καζασίδης
Δυο χρόνια μετά την τελευταία μου συναυλία επί ελληνικού εδάφους επέστρεψα στο ίδιο μέρος, εκεί στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, για να παρακολουθήσω μιαν από τις μεγαλύτερες μουσικές προσωπικότητες της χώρας μας. Παρότι οι μουσικές και τα τραγούδια από τα Ξύλινα Σπαθιά με συντρόφευαν στο σχολείο και οι σόλο δουλειές του σημάδεψαν τα φοιτητικά μου χρόνια, δεν είχα καταφέρει να δω ποτέ ζωντανά τον Παύλο Παυλίδη. Το ραντεβού της Τετάρτης 27 Αυγούστου υπήρξε για μένα πρωτίστως μια βουτιά στην ανεμελιά και το ρομαντισμό του παρελθόντος. Ένα ταξίδι με παράξενα τραγούδια στο οποίο το πιο ωραίο θα ήταν πάντοτε το επόμενο λιμάνι.
Ο Παύλος ήταν κεφάτος και συνάμα αρκετά εσωτερικός. Συχνά απομακρυνόταν από το μικρόφωνο για να χορέψει και να χοροπηδήσει. Δεχόταν το χειροκρότημα με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη πρωτοεμφανιζόμενου. Κάθε κουβέντα που έβγαινε από το στόμα του ήταν μετρημένη και στοχευμένη. Οι B-Movies, από την άλλη, τον συνόδευσαν καθ’ όλη τη συναυλία με εξαιρετική απόδοση, επιβεβαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα πολύ καλά λόγια που άκουσα λίγες ώρες νωρίτερα για το συγκρότημα. Από τα μέλη του ξεχώριζε ο Θανάσης Τζίνγκοβιτς στην κιθάρα που τράβηξε τα βλέμματα κάμποσες φορές.
Η συναυλία ξεκίνησε λίγο πριν τις 21:30 και περιελάμβανε πολλούς από τους σταθμούς της πολυετούς καριέρας του Παυλίδη. Ωστόσο, παρατηρήθηκε μια ιδιαίτερα έντονη έλλειψη συνοχής στο πρόγραμμα. Δεδομένα, οι σόλο δουλειές του διακρίνονται αισθητά από τα Ξύλινα Σπαθιά. Παρόλα αυτά, σε μια συναυλία θα μπορούσαν να (συν)δεθούν με έναν πιο πρωτότυπο τρόπο από το απλώς να διαχωριστούν –τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο μέρος. Έτσι ίσως να είχαν αποφευχθεί και οι συχνές αυξομειώσεις στην ένταση της συμμετοχής του κοινού, που έδειχνε να απολαμβάνει πολύ περισσότερο τα τραγούδια των Σπαθιών.
Οι κορυφαίες στιγμές υπήρξαν οι “Ρόδες” με ένα διαρκές χοροπηδητό και το “Στο βράχο” όπου ο Παύλος απλώς δε χρειαζόταν να τραγουδήσει. Από την προσωπική του δισκογραφία ξεχώρισε βέβαια το “Αερικό”, αλλά και η “Λευκή Καταιγίδα”. Ο περσινός, τέταρτος δίσκος του εκπροσωπήθηκε από αρκετά τραγούδια, με τη “Μαίρη” να τραγουδιέται από πολλούς και το φινάλε της “Ελλάδας” να καθηλώνει. Ακούσαμε επίσης τέσσερα καινούργια τραγούδια. Ομολογώ ότι δε (μου) έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, εκτός ίσως από τις “Ακτές του Παραδείσου”. Φταίει ίσως που, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, ελάχιστα διαφοροποιούνται από τις “Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί”. Κι εδώ μάλλον με παίρνει να κάνω κι ένα σχόλιο για τον περσινό δίσκο. Με τη βοήθεια της χρονικής απόστασης πλέον, φαίνεται να αποτελεί το πιο ασφαλές βήμα που έκανε ποτέ ο Παυλίδης: επιχείρησε ελάχιστες καινοτομίες στον ήχο του, απέφυγε πολιτικές αναφορές που επιδοκιμάζει σε συνεντεύξεις του (με εξαίρεση κάποια εξ απαλών ονύχων στιχάκια στο “Θα ‘ρθει μια μέρα” και την “Ελλάδα”) και προτίμησε τον, πιθανώς σαρκαστικό μεν, εύπεπτο δε στίχο με κορωνίδα τη “Μαίρη”. Θα ήθελα το επόμενό του βήμα να μου θυμίσει περισσότερο τον καλλιτέχνη που με τα Σπαθιά άλλαζε ήχο σε κάθε δίσκο κατορθώνοντας να μην ακούγεται ποτέ βαρετός.
