Χθες βράδυ, ο refugee - αναγνώστης του Mix Grill - βρέθηκε στο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου και μας μεταφέρει παρακάτω τις εντυπώσεις του από την εξαιρετική παράσταση της Ν. Μέντη στο έργο, που παρουσιάζει τη ζωή της Ε. Παπαγιαννοπούλου.
Από το Αϊδίνι του 1896 έως την Αθήνα του 1972 είναι πολύς δρόμος. Έχει πίκρες, χαρές, πάθη, λάθη, και πάνω απ’ όλα μια ζωή εκφρασμένη με στίχους που μιλάνε για όλα αυτά. Η Νένα Μεντή στο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου στο Μεταξουργείο, ζωντανεύει για δεύτερη χρονιά με μοναδικό τρόπο τον κόσμο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, σε μια παράσταση βασισμένη στο βιβλίο της Ρέας Μανέλη – εγγονής της στιχουργού – «Η γιαγιά μου η Ευτυχία» (Εκδόσεις Άγκυρα).Δεν είναι μόνο ο απολαυστικός, δίχως φτιασίδια, μονόλογος της Νένας Μεντή και η πλούσια μουσική υπόκρουση από αγαπημένα λαϊκά τραγούδια, παιδιά, ή μάλλον αποπαίδια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Είναι που στη σκηνή υπάρχουν όλοι και όλα. Ο Ξεριζωμός, η μάνα με το μπόγο που τρέχει στα καράβια της προσφυγιάς, τα παιδιά, η αυλή στο Μεταξουργείο, τα θεατρικά μπουλούκια στην άγρια επαρχία του Μεσοπολέμου, έρωτες παλιοί, το πάθος για το τζόγο, οι λαϊκοί συνθέτες που την προσκύνησαν. Μία καρέκλα, ένα ρούχο, ένα μαξιλάρι, ζωντανεύουν τα «φαντάσματα» της κυρίας Ευτυχίας, καθώς τους μιλά και της μιλούν. Μα και η ίδια δεν είναι έξω από τον ανθρώπινο χρόνο. Τη βλέπουμε να μεγαλώνει, να ζει και να πεθαίνει αλλά κυρίως να ΖΕΙ. Αυτή άλλωστε είναι η μόνη «μαγιά» που χρειάστηκε για να γράψει τους στίχους που την καθιέρωσαν ως τη σημαντικότερη στιχουργό του λαϊκού μας τραγουδιού.Αυτό που μένει στο τέλος είναι ένα θέατρο με τον κόσμο δακρυσμένο αλλά με ένα πλατύ χαμόγελο, όρθιο να χειροκροτεί για την μοναδική θεατρική εμπειρία που έζησε. Τραγούδια όπως το «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά» ή «Δυό πόρτες έχει η ζωή» τα τραγουδούσε εδώ και χρόνια και ας μη γνώριζαν πολλοί ότι ήταν δικά της. Τώρα συνάντησε και την ψυχή τους.
Είναι που στη σκηνή υπάρχουν όλοι και όλα. Ο Ξεριζωμός, η μάνα με το μπόγο που τρέχει στα καράβια της προσφυγιάς, τα παιδιά, η αυλή στο Μεταξουργείο, τα θεατρικά μπουλούκια στην άγρια επαρχία του Μεσοπολέμου, έρωτες παλιοί, το πάθος για το τζόγο, οι λαϊκοί συνθέτες που την προσκύνησαν. Μία καρέκλα, ένα ρούχο, ένα μαξιλάρι, ζωντανεύουν τα «φαντάσματα» της κυρίας Ευτυχίας, καθώς τους μιλά και της μιλούν. Μα και η ίδια δεν είναι έξω από τον ανθρώπινο χρόνο. Τη βλέπουμε να μεγαλώνει, να ζει και να πεθαίνει αλλά κυρίως να ΖΕΙ. Αυτή άλλωστε είναι η μόνη «μαγιά» που χρειάστηκε για να γράψει τους στίχους που την καθιέρωσαν ως τη σημαντικότερη στιχουργό του λαϊκού μας τραγουδιού.Αυτό που μένει στο τέλος είναι ένα θέατρο με τον κόσμο δακρυσμένο αλλά με ένα πλατύ χαμόγελο, όρθιο να χειροκροτεί για την μοναδική θεατρική εμπειρία που έζησε. Τραγούδια όπως το «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά» ή «Δυό πόρτες έχει η ζωή» τα τραγουδούσε εδώ και χρόνια και ας μη γνώριζαν πολλοί ότι ήταν δικά της. Τώρα συνάντησε και την ψυχή τους.
Σε ευχαριστούμε πολύ για το άρθρο σου refugee.
Σχετικό θέμα