Η περσινή επιτυχία της παράστασης "Οι Τρεις Αδερφές" στο Θέατρο Πορεία έμελλε να επισφραγιστεί με την επανάληψή της και τη φετινή θεατρική σεζόν.
Για μια ακόμα φορά, το Θέατρο Πορεία άνοιξε τις πόρτες του στο αθηναϊκό κοινό το οποίο γέμισε την αίθουσα. Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Δημήτρη Τάρλοου, οι αδερφές Πρόζοροφ μας περίμεναν ήδη στη σκηνή όταν αρχίσαμε να γεμίζουμε τις θέσεις. Η οικειότητα μεταξύ θεατών-ηθοποιών άρχισε να εδραιώνεται και έτσι, όταν το τρίτο κουδούνι χτύπησε βυθιστήκαμε σε μια άλλη σφαίρα.
Η πρώτη πράξη ξεκινάει με μια γιορτή, αυτή της Ειρήνης, της μικρότερης εκ των τριών, η οποία τυχαίνει να συμπίπτει με την ημερομηνία θανάτου του πατέρα τους, στρατηγού Πρόζοροφ. Όπως σε κάθε οικογένεια στρατιωτικού που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και σε αυτή το σπίτι γεμίζει από αξιωματικούς και κοντινούς φίλους που έρχονται να ευχηθούν στη νεαρή Ειρήνη. Στις αδερφές όμως, η γιορτή αυτή μοιάζει άχρωμη και αδιάφορη, καθώς της λείπει η λάμψη από την πόλη όπου έζησαν τα παιδικά τους χρόνια, τη Μόσχα! Η Όλγα - ως μεγαλύτερη και αναγκασμένη να αποτελεί την πραγματίστρια της υπόθεσης, η Μαρία (ελληνική απόδοση της Μάσα) - η μεσαία και πιο απαισιόδοξη και η Ειρήνη θέλουν να φύγουν. Γιατί όμως τελικά δεν τα καταφέρνουν;
Η αρχή φάνταζε εκ πρώτης όψεως δύσκαμπτη και πολλές απορίες γεννούνταν καθώς οι ηθοποιοί φαίνονταν να είναι- αλλά και ταυτόχρονα να μην είναι- στον ίδιο χώρο. Αυτό το εγχείρημα αποσκοπούσε στο να αποδοθεί η αποσύνδεση μεταξύ των ανθρώπινων σχέσεων και η "επιλεκτική" ανάγκη για σχετίζεσθαι. Σταδιακά όμως, ο σκηνοθέτης επιλέγει να μας αποκαλύπτει τις διαφορετικές ψηφίδες που συνθέτουν το μωσαϊκό της πρώτης πράξης, καταφέρνοντας να πετύχει με αυτό τον τρόπο τον προβληματισμό μας.
Μπαίνοντας στη δεύτερη πράξη, η γιορτινή ατμόσφαιρα άρχισε να αλλοιώνεται, δίνοντας την ευκαιρία στις αδερφές να μας "αποδείξουν" γιατί απεχθάνονται την πόλη στην οποία ζουν. Όσο πιο μορφωμένος (αλλά ταυτόχρονα και καλλιεργημένος) είναι κανείς, τόσο πιο πολύ αναζητά το νόημα της ζωής, το απόσταγμα της ύπαρξής του, το κάτι καλύτερο και υπερβατικό. Αυτό το γλυκό μαρτύριο των αδερφών Πρόζοροφ, έρχεται σε αντιπαράθεση με την ξιπασμένη Ναταλία (σύζυγο του αδερφού τους) και τον στενόμυαλο δάσκαλο Κουλίγκιν (σύζυγο της Μαρίας). Σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει κανένας κοινός τόπος για συζήτηση με τους συμπολίτες, οι τρεις τους νιώθουν καταπιεσμένες και φοβισμένες για την φθορά που μπορεί να επιφέρει και στις ίδιες αυτή η αδράνεια.
