Όσο αφορά την Αθήνα λοιπόν, ας ξεκινήσουμε από το χώρο που φιλοξένησε το φεστιβάλ.
Οι πόρτες στην Ιερά Οδό άνοιξαν λίγο μετά τις 20:20. Ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να συγκεντρώνεται. Η προσέλευση φαινόταν από την αρχή ότι θα είναι ικανοποιητική. Ο χώρος ήταν άψογος. Αρκετά μεγάλος αλλά όχι χαοτικός, με απόλυτα industrial αισθητική (που ταίριαζε και στο ύφος του φεστιβάλ) και το κυριότερο, αμφιθεατρικός.
Η μουσική επένδυση ακόμα και κατά τη διάρκεια της αναμονής για την έναρξη των live ήταν πολύ προσεκτικά επιλεγμένη. Προετοίμαζε το κοινό για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Τηρώντας πιστά το πρόγραμμα, ο Son Lux εμφανίστηκε στη σκηνή. Ο κατά κόσμον Ryan Lott, που παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει συνεργαστεί με σημαντικά ονόματα όπως ο Sufjan Stevens και οι Arcade Fire, είναι από τους μουσικούς της ηλεκτρονικής σκηνής που θα αλλάξει τα δεδομένα και θα τολμήσει ένα βήμα παραπάνω. Η ερμηνεία του ήταν πολύ επαγγελματική, με πλούσιο συναίσθημα και αν συνοδευόταν από περισσότερα όργανα (εκτός από ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς) θα μπορούσα να φανταστώ ότι ακούω These New Puritans. Παρατηρώντας το κοινό, θα έλεγα ότι είχε φανατικούς οπαδούς αλλά σίγουρα κέρδισε και νέους fans μετά την εμφάνιση του. Όλα τα κομμάτια που παρουσίασε ήταν ιδιαίτερα, αλλά ξεχώρισε το “Easy” και “Lost it to trying”. Έπαιξε μία ώρα. Του άξιζε κάτι παραπάνω.
Ολιγόλεπτο διάλειμμα και εμφανίζεται το δίδυμο The Bug (aka Kevin Martin) feat. Flowdan σε ένα set που σχεδόν «γκρέμισε το μαγαζί». Υπό τους άκρως ηλεκτρονικούς hip-hop ήχους τους, το κοινό μεταφέρθηκε στα πιο σκοτεινά μονοπάτια της κλασικής dubstep. Σπουδαία συνεργασία μεταξύ τους και απόλυτο ταίριασμα της μουσικής του The Bug και της σκηνικής παρουσίας του Flowdan.
Δεύτερο διάλειμμα για ανασυγκρότηση και ξαφνικά έρχεται το καλοκαίρι στην καρδιά του χειμώνα με τον Lee “Scratch” Perry στη σκηνή του Plisskën. Μπαλόνια, σωλήνες με κομφετί και αυθεντική reggae συνέθεσαν ένα σκηνικό που κατά την άποψη μου δεν μπορούσε να συνάδει με τη φιλοσοφία ενός φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει την αξία του θρυλικού Lee “Scratch” Perry, του πρωτοπόρου της dub, που παρά την προχωρημένη ηλικία του και την παραφορτωμένη εμφάνισή του κατάφερε να οργώσει τη σκηνή επί μιάμιση ώρα.
Και μπαίνουμε στο κυρίως μέρος. Οι Swans που ακολούθησαν είναι ένα πολύ ιδιαίτερο συγκρότημα με φανατικούς φίλους και ακόμα πιο φανατικούς πολέμιους. Όλοι πάντως συμφωνούν σε ένα πράγμα: αυτό που καταφέρνουν με τη μουσική τους δεν έχει προηγούμενο-επόμενο-μεθεπόμενο. Είναι μοναδική η σχέση τους με τον ήχο. Δουλεύουν τις κιθάρες, το μπάσο, τις παραμορφώσεις, τα ντραμς και μια μεγάλη γκάμα πνευστών και κρουστών οργάνων στα όριά τους. Με την πορεία που έχουν διαγράψει και τη φήμη που έχουν αποκτήσει, είναι αλήθεια ότι δεν χρειαζόντουσαν μια νέα κυκλοφορία όπως το “To Be Kind” για να συγκεντρώσουν στην Ιερά Οδό τους fans της darkwave σκηνής αλλά και ανυποψίαστους ηλεκτρονικόφιλους που απλά δεν πίστευαν ότι το κλείσιμο ενός κομματιού με αλλεπάλληλα σόλο μπορεί να διαρκέσει 5 ολόκληρα λεπτά. Αν και ξεκίνησαν με κάποια τεχνικά προβλήματα, το live τους εξελίχθηκε τόσο δυνατό που κράτησε τον κόσμο καθηλωμένο για δύο ολόκληρες ώρες.