Η συναυλία σε κάποια σημεία υπήρξε όντως μονότονη. Συχνά η μουσική ακουγόταν επαναλαμβανόμενη και το μόνο που διαχώριζε τα τραγούδια ήταν το γνώριμο των στίχων. Η μεγαλύτερη όμως απογοήτευση προήλθε από τον κόσμο. Ακόμα και να ξεπεράσουμε το διαρκές μουρμουρητό και τα χλιαρά μόνο χειροκροτήματα, φαινόταν σαν να μαζεύτηκαν κάποιες χιλιάδες κόσμου στην Τεχνόπολη για να σουλατσάρουν, να κουβεντιάσουν και να πιουν μια μπύρα όπως θα έκαναν μια οποιαδήποτε βραδιά στο Γκάζι, τα Εξάρχεια ή του Ψυρρή. Μεγάλη κουβέντα θα πω, αλλά αυτό φανερώνει στην καλύτερη περίπτωση σύγχυση, αν όχι έλλειψη σεβασμού και (μουσικής) παιδείας.
Παρόλα αυτά, όπως έγραψα και παραπάνω, ο Παυλίδης δεν πτοήθηκε στιγμή. Και ο λόγος θα μπορούσε να είναι η παρουσία στη συναυλία της κόρης του, Αιμιλίας, η οποία σε ηλικία δύο ετών παρακολουθούσε για πρώτη φορά τον πατέρα της επί σκηνής. Να είναι περήφανη!
Σύμφωνα με τις σημειώσεις μας η setlist ήταν η παρακάτω:
1. Θα περιμένω
2. Το πλοίο που όλο φτάνει
3. Αντικαταπληκτικά
4. Θα ‘ρθει μια μέρα (αφιερωμένο στους φίλους μας στην Ιερισσό που επιμένουν)
5. Τόσο κοντά
6. Η νύχτα
7. Το αεροπλάνο
8. Μαίρη
9. Άσε με εδώ
10. Μηχανή
11. Άλλη μια μέρα
12. Το στοιχειωμένο σπίτι
13. Σαν εσένα
Σύντομο διάλειμμα για ένα τσιγαράκι
14. Πάρε με μαζί σου
15. Το καράβι
16. Βροχοποιός (αφιερωμένο στην Αιμιλία)
17. Ρόδες (αφιερωμένο στους διοργανωτές του Up festival)
18. Τώρα αρχίζω και θυμάμαι
19. Ό,τι θες εσύ
Διάλειμμα (δεκάλεπτο)
20. Λευκή καταιγίδα
21. Η ανάμνηση της ευτυχίας
22. Δεν είμαι από ‘δω
23. Το ποδήλατο
24. Το πιο τρελό σενάριο (καινούργιο)
25. Ο έρωτας (καινούργιο)
26. Ατλαντίς
27. Μόχα
28. Αερικό
29. Οι ακτές του παραδείσου (καινούργιο)
30. Στο βράχο
31. Ένα παράξενο τραγούδι
32. Ένα μικρό πλεούμενο (καινούργιο)
33. Ποίημα «Δειλιέν / Ζυλιέν», Μονάχα όταν τραγουδάω δεν τραυλίζω
Γράφει ο Φίλιππος Σταυρογιαννόπουλος
Μια πολύ όμορφη βραδιά με αρκετά μεγάλη προσέλευση κόσμου. Η διάρκεια της συναυλίας ήταν η αναμενόμενη, όμως οι επιλογές των τραγουδιών ένιωθα πως δεν ταίριαζαν με το καλοκαιρινό κλίμα. Έβλεπες στις δυνατές στιγμές πως ο κόσμος ήθελε "ανεβαστικά" τραγούδια κι αναλώθηκε πολύς χρόνος σε πειραματισμούς, οι οποίοι δεν είχαν καν τις εξάρσεις που είμαστε συνηθισμένοι να ακούμε από τον live Παυλίδη.
Η απουσία encore, μιας και η αποχώρηση από τη σκηνή φάνηκε περισσότερο σα διάλειμμα, συνηγορεί στον όχι και τόσο "ροκ" προσανατολισμό της βραδιάς. Τέλος, ο ήχος ήταν καλός, αλλά λίγο χαμηλά σε ένταση. Σε κάθε περίπτωση αποδείχτηκε ιδανικός για να παρακολουθήσεις χαλαρά τον Παύλο από απόσταση, όχι για να ιδρώσεις χορεύοντας.
Γράφει η Ανθή Χρήστου
Υπάρχουν μερικά πράγματα σε αυτή την πόλη που εξακολουθούν να είναι τόσο όμορφα όσες φορές και να τα δεις. Ένα από αυτά είναι οι συναυλίες του Παύλου Παυλίδη.