Όσο προχωρούσαμε προς τις δύο τελευταίες πράξεις, το έργο γινόταν ακόμα πιο σκοτεινό, γεγονός που αποτυπωνόταν στην καθημερινότητα των ηρώων, στους διαλόγους αλλά και στον φωτισμό και τα σκηνικά - στην τελευταία σκηνή δε βλέπαμε παρα μόνο μια κουνιστή πολυθρόνα πάνω στη σκηνή. Το τέλος δεν είναι ευτυχισμένο, δεν είναι καν δίκαιο θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε, για τις αδερφές. Μια τέτοια κατάληξη μεταφέρει στους θεατές το βάρος για ένα μέλλον δυσοίωνο και απαισιόδοξο που προέβλεπε (ορθώς;) ο συγγραφέας.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου ήταν αινιγματικά αποκαλυπτική: μας μπερδεύει, μας κρατάει σε αγωνία και στο κατάλληλο σημείο μας δίνει το στοιχείο που έχουμε ανάγκη για να ολοκληρώσουμε την εικόνα. Αξιοποιεί όλο τον χώρο, από τη σκηνή και το μπαλκόνι, μέχρι τις θέσεις των θεατών και τους διαδρόμους. Διαχωρίζει, έτσι, τις εξόδους που φέρνουν (ή παίρνουν) τους ανθρώπους μακριά από το σπίτι, σε αντίθεση με όσους μπαινοβγαίνουν όποτε θέλουν. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη λογική, ωστόσο ο θεατής κατανοεί και μάλιστα μοιάζει να βιώνει και ο ίδιος πολύ κοντά του τα δρώμενα.
Η επιλογή των ηθοποιών συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στην επιτυχημένη απόδοση της ψυχοσύνθεσης των ηρωίδων. Η τρυφερή Αλεξάνδρα Αϊδίνη φώτιζε την προσωπικότητα της ωριμότερης Όλγας, άλλοτε πιο σοβαρή και άλλοτε παιχνιδιάρα μας μετέδιδε την "ασφάλεια" και την "κατανόηση" της μεγαλύτερης αδερφής. Η Ιωάννα Παππά παραθέτει όλο της το ταμπεραμέντο και το καλλιτεχνικό είναι στην απόδοση του ρόλου της Μαρίας, δίνοντας δίκαιο στην απόκτηση (από κοινού με την Αλεξάνδρα Αϊδίνη) του θεατρικού βραβείου Μελίνα Μερκούρη. Τέλος, η Λένα Παπαληγούρα, αν και δεν περίμενα να ταιριάζει στον ρόλο της μικρής Ειρήνης, με έπεισε τελικά με τη φρεσκάδα και το νεανικό πάθος που κατάφερε να προσδώσει στην ηρωίδα της. Δεν τελειώνουν όμως εδώ οι γυναικείοι ρόλοι του έργου! Η Μαριάννα Δημητρίου υπήρξε απολαυστική στον ρόλο της Ναταλίας, έναν από τους ελάχιστους κωμικοτραγικούς ήρωες των "Τριών Αδερφών".
Με ένα τόσο δυνατό cast γυναικών, η δυναμική των ανδρών φάνηκε να ωχριά. Παρόλα αυτά, ξεχώρισα τους Γιάννη Νταλιάνη (Βερσίνιν) και Κώστα Κορωναίο (Κουλίγκιν) γιατί απόδοσαν με πολύ αγάπη τους δυο ενδιαφέροντες χαρακτήρες που τους είχαν ανατεθεί. Και ο πολυμήχανος Λαέρτης Μαλκότσης όμως, ως ο αδερφός Πρόζοροφ, χαρίζει δυνατές στιγμές κατα τη διάρκεια της τρίωρης παράστασης τόσο με την υποκριτική όσο και με τη μουσική του ερμηνεία. Το πιάνο και τα πνευστά παρέμβαιναν καίρια στα σημεία, προετοιμάζοντας τον θεατή για την εξέλιξη του έργου και αποφορτίζοντας τον από τις στιγμές έντασης των ηρώων. Η μουσική επιμέλεια έγινε από τον Άγγελο Τριανταφύλλου και το τραγούδι που ακούγεται ("Έμαθα πια να ζω απλά") ερμηνεύεται από την Έλλη Πασπαλά.
Η συγκεκριμένη απόδοση του έργου έγινε υπό το πρίσμα της καθολικότητας, της "αιωνιότητας" των εννοιών που αυτό διαχειρίζεται. Γι'αυτό τον λόγο δεν έγιναν ξεκάθαρες στο κοινό η εποχή και η περιοχή στις οποίες συμβαίνουν τα τεκταινόμενα. Τα κοστούμια και οι κομμώσεις παρέπεμπαν σε ρωσική κουλτούρα, αλλά όχι εντελώς ξεκάθαρα, ενώ τα σκηνικά έμοιαζαν περισσότερο σύγχρονα - το εύρημα της πρώτης πράξης με την τζαμαρία που διαχωρίζει την τραπεζαρία από το υπόλοιπο σπίτι υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα και λειτουργική επιλογή προς την απόδοση του σχήματος συλλογικότητας-ατομικότητας. Η προσπάθεια για εν μέρει προσαρμογή του κειμένου στα ελληνικά δεδομένα με ελληνικά τραγούδια ή αναφορές στην ελληνική κουλτούρα υπόκειται στα πλαίσια αυτής της καθολικότητας. Ενώ γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκαν όλα αυτά, με κούρασε το γεγονός ότι δεν ήταν πλήρως ξεκάθαρο το πλαίσιο.