Οι πιο υπομονετικοί (ή μάλλον όσοι δεν είχαν ήδη κλείσει 6 ώρες στο φεστιβάλ) περίμεναν στωικά τους Simian Mobile Disco. Και όταν το set τους ξεκίνησε, ο χώρος μπήκε και πάλι σε ρυθμούς πάρτυ. Πίσω από το δίδυμο των James Ford και Jas Shaw, η γιγαντοοθόνη απέκτησε χρησιμότητα, καθώς σε όλη τη διάρκεια προβαλλόταν το ειδικό visualization που είχε ετοιμάσει το σχήμα για τη μουσική του παράσταση. Δυστυχώς η κούραση έκαμψε τις δυνάμεις μας και αφήσαμε το χώρο γεμάτο κατά τα 2/5 του με πολύ ευδιάθετο κοινό να χορεύει στις μουσικές του αγαπημένου διδύμου της ηλεκτρονικής σκηνής.
Άλλη μια επιτυχία λοιπόν για το Plisskën Festival, που ελπίζουμε να μας επιφυλάσσει κι άλλες εκπλήξεις στο μέλλον, για να μην ξεχνάμε ότι η μουσική είναι ζωντανός οργανισμός και εξελίσσεται.
Το φωτογραφικό υλικό παρέχεται από τον συντάκτη μας Δημήτρη Δημόπουλο και μπορείτε να δείτε όλες τις φωτογραφίες εδώ.
Οι πόρτες στην Ιερά Οδό άνοιξαν λίγο μετά τις 20:20. Ο κόσμος είχε ήδη αρχίσει να συγκεντρώνεται. Η προσέλευση φαινόταν από την αρχή ότι θα είναι ικανοποιητική. Ο χώρος ήταν άψογος. Αρκετά μεγάλος αλλά όχι χαοτικός, με απόλυτα industrial αισθητική (που ταίριαζε και στο ύφος του φεστιβάλ) και το κυριότερο, αμφιθεατρικός.
Η μουσική επένδυση ακόμα και κατά τη διάρκεια της αναμονής για την έναρξη των live ήταν πολύ προσεκτικά επιλεγμένη. Προετοίμαζε το κοινό για ό,τι επρόκειτο να ακολουθήσει.
Τηρώντας πιστά το πρόγραμμα, ο Son Lux εμφανίστηκε στη σκηνή. Ο κατά κόσμον Ryan Lott, που παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει συνεργαστεί με σημαντικά ονόματα όπως ο Sufjan Stevens και οι Arcade Fire, είναι από τους μουσικούς της ηλεκτρονικής σκηνής που θα αλλάξει τα δεδομένα και θα τολμήσει ένα βήμα παραπάνω. Η ερμηνεία του ήταν πολύ επαγγελματική, με πλούσιο συναίσθημα και αν συνοδευόταν από περισσότερα όργανα (εκτός από ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς) θα μπορούσα να φανταστώ ότι ακούω These New Puritans. Παρατηρώντας το κοινό, θα έλεγα ότι είχε φανατικούς οπαδούς αλλά σίγουρα κέρδισε και νέους fans μετά την εμφάνιση του. Όλα τα κομμάτια που παρουσίασε ήταν ιδιαίτερα, αλλά ξεχώρισε το “Easy” και “Lost it to trying”. Έπαιξε μία ώρα. Του άξιζε κάτι παραπάνω.
