"Writing about music is like dancing about architecture."
Ο άνωθεν αφορισμός αποδίδεται εδώ και χρόνια στον Frank Zappa – λανθασμένα.
Αναπαρήχθη από τον Zappa βεβαίως, μεταξύ άλλων, εντούτοις πιστώνεται σε μια '70s προσωπικότητα λιμνάζουσα πλέον σε μια σχετική λήθη – τον ηθοποιό/τραγουδιστή Martin Mull. Εάν δεν διαθέτεις ψυχαναγκασμό με τη σημασιολογία – ή απλά τη σωστή χρήση των λέξεων – θα διαπιστώσεις ορθώς ότι αντί του δεύτερου «about» στην παραπάνω ρήση θα έπρεπε να υπάρχει ένα «to». Ψιλά γράμματα, μωρέ. Τα οποία «γράμματα», παρεμπιπτόντως, δεν έχουν θέση στη μουσική, όπως υποστηρίζει ο κύριος Mull, εκτός κι αν είναι στίχοι.
Είτε τον μισείς, είτε τον αγαπάς, ο Robert Christgau, ίσως ο πλέον προβεβλημένος μουσικοκριτικός των τελευταίων 50 ετών όλων των εποχών, εκτός από το να εισάγει στο mainstream την κυνική αποτίμηση των δίσκων με ένα γράμμα της αλφαβήτου συνοδευόμενο από ένα πρόσημο (ή και σκέτο ανά στιγμές) – λες και είναι κάποιο συναρμολογούμενο έπιπλο από σκανδιναβικό κολοσσό –, τοποθετήθηκε και επί της εν λόγω δήλωσης. Με διάθεση καταρριπτική μεν, βασιζόμενη σε αδιάσειστο ορθολογισμό δε: «Το γράψιμο για τη μουσική είναι, πρωτίστως, γράψιμο». Ένσταση κανείς; Όχι; Προχωράμε: «Ένα από τα πράγματα που διαψεύδουν τους ηλίθιους που προβαίνουν σε μια τέτοια σύγκριση είναι το γεγονός ότι πολλές φορές ο χορός αφορά την αρχιτεκτονική. Σώματα που κινούνται εντός ενός χώρου – άρα, κατά μία έννοια, βρίσκονται σε μια επαφή με αυτόν –, αφήνουν το δικό τους σχόλιο πάνω στον συγκεκριμένο χώρο, εκουσίως ή όχι».
Όλα τα παραπάνω ασφαλώς και αποτελούν υλικό που θα χρησιμοποιήσουν σε καφενειακό δικαστήριο ο υποφαινόμενος και το σινάφι του προς υπεράσπισή τους. Άνθρωποι που, στη συντριπτική πλειονότητα, αγαπάνε τη μουσική και, συχνά κουβαλώντας μια σπαραξικάρδια ιστορία μη εκμάθησης κάποιου μουσικού οργάνου στην πρώιμη εφηβεία τους, επιδίδονται στα «πέριξ» της μουσικής ενασχόλησης: ραδιόφωνο, γράψιμο, αμέτρητες βινυλότσαρκες [sic] καθώς και ευκαριακό DJ set – το οποίο αρκετές φορές εξελίσσεται σε «ημιμόνιμη» σύμβαση.
Πηγαίνοντας πίσω σε αυτό που είπε ο Christgau, με βρίσκει διστακτικά σύμφωνο. Κι αυτό γιατί πολλές φορές έχω πιάσει τον εαυτό μου να αποζητά μια πιο στενή επαφή με την «παρθενογένεση» (λέγε με και "fiction"). Το γράψιμο (περί μουσικής) όμως είναι γράψιμο. Το οποίο μάλιστα μπορεί να γίνει άκρως δημιουργικό και ευφάνταστο. Ας θυμηθούμε, λόγου χάριν, τις περίπου 2500 λέξεις που είχε γράψει ο Lester Bangs για το "Metal Machine Music" του Lou Reed. Μέχρι και σήμερα, ενδεχομένως να αποτελεί τη μοναδική δισκοκριτική που είναι στην πραγματικότητα καλύτερη από το προς κρίσιν πόνημα. Και η οποία, μιας που μιλάμε για τον Bangs, είναι ένα κομψοτέχνημα "Gonzo" δημοσιογραφίας: δηλαδή, "fiction" – έστω και εν μέρει.
Σχετικό θέμα
Μιας και πιάσαμε το (περίπου) δημοσιογραφικό κίνημα που γέννησε ο Hunter S. Thompson στα παραισθησιογόνα '70s, τολμώ να επεκτείνω την αναλογία υποστηρίζοντας ευθαρσώς ότι η (σωστή) μουσική «δημοσιογραφία» θα έπρεπε, ιδανικά, να ακολουθεί με περισσότερη ευλάβεια μια Gonzo ιδεοληψία. Κι αυτό γιατί είναι υποκειμενική και σχεδόν επιβάλλει ανά διαστήματα τη μυθοπλασία: πόσες φορές τα ηχοτοπία που εισχωρούσαν διά των τυμπανικών μεμβρανών στον εγκέφαλό σου σε έβαλαν στη διαδικασία να οπτικοποιήσεις «κανονικά» τοπία; «Music is my drug», δε λένε άλλωστε; Δεν είσαι δα και επιφυλλιδογράφος σε κάποιο συντηρητικό έντυπο (με το αζημίωτο, ασφαλώς). Βάλε φαντασία, δαγκώνει μόνο υπό περιπτώσεις.
