Το "Éperdument", ή "Παράφορα" όπως είναι ο ελληνικός του τίτλος, είναι η δεύτερη ταινία του Pierre Godeau, μετά τη "Juliette" το 2013. Η ιστορία εστιάζει στον παράφορο έρωτα που γεννιέται ανάμεσα στον διευθυντή μιας γαλλικής γυναικείας φυλακής Jean Firmino (Guillaume Gallienne) και τη νεαρή κρατούμενη Anna Amari (Adèle Exarchopoulos). Η υπόθεση του έργου βασίζεται στην αληθινή ιστορία που βίωσε ο Florent Gonçalves ως διευθυντής σωφρονιστικού ιδρύματος των Βερσαλλιών με μία έγκλειστη, την οποία κατέγραψε στο βιβλίο του "Défense d'aimer" (μτφ. Άμυνα για την αγάπη).
«On pourra toujours dire et penser que nous n'aurions pas dû. Mais depuis quand l'amour se commande-t-il ? Toutes les bonnes raisons que nous avions l'un et l'autre d'arrêter ne nous ont jamais séparés. Rien n'y a fait. Et ça m'a coûté tout ce qui jusque-là était ma vie.»
Θα μπορούσαμε πάντα να πούμε και να σκεφτούμε τι δεν πρέπει να έχουμε. Αλλά από ποτέ ο έρωτας παραγγέλλεται; Όλοι οι καλοί λόγοι που είχαμε ο ένας και ο άλλος να σταματήσουμε δεν μας χώρισαν ποτέ. Τίποτα δεν το έκανε. Και αυτό μου κόστισε αυτό που μέχρι τώρα ήταν η ζωή μου.
Florent Gonçalves
Η ταινία προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την 1η Σεπτεμβρίου.
Δείτε το trailer της ταινίας (ελληνικοί υπότιτλοι):
Ο Jean ζει έναν ήρεμο και αγαπημένο βίο με τη σύζυγό του (επίσης εργαζόμενη στη φυλακή) και την κόρη του και είναι ένας διευθυντής που ενδιαφέρεται για την ομαλή λειτουργία της φυλακής που διοικεί, ενώ διαθέτει άριστες συστάσεις. H Anna πρόκειται να μείνει προσωρινά στη φυλακή μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης της. Οι δυο τους έρχονται σταδιακά κοντά, όταν η Anna θα απασχοληθεί σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα των φυλακών και σύντομα τα συναισθήματα τους δεν θα μπορέσουν να παραμείνουν "φυλακισμένα" στα στενά όρια της φυλακής.
Το "Éperdument" δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία ιστορία απαγορευμένου έρωτα που αποτυπώνεται στη μεγάλη οθόνη. Και αν και το backround της φυλακής δεν είχε ξαναχρησιμοποιηθεί ως τώρα, αυτό από μόνο του δεν καθιστά την ταινία πρωτότυπη. Ο Pierre Godeau είναι λοιπόν τυχερός που είχε αυτό το πρωταγωνιστικό ζευγάρι στη διάθεσή του. Διαφορετικά το "Παραφορά" θα ήταν μία μάλλον αδιάφορη ταινία.
Η Adèle Exarchopoulos είναι πάρα πολύ καλή ως αντιδραστική και ερωτευμένη κρατούμενη που βιώνει τον έρωτά της ως άλλη Φαίδρα (στην ταινία ακούγονται αποσπάσματα από το ομώνυμο κείμενο του Jean Racine) και παρά το νεαρό της ηλικίας της παίζει με δυναμισμό και συναίσθημα. Με αυτή της την ερμηνεία επιβεβαιώνει αυτό που θεωρήσαμε όταν τη γνωρίσαμε στη "Ζωή της Αντέλ", πως είναι δηλαδή ένα ανερχόμενο αστέρι της Γαλλίας. Απέχει πολύ από το πρότυπο της εύθραυστης, γλυκιάς και χαριτωμένης πρωταγωνίστριας, θυμίζει περισσότερο αγοροκόριτσο χωρίς να χάνει από την ελκυστικότητά της και η εκφραστικότητά του προσώπου της μαγνητίζει την κάμερα.
Ο Guillaume Gallienne της Comédie-Française, έχοντας σαφώς μεγαλύτερη κινηματογραφική εμπειρία στις πλάτες του -πράγμα που φαίνεται-, είναι εξίσου καλός στον ρόλο του οικογενειάρχη που παρασύρεται από το συναίσθημά του αδιαφορώντας για όλους και για όλα. Ερμηνεύει έναν ήρωα με αυτοπεποίθηση και πίστη στον εαυτό του, ωστόσο ούτε μια στιγμή ο θεατής δεν νιώθει πως μάχεται εσωτερικά για να ενδώσει στο συναίσθημά του. Αυτό είναι κάτι που ξένισε, γιατί μπορεί οι δύο ήρωες να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον κλιμακωτά, ωστόσο θα θέλαμε να ξέρουμε περισσότερα για τον ψυχικό τους κόσμο.