Η Μόσχα είναι για τις αδερφές Πρόζοροφ ό,τι είναι για τον καθένα μας μια επιθυμία, ένα όνειρο, η ουσία ή η ευτυχία της ζωής. Μπορεί να μην ήταν ποτέ ευτυχισμένες εάν το πραγματοποιούσαν, ήταν όμως αυτό που τους έδινε κουράγιο και ελπίδα για το μέλλον. Στο τέλος, ο Τσέχωφ επιλέγει να επιτρέψει στο "κακό" να κερδίσει, μη δίνοντας ελαφρυντικό στις κοπέλες, εφόσον δεν γίνεται ποτέ αντιληπτός ο λόγος που δεν πήγαν στη Μόσχα. Είναι ένα βαθύ υπαρξιακό έργο που δε θα σας αφήσει αδιάφορους ή ασυγκίνητους, αλλά θα σας φέρει πολλές στιγμές αντιμέτωπους με το φόβο του θανάτου και του χρόνου. Ο τελευταίος συντονισμένος "μονόλογος" των τριών αποτελεί την κορυφαία στιγμή του έργου, η οποία μας δίνει θετικές προοπτικές για το δικό μας μέλλον, εδώ, στο ελληνικό θεατρικό γίγνεσθαι.
Συντελεστές:
Απόδοση - Δραματουργία: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Συνεργάτις δραματουργός: Έρι Κύργια
Σκηνικά - Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση: Κορίνα Κόκκαλη
Βοηθοί σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα, Ελένη Μιχαηλίδου, Λίνα Σταυροπούλου
Βοηθός σκηνογράφου: Τίνα Τζόκα, Νόρα Δεληδήμου
Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Διανομή:
Πρόζοροφ Ανδρέας: Λαέρτης Μαλκότσης
Ναταλία: Μαριάννα Δημητρίου
Όλγα: Αλεξάνδρα Αϊδίνη
Μάσα: Ιωάννα Παππά
Ειρήνη: Λένα Παπαληγούρα
Κουλίγκιν Θόδωρος: Κώστας Κορωναίος
Βερσίνιν Αλέξανδρος: Γιάννης Νταλιάνης
Τούζενμπαχ: Παντελής Δεντάκης
Σολιόνι: Δημήτρης Μπίτος
Τσεμπουτίκιν: Γιώργος Μπινιάρης
Φεντότικ: Πάρις Θωμόπουλος
Ροντέ: Βασίλης Παναγιωτόπουλος
Φεραπόντ: Χάρης Τσιτσάκης
Ανφίσα: Μαριέττα Σγουρδαίου
ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΕΙΑ
www.poreiatheatre.com
Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69
Πλατεία Βικτωρίας
Για μια ακόμα φορά, το Θέατρο Πορεία άνοιξε τις πόρτες του στο αθηναϊκό κοινό το οποίο γέμισε την αίθουσα. Υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Δημήτρη Τάρλοου, οι αδερφές Πρόζοροφ μας περίμεναν ήδη στη σκηνή όταν αρχίσαμε να γεμίζουμε τις θέσεις. Η οικειότητα μεταξύ θεατών-ηθοποιών άρχισε να εδραιώνεται και έτσι, όταν το τρίτο κουδούνι χτύπησε βυθιστήκαμε σε μια άλλη σφαίρα.
Η πρώτη πράξη ξεκινάει με μια γιορτή, αυτή της Ειρήνης, της μικρότερης εκ των τριών, η οποία τυχαίνει να συμπίπτει με την ημερομηνία θανάτου του πατέρα τους, στρατηγού Πρόζοροφ. Όπως σε κάθε οικογένεια στρατιωτικού που σέβεται τον εαυτό της, έτσι και σε αυτή το σπίτι γεμίζει από αξιωματικούς και κοντινούς φίλους που έρχονται να ευχηθούν στη νεαρή Ειρήνη. Στις αδερφές όμως, η γιορτή αυτή μοιάζει άχρωμη και αδιάφορη, καθώς της λείπει η λάμψη από την πόλη όπου έζησαν τα παιδικά τους χρόνια, τη Μόσχα! Η Όλγα - ως μεγαλύτερη και αναγκασμένη να αποτελεί την πραγματίστρια της υπόθεσης, η Μαρία (ελληνική απόδοση της Μάσα) - η μεσαία και πιο απαισιόδοξη και η Ειρήνη θέλουν να φύγουν. Γιατί όμως τελικά δεν τα καταφέρνουν;
Η αρχή φάνταζε εκ πρώτης όψεως δύσκαμπτη και πολλές απορίες γεννούνταν καθώς οι ηθοποιοί φαίνονταν να είναι- αλλά και ταυτόχρονα να μην είναι- στον ίδιο χώρο. Αυτό το εγχείρημα αποσκοπούσε στο να αποδοθεί η αποσύνδεση μεταξύ των ανθρώπινων σχέσεων και η "επιλεκτική" ανάγκη για σχετίζεσθαι. Σταδιακά όμως, ο σκηνοθέτης επιλέγει να μας αποκαλύπτει τις διαφορετικές ψηφίδες που συνθέτουν το μωσαϊκό της πρώτης πράξης, καταφέρνοντας να πετύχει με αυτό τον τρόπο τον προβληματισμό μας.