Ολιγόλεπτο διάλειμμα και εμφανίζεται το δίδυμο The Bug (aka Kevin Martin) feat. Flowdan σε ένα set που σχεδόν «γκρέμισε το μαγαζί». Υπό τους άκρως ηλεκτρονικούς hip-hop ήχους τους, το κοινό μεταφέρθηκε στα πιο σκοτεινά μονοπάτια της κλασικής dubstep. Σπουδαία συνεργασία μεταξύ τους και απόλυτο ταίριασμα της μουσικής του The Bug και της σκηνικής παρουσίας του Flowdan.
Δεύτερο διάλειμμα για ανασυγκρότηση και ξαφνικά έρχεται το καλοκαίρι στην καρδιά του χειμώνα με τον Lee “Scratch” Perry στη σκηνή του Plisskën. Μπαλόνια, σωλήνες με κομφετί και αυθεντική reggae συνέθεσαν ένα σκηνικό που κατά την άποψη μου δεν μπορούσε να συνάδει με τη φιλοσοφία ενός φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής. Αυτό ωστόσο δεν μειώνει την αξία του θρυλικού Lee “Scratch” Perry, του πρωτοπόρου της dub, που παρά την προχωρημένη ηλικία του και την παραφορτωμένη εμφάνισή του κατάφερε να οργώσει τη σκηνή επί μιάμιση ώρα.
Και μπαίνουμε στο κυρίως μέρος. Οι Swans που ακολούθησαν είναι ένα πολύ ιδιαίτερο συγκρότημα με φανατικούς φίλους και ακόμα πιο φανατικούς πολέμιους. Όλοι πάντως συμφωνούν σε ένα πράγμα: αυτό που καταφέρνουν με τη μουσική τους δεν έχει προηγούμενο-επόμενο-μεθεπόμενο. Είναι μοναδική η σχέση τους με τον ήχο. Δουλεύουν τις κιθάρες, το μπάσο, τις παραμορφώσεις, τα ντραμς και μια μεγάλη γκάμα πνευστών και κρουστών οργάνων στα όριά τους. Με την πορεία που έχουν διαγράψει και τη φήμη που έχουν αποκτήσει, είναι αλήθεια ότι δεν χρειαζόντουσαν μια νέα κυκλοφορία όπως το “To Be Kind” για να συγκεντρώσουν στην Ιερά Οδό τους fans της darkwave σκηνής αλλά και ανυποψίαστους ηλεκτρονικόφιλους που απλά δεν πίστευαν ότι το κλείσιμο ενός κομματιού με αλλεπάλληλα σόλο μπορεί να διαρκέσει 5 ολόκληρα λεπτά. Αν και ξεκίνησαν με κάποια τεχνικά προβλήματα, το live τους εξελίχθηκε τόσο δυνατό που κράτησε τον κόσμο καθηλωμένο για δύο ολόκληρες ώρες.
Οι πιο υπομονετικοί (ή μάλλον όσοι δεν είχαν ήδη κλείσει 6 ώρες στο φεστιβάλ) περίμεναν στωικά τους Simian Mobile Disco. Και όταν το set τους ξεκίνησε, ο χώρος μπήκε και πάλι σε ρυθμούς πάρτυ. Πίσω από το δίδυμο των James Ford και Jas Shaw, η γιγαντοοθόνη απέκτησε χρησιμότητα, καθώς σε όλη τη διάρκεια προβαλλόταν το ειδικό visualization που είχε ετοιμάσει το σχήμα για τη μουσική του παράσταση. Δυστυχώς η κούραση έκαμψε τις δυνάμεις μας και αφήσαμε το χώρο γεμάτο κατά τα 2/5 του με πολύ ευδιάθετο κοινό να χορεύει στις μουσικές του αγαπημένου διδύμου της ηλεκτρονικής σκηνής.
Άλλη μια επιτυχία λοιπόν για το Plisskën Festival, που ελπίζουμε να μας επιφυλάσσει κι άλλες εκπλήξεις στο μέλλον, για να μην ξεχνάμε ότι η μουσική είναι ζωντανός οργανισμός και εξελίσσεται.
Το φωτογραφικό υλικό παρέχεται από τον συντάκτη μας Δημήτρη Δημόπουλο και μπορείτε να δείτε όλες τις φωτογραφίες εδώ.