Η Adèle Exarchopoulos είναι πάρα πολύ καλή ως αντιδραστική και ερωτευμένη κρατούμενη που βιώνει τον έρωτά της ως άλλη Φαίδρα (στην ταινία ακούγονται αποσπάσματα από το ομώνυμο κείμενο του Jean Racine) και παρά το νεαρό της ηλικίας της παίζει με δυναμισμό και συναίσθημα. Με αυτή της την ερμηνεία επιβεβαιώνει αυτό που θεωρήσαμε όταν τη γνωρίσαμε στη "Ζωή της Αντέλ", πως είναι δηλαδή ένα ανερχόμενο αστέρι της Γαλλίας. Απέχει πολύ από το πρότυπο της εύθραυστης, γλυκιάς και χαριτωμένης πρωταγωνίστριας, θυμίζει περισσότερο αγοροκόριτσο χωρίς να χάνει από την ελκυστικότητά της και η εκφραστικότητά του προσώπου της μαγνητίζει την κάμερα.
Ο Guillaume Gallienne της Comédie-Française, έχοντας σαφώς μεγαλύτερη κινηματογραφική εμπειρία στις πλάτες του -πράγμα που φαίνεται-, είναι εξίσου καλός στον ρόλο του οικογενειάρχη που παρασύρεται από το συναίσθημά του αδιαφορώντας για όλους και για όλα. Ερμηνεύει έναν ήρωα με αυτοπεποίθηση και πίστη στον εαυτό του, ωστόσο ούτε μια στιγμή ο θεατής δεν νιώθει πως μάχεται εσωτερικά για να ενδώσει στο συναίσθημά του. Αυτό είναι κάτι που ξένισε, γιατί μπορεί οι δύο ήρωες να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον κλιμακωτά, ωστόσο θα θέλαμε να ξέρουμε περισσότερα για τον ψυχικό τους κόσμο.
Η παραπάνω διαπίστωση δεν έχει βέβαια να κάνει με τους ηθοποιούς. Εδώ έγκειται το βασικό, κατά τη γνώμη μου, πρόβλημα της ταινίας που δεν είναι άλλο από την ελλιπή δόμηση και σκιαγράφηση των συναισθημάτων των χαρακτήρων... Για παράδειγμα, ο θεατής δεν μαθαίνει ποτέ τον λόγο για τον οποίο κρατείται η Amari, ούτε λεπτομέρειες για το οικογενειακό της περιβάλλον ("Εγώ και ο πατέρας μου της καταστρέψαμε τη ζωή" θα πει σε ένα σημείο της ταινίας για τη μητέρα της), πέρα από το ότι δεν είχε ποτέ την οικογένεια που θα ήθελε. Η έλλειψη αναφοράς των στοιχείων αυτών μπορεί από τη μία να μας κάνει να μην αντιμετωπίζουμε αρνητικά την ηρωίδα -όπως θα μπορούσε να γίνει για παράδειγμα εάν ξέραμε πως είχε διαπράξει ένα φρικτό έγκλημα, το οποίο βέβαια δεν αποκλείεται να έχει συμβεί-, αλλά με συμπάθεια. Από την άλλη αποτελεί κώλυμα για τη βαθύτερη κατανόηση της ψυχοσύνθεσής της, ιδιαίτερα κατά την εξέλιξη της ταινίας και της σχέσης της με τον Jean, με αποτέλεσμα να μην λείπουν τα νοηματικά κενά. Γιατί τη βοηθάει τόσο; Τη συμπονεί για το νεαρό της ηλικίας της και τις συνθήκες διάπραξης του εγκλήματός της, το οποίο δεν γνωρίζουμε; Γιατί ενδίδει στον έρωτά της πριν καν ο θεατής αντιληφθεί πως νιώθει το ίδιο; Και από την άλλη, μήπως ερωτεύεται αυτόν επειδή υποσυνείδητα "ζηλεύει" την όμορφη οικογένεια που έχει φτιάξει;
Το "Éperdument" είναι μια ιστορία παράφορου και "παράνομου" έρωτα που συνοδεύεται από όλες τις εντάσεις και τις εκρήξεις που τον τρέφουν. Με άψογη μουσική υπόκρουση, αδύναμη σκηνοθεσία και εξέλιξη της πλοκής, η ταινία μοιάζει να μην "ανήκει" στον σκηνοθέτη της, όπως είθισται, αλλά στους δύο εξαιρετικούς πρωταγωνιστές της, για τους οποίους και θα άξιζε μια ευκαιρία.
Σχετικό θέμα