Μολαταύτα γινόμαστε έντρομοι μάρτυρες «δισκοκριτικών», μεταξύ άλλων, στα εγχώρια τουλάχιστον, που δεν είναι τίποτα παραπάνω από ευτελές αναμάσημα δελτίου τύπου. Σίγουρα ασφαλέστερη επιλογή – για τον εκάστοτε μουσικό αλλά όχι για τη σκηνή εν γένει. Από την άλλη, έχουμε γίνει μάρτυρες γλαφυρών, περισπούδαστων κειμένων που απορρίπτουν με έπαρση δουλειά μιας νέας (συμφορά!) μπάντας, παραδείγματος χάριν. Προσωπικά διαφωνώ με αμφότερα, ειδικά με τη δεύτερη περίπτωση, εάν έχει συνταχθεί δίχως μισό δράμι καλοπροαίρετης διάθεσης.
Σαφέστατα και υπάρχει διάχυτη μια πικρία με επικάλυψη ελιτισμού εκατέρωθεν. Ο μεν μουσικός θα απορρίψει τον γραφιά προσάπτοντας τη – βολική, η αλήθεια είναι – κατηγορία ότι φανερώνει συμπλέγματα που πηγάζουν από το γεγονός ότι δεν κατάφερε να γράψει μισή νότα στη ζωή του. Από την άλλη, ο έμπειρος μουσικός συντάκτης εμπορεύεται νταηλίκι σε νεόκοπους – και όχι μόνο – καλλιτέχνες πατώντας πάνω στις εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις και την αδιαμφισβήτητη εμπειρία του – ορισμένες φορές δε, μπορεί να τρέχει και δικό του label (σκούρα τα πράγματα).
Αλλά ας το δούμε ψύχραιμα, ας κοιτάξουμε κατάματα την αλήθεια: δεν βρισκόμαστε στο 1986. Δεν υπάρχει ένας Αργύρης Ζήλος ή ένας Γιάννης Πετρίδης να «διαφεντεύει» το κοινό περί ήχου αίσθημα. Υπάρχει το ίντερνετ, ως εκ τούτου πολυάριθμες πλατφόρμες που προσφέρουν ατελείωτη πρόσβαση σε μουσικά ερεθίσματα: από το πατροπαράδοτο YouTube μέχρι κάποια εξειδικευμένη streaming υπηρεσία επί πληρωμή. Γνώμες πάντα θα υπάρχουν για το οτιδήποτε. Επί του μουσικού τύπου όμως, που, και διαβάζεται λιγότερο και (μπορούν να) γράφουν περισσότεροι, τα πράγματα μπορούν δυνητικά να είναι στο μικρόκοσμό τους αρκετά αξιοκρατικά – αλλά και να λειτουργούν ομοιογενώς με την ευρύτερη μουσική οικογένεια, ανεξάρτητα από το πρόσημο που φέρει το εκάστοτε κείμενο.
Κάποιος μου είχε πει σχετικά πρόσφατα ότι «το music writing είναι πολυτέλεια». Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Κρίνοντας και από το κομμάτι του κύκλου μου που δεν ασχολείται με τη μουσική ψυχαναγκαστικά, έφερα συνειρμικά στο νου το εξής παράδοξο: η πλειονότητα θα δεχτεί πιο εύκολα μια κινηματογραφική κριτική (την οποία μπορεί ακόμα και να διαβάσουν) παρά μια μουσική. Το πρώτο είναι status quo, το δεύτερο ένα πολιτισμικό glitch. Το πρώτο βγάζει πολλές φορές μια (καλώς εννοούμενη) «εστετίλα», το δεύτερο μια γενική απορία. Ίσως κάπου κρίνεται απαραίτητο να σημειώσω ότι μερικές από τις καλύτερες (δημοσιογραφικές) πένες στην Ελλάδα – κατά την όχι και τόσο ταπεινή μου άποψη – είτε ξεκίνησαν από music writing, είτε τους προέκυψε στην πορεία. Ή απλά ασχολούνται (σχεδόν) αποκλειστικά με αυτο.
Αισθάνομαι ότι οφείλω, αντί επιλόγου, ένα απαραίτητο disclaimer σχετικά με τις παραπάνω (σκόρπιες και ουχί ιδιαιτέρως βαρυσήμαντες) απόψεις: είμαι γεννημένος κάπου στα μέσα των '90s και έκανα μια γενική αποτίμηση των δεδομένων όπως τα έχω αντιληφθεί προσωπικά. Α, επίσης έχω κάνει άνθρωπο να βαρεθεί μιλώντας του για μουσική – δεν μου το έδειξε ποτέ, να ‘ναι καλά η κοινωνική του ευγένεια.