«Ένας ήρωας με παντόφλες»... ένα διαχρονικό θεατρικό έργο, από το συγγραφικό δίδυμο των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, γραμμένο το 1947 και εν μέσω εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, ανεβαίνει φέτος στο θέατρο «Βρετάνια» σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου, με τον ίδιο να κρατά τον ρόλο του στρατηγού «Λάμπρου Δεκαβάλα».
Ο απόστρατος στρατηγός Δεκαβάλας, ζώντας τίμια και φτωχικά με τη γυναίκα του (Δάφνη Λαμπρόγιαννη) και την κόρη του (Αμαλία Νίνου), ενημερώνεται από τον ξάδερφό του (Τάκης Γιαννόπουλος) ότι η πατρίδα αποφάσισε να τον τιμήσει, δίνοντας τ’ όνομά του στην πλατεία έξω από το σπίτι του και αναγείροντας εκεί τον ανδριάντα του. Γρήγορα όμως, ο στρατηγός Δεκαβάλας, και με τη βοήθεια του γλύπτη του ανδριάντα του (Κώστας Φλωκατούλας), θα συνειδητοποιήσει ότι όλο αυτό δεν είναι τίποτα παραπάνω, από ένα πολύ έξυπνο «σχέδιο» του ξαδέρφου του, σε συνεργασία με τον ιδιαίτερο (Δημήτρης Λιόλιος) του Υπουργού για να κερδίσουν χρήματα από το κονδύλι κατασκευής του ανδριάντα.
Το έργο θα το χαρακτήριζα ως «μαύρη κωμωδία», μέσα από την οποία ο θεατής συνειδητοποιεί ότι ακόμα και σήμερα, 65 χρόνια σχεδόν μετά την συγγραφή του έργου, δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στη δημόσια διοίκηση της χώρας. Ταυτόχρονα, όμως, κατά τη γνώμη μου, αντιλαμβάνεται ότι πάντα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι τίμιοι, αγαπούν την πατρίδα τους και έχουν επιλέξει να ζουν με ήθος και αξίες. Πάντα, όμως, θα βρεθούν κάποιοι οι οποίοι θα εκμεταλλευτούν τις αξίες αυτές για προσωπικό τους όφελος, και έχοντας ως «δύναμη» την ίδια την «πατρίδα», η οποία τους το επιτρέπει μέσα από την ατιμωρησία και την έλλειψη δικαιοσύνης που πηγάζουν μέσα της.
Όλος ο θίασος αποδίδει σε ιδιαίτερα υψηλό ερμηνευτικό βαθμό τους ρόλους του έργου, ξεχωρίζοντας κατά την άποψή μας ο Τάκης Γιαννόπουλος με την πληθωρική του παρουσία επί της σκηνής, καθώς και οι μεστές ερμηνείες της Αμαλίας Νίνου και του Αλμπέρτο Φάις, ως κόρης του στρατηγού Δεκαβάλα, η πρώτη, και ως ο αρραβωνιαστικός της ο δεύτερος.
Σκηνοθετικά, ο Γιάννης Μπέζος έχει αποδώσει ιδανικά το κλίμα της εποχής, έχει
προσαρμόσει τις ερμηνείες των ηθοποιών πάνω σε αυτό, ενώ μεγάλη βοήθεια του παρέχει και το ίδιο το θέατρο, που είναι πραγματικά πανέμορφο και μ’ ένα στυλ βγαλμένο από τις εποχές της "παλιάς Αθήνας".
Τέλος, επειδή θεωρώ τον Γιάννη Μπέζο ως έναν από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του και προσωπικά αποτελεί τον αγαπημένο μου, δε μπορώ να παραλείψω την διαπίστωση ότι στο έργο αυτό πραγματικά «βάζει καλούπι» στον εαυτό του, μη επιτρέποντας του να ξεφεύγει με «τηλεοπτικές» κινήσεις και για τον λόγο αυτό, πραγματικά πιστεύω ότι η ερμηνεία του ως στρατηγός Δεκαβάλας είναι ιδανική.
Ο απόστρατος στρατηγός Δεκαβάλας, ζώντας τίμια και φτωχικά με τη γυναίκα του (Δάφνη Λαμπρόγιαννη) και την κόρη του (Αμαλία Νίνου), ενημερώνεται από τον ξάδερφό του (Τάκης Γιαννόπουλος) ότι η πατρίδα αποφάσισε να τον τιμήσει, δίνοντας τ’ όνομά του στην πλατεία έξω από το σπίτι του και αναγείροντας εκεί τον ανδριάντα του. Γρήγορα όμως, ο στρατηγός Δεκαβάλας, και με τη βοήθεια του γλύπτη του ανδριάντα του (Κώστας Φλωκατούλας), θα συνειδητοποιήσει ότι όλο αυτό δεν είναι τίποτα παραπάνω, από ένα πολύ έξυπνο «σχέδιο» του ξαδέρφου του, σε συνεργασία με τον ιδιαίτερο (Δημήτρης Λιόλιος) του Υπουργού για να κερδίσουν χρήματα από το κονδύλι κατασκευής του ανδριάντα.
Το έργο θα το χαρακτήριζα ως «μαύρη κωμωδία», μέσα από την οποία ο θεατής συνειδητοποιεί ότι ακόμα και σήμερα, 65 χρόνια σχεδόν μετά την συγγραφή του έργου, δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα στη δημόσια διοίκηση της χώρας. Ταυτόχρονα, όμως, κατά τη γνώμη μου, αντιλαμβάνεται ότι πάντα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι τίμιοι, αγαπούν την πατρίδα τους και έχουν επιλέξει να ζουν με ήθος και αξίες. Πάντα, όμως, θα βρεθούν κάποιοι οι οποίοι θα εκμεταλλευτούν τις αξίες αυτές για προσωπικό τους όφελος, και έχοντας ως «δύναμη» την ίδια την «πατρίδα», η οποία τους το επιτρέπει μέσα από την ατιμωρησία και την έλλειψη δικαιοσύνης που πηγάζουν μέσα της.
Όλος ο θίασος αποδίδει σε ιδιαίτερα υψηλό ερμηνευτικό βαθμό τους ρόλους του έργου, ξεχωρίζοντας κατά την άποψή μας ο Τάκης Γιαννόπουλος με την πληθωρική του παρουσία επί της σκηνής, καθώς και οι μεστές ερμηνείες της Αμαλίας Νίνου και του Αλμπέρτο Φάις, ως κόρης του στρατηγού Δεκαβάλα, η πρώτη, και ως ο αρραβωνιαστικός της ο δεύτερος.
Σκηνοθετικά, ο Γιάννης Μπέζος έχει αποδώσει ιδανικά το κλίμα της εποχής, έχει
προσαρμόσει τις ερμηνείες των ηθοποιών πάνω σε αυτό, ενώ μεγάλη βοήθεια του παρέχει και το ίδιο το θέατρο, που είναι πραγματικά πανέμορφο και μ’ ένα στυλ βγαλμένο από τις εποχές της "παλιάς Αθήνας".
Τέλος, επειδή θεωρώ τον Γιάννη Μπέζο ως έναν από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της γενιάς του και προσωπικά αποτελεί τον αγαπημένο μου, δε μπορώ να παραλείψω την διαπίστωση ότι στο έργο αυτό πραγματικά «βάζει καλούπι» στον εαυτό του, μη επιτρέποντας του να ξεφεύγει με «τηλεοπτικές» κινήσεις και για τον λόγο αυτό, πραγματικά πιστεύω ότι η ερμηνεία του ως στρατηγός Δεκαβάλας είναι ιδανική.