Το βράδυ της Τετάρτης καλωσορίσαμε το Σεπτέμβρη που έρχεται σε μια ζεστή και νοσταλγική βραδιά στην Τεχνόπολη. Για μια ακόμη φορά, η ενέργεια ήταν εκεί, οι αφιερώσεις ολιγόλογες και ειλικρινείς και ο τραγουδιστής χόρευε ακόμη.
Ένα μοναδικό live που κράτησε σχεδόν 2,5 ώρες, όπου τα κομμάτια ακούγονταν ακόμη καλύτερα από το album σε μια σχεδόν κατάμεστη Τεχνόπολη. Οι συναυλίες του Παύλου Παυλίδη έχουν πάντα αυτό το κάτι παραπάνω.
Μας κάνουν να νιώθουμε πάλι παιδιά, μας μεταφέρουν σε μια άλλη εκδοχή της πραγματικότητας, λίγο πιο ποιητική, λίγο πιο ανεκτή. Ένας τραγουδοποιός με τόσο μεγάλη πορεία που όμως πάνω στη σκηνή κάνει τα πιο δύσκολα να φαίνονται απλά.
Ένας μοναδικός καλλιτέχνης και μια εξαιρετική μπάντα. Το βράδυ της Τετάρτης είδαμε ένα άρτιο live, ένα σωστό setlist και ένα συγκρότημα που ξέρει να ισορροπεί αρμονικά και να παράγει αυτό το αποτέλεσμα.
Το τελευταίο που θυμόμαστε είναι τον Παυλίδη να χορεύει πάνω στη σκηνή και να χτυπά παλαμάκια, να αφιερώνει κομμάτια του με ουσία και να ολοκληρώνει τη συναυλία απλά επειδή δε γινόταν να παίξει παραπάνω.
Το μόνο που θυμόμαστε είναι πως κάπου βαθιά η φωτιά καίει ακόμη.
Δυο χρόνια μετά την τελευταία μου συναυλία επί ελληνικού εδάφους επέστρεψα στο ίδιο μέρος, εκεί στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, για να παρακολουθήσω μιαν από τις μεγαλύτερες μουσικές προσωπικότητες της χώρας μας. Παρότι οι μουσικές και τα τραγούδια από τα Ξύλινα Σπαθιά με συντρόφευαν στο σχολείο και οι σόλο δουλειές του σημάδεψαν τα φοιτητικά μου χρόνια, δεν είχα καταφέρει να δω ποτέ ζωντανά τον Παύλο Παυλίδη. Το ραντεβού της Τετάρτης 27 Αυγούστου υπήρξε για μένα πρωτίστως μια βουτιά στην ανεμελιά και το ρομαντισμό του παρελθόντος. Ένα ταξίδι με παράξενα τραγούδια στο οποίο το πιο ωραίο θα ήταν πάντοτε το επόμενο λιμάνι.
Ο Παύλος ήταν κεφάτος και συνάμα αρκετά εσωτερικός. Συχνά απομακρυνόταν από το μικρόφωνο για να χορέψει και να χοροπηδήσει. Δεχόταν το χειροκρότημα με ευλάβεια και ευγνωμοσύνη πρωτοεμφανιζόμενου. Κάθε κουβέντα που έβγαινε από το στόμα του ήταν μετρημένη και στοχευμένη. Οι B-Movies, από την άλλη, τον συνόδευσαν καθ’ όλη τη συναυλία με εξαιρετική απόδοση, επιβεβαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό τα πολύ καλά λόγια που άκουσα λίγες ώρες νωρίτερα για το συγκρότημα. Από τα μέλη του ξεχώριζε ο Θανάσης Τζίνγκοβιτς στην κιθάρα που τράβηξε τα βλέμματα κάμποσες φορές.
Η συναυλία ξεκίνησε λίγο πριν τις 21:30 και περιελάμβανε πολλούς από τους σταθμούς της πολυετούς καριέρας του Παυλίδη. Ωστόσο, παρατηρήθηκε μια ιδιαίτερα έντονη έλλειψη συνοχής στο πρόγραμμα. Δεδομένα, οι σόλο δουλειές του διακρίνονται αισθητά από τα Ξύλινα Σπαθιά. Παρόλα αυτά, σε μια συναυλία θα μπορούσαν να (συν)δεθούν με έναν πιο πρωτότυπο τρόπο από το απλώς να διαχωριστούν –τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο μέρος. Έτσι ίσως να είχαν αποφευχθεί και οι συχνές αυξομειώσεις στην ένταση της συμμετοχής του κοινού, που έδειχνε να απολαμβάνει πολύ περισσότερο τα τραγούδια των Σπαθιών.
Οι κορυφαίες στιγμές υπήρξαν οι “Ρόδες” με ένα διαρκές χοροπηδητό και το “Στο βράχο” όπου ο Παύλος απλώς δε χρειαζόταν να τραγουδήσει. Από την προσωπική του δισκογραφία ξεχώρισε βέβαια το “Αερικό”, αλλά και η “Λευκή Καταιγίδα”. Ο περσινός, τέταρτος δίσκος του εκπροσωπήθηκε από αρκετά τραγούδια, με τη “Μαίρη” να τραγουδιέται από πολλούς και το φινάλε της “Ελλάδας” να καθηλώνει. Ακούσαμε επίσης τέσσερα καινούργια τραγούδια. Ομολογώ ότι δε (μου) έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, εκτός ίσως από τις “Ακτές του Παραδείσου”. Φταίει ίσως που, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, ελάχιστα διαφοροποιούνται από τις “Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί”. Κι εδώ μάλλον με παίρνει να κάνω κι ένα σχόλιο για τον περσινό δίσκο. Με τη βοήθεια της χρονικής απόστασης πλέον, φαίνεται να αποτελεί το πιο ασφαλές βήμα που έκανε ποτέ ο Παυλίδης: επιχείρησε ελάχιστες καινοτομίες στον ήχο του, απέφυγε πολιτικές αναφορές που επιδοκιμάζει σε συνεντεύξεις του (με εξαίρεση κάποια εξ απαλών ονύχων στιχάκια στο “Θα ‘ρθει μια μέρα” και την “Ελλάδα”) και προτίμησε τον, πιθανώς σαρκαστικό μεν, εύπεπτο δε στίχο με κορωνίδα τη “Μαίρη”. Θα ήθελα το επόμενό του βήμα να μου θυμίσει περισσότερο τον καλλιτέχνη που με τα Σπαθιά άλλαζε ήχο σε κάθε δίσκο κατορθώνοντας να μην ακούγεται ποτέ βαρετός.
Η συναυλία σε κάποια σημεία υπήρξε όντως μονότονη. Συχνά η μουσική ακουγόταν επαναλαμβανόμενη και το μόνο που διαχώριζε τα τραγούδια ήταν το γνώριμο των στίχων. Η μεγαλύτερη όμως απογοήτευση προήλθε από τον κόσμο. Ακόμα και να ξεπεράσουμε το διαρκές μουρμουρητό και τα χλιαρά μόνο χειροκροτήματα, φαινόταν σαν να μαζεύτηκαν κάποιες χιλιάδες κόσμου στην Τεχνόπολη για να σουλατσάρουν, να κουβεντιάσουν και να πιουν μια μπύρα όπως θα έκαναν μια οποιαδήποτε βραδιά στο Γκάζι, τα Εξάρχεια ή του Ψυρρή. Μεγάλη κουβέντα θα πω, αλλά αυτό φανερώνει στην καλύτερη περίπτωση σύγχυση, αν όχι έλλειψη σεβασμού και (μουσικής) παιδείας.
Παρόλα αυτά, όπως έγραψα και παραπάνω, ο Παυλίδης δεν πτοήθηκε στιγμή. Και ο λόγος θα μπορούσε να είναι η παρουσία στη συναυλία της κόρης του, Αιμιλίας, η οποία σε ηλικία δύο ετών παρακολουθούσε για πρώτη φορά τον πατέρα της επί σκηνής. Να είναι περήφανη!
Σύμφωνα με τις σημειώσεις μας η setlist ήταν η παρακάτω:
1. Θα περιμένω
2. Το πλοίο που όλο φτάνει
3. Αντικαταπληκτικά
4. Θα ‘ρθει μια μέρα (αφιερωμένο στους φίλους μας στην Ιερισσό που επιμένουν)
5. Τόσο κοντά
6. Η νύχτα
7. Το αεροπλάνο
8. Μαίρη
9. Άσε με εδώ
10. Μηχανή
11. Άλλη μια μέρα
12. Το στοιχειωμένο σπίτι
13. Σαν εσένα
Σύντομο διάλειμμα για ένα τσιγαράκι
14. Πάρε με μαζί σου
15. Το καράβι
16. Βροχοποιός (αφιερωμένο στην Αιμιλία)
17. Ρόδες (αφιερωμένο στους διοργανωτές του Up festival)
18. Τώρα αρχίζω και θυμάμαι
19. Ό,τι θες εσύ
Διάλειμμα (δεκάλεπτο)
20. Λευκή καταιγίδα
21. Η ανάμνηση της ευτυχίας
22. Δεν είμαι από ‘δω
23. Το ποδήλατο
24. Το πιο τρελό σενάριο (καινούργιο)
25. Ο έρωτας (καινούργιο)
26. Ατλαντίς
27. Μόχα
28. Αερικό
29. Οι ακτές του παραδείσου (καινούργιο)
30. Στο βράχο
31. Ένα παράξενο τραγούδι
32. Ένα μικρό πλεούμενο (καινούργιο)
33. Ποίημα «Δειλιέν / Ζυλιέν», Μονάχα όταν τραγουδάω δεν τραυλίζω