Μπαίνοντας στη δεύτερη πράξη, η γιορτινή ατμόσφαιρα άρχισε να αλλοιώνεται, δίνοντας την ευκαιρία στις αδερφές να μας "αποδείξουν" γιατί απεχθάνονται την πόλη στην οποία ζουν. Όσο πιο μορφωμένος (αλλά ταυτόχρονα και καλλιεργημένος) είναι κανείς, τόσο πιο πολύ αναζητά το νόημα της ζωής, το απόσταγμα της ύπαρξής του, το κάτι καλύτερο και υπερβατικό. Αυτό το γλυκό μαρτύριο των αδερφών Πρόζοροφ, έρχεται σε αντιπαράθεση με την ξιπασμένη Ναταλία (σύζυγο του αδερφού τους) και τον στενόμυαλο δάσκαλο Κουλίγκιν (σύζυγο της Μαρίας). Σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει κανένας κοινός τόπος για συζήτηση με τους συμπολίτες, οι τρεις τους νιώθουν καταπιεσμένες και φοβισμένες για την φθορά που μπορεί να επιφέρει και στις ίδιες αυτή η αδράνεια.
Όσο προχωρούσαμε προς τις δύο τελευταίες πράξεις, το έργο γινόταν ακόμα πιο σκοτεινό, γεγονός που αποτυπωνόταν στην καθημερινότητα των ηρώων, στους διαλόγους αλλά και στον φωτισμό και τα σκηνικά - στην τελευταία σκηνή δε βλέπαμε παρα μόνο μια κουνιστή πολυθρόνα πάνω στη σκηνή. Το τέλος δεν είναι ευτυχισμένο, δεν είναι καν δίκαιο θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε, για τις αδερφές. Μια τέτοια κατάληξη μεταφέρει στους θεατές το βάρος για ένα μέλλον δυσοίωνο και απαισιόδοξο που προέβλεπε (ορθώς;) ο συγγραφέας.
Η σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου ήταν αινιγματικά αποκαλυπτική: μας μπερδεύει, μας κρατάει σε αγωνία και στο κατάλληλο σημείο μας δίνει το στοιχείο που έχουμε ανάγκη για να ολοκληρώσουμε την εικόνα. Αξιοποιεί όλο τον χώρο, από τη σκηνή και το μπαλκόνι, μέχρι τις θέσεις των θεατών και τους διαδρόμους. Διαχωρίζει, έτσι, τις εξόδους που φέρνουν (ή παίρνουν) τους ανθρώπους μακριά από το σπίτι, σε αντίθεση με όσους μπαινοβγαίνουν όποτε θέλουν. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη λογική, ωστόσο ο θεατής κατανοεί και μάλιστα μοιάζει να βιώνει και ο ίδιος πολύ κοντά του τα δρώμενα.
Η επιλογή των ηθοποιών συνέβαλλε σε μεγάλο βαθμό στην επιτυχημένη απόδοση της ψυχοσύνθεσης των ηρωίδων. Η τρυφερή Αλεξάνδρα Αϊδίνη φώτιζε την προσωπικότητα της ωριμότερης Όλγας, άλλοτε πιο σοβαρή και άλλοτε παιχνιδιάρα μας μετέδιδε την "ασφάλεια" και την "κατανόηση" της μεγαλύτερης αδερφής. Η Ιωάννα Παππά παραθέτει όλο της το ταμπεραμέντο και το καλλιτεχνικό είναι στην απόδοση του ρόλου της Μαρίας, δίνοντας δίκαιο στην απόκτηση (από κοινού με την Αλεξάνδρα Αϊδίνη) του θεατρικού βραβείου Μελίνα Μερκούρη. Τέλος, η Λένα Παπαληγούρα, αν και δεν περίμενα να ταιριάζει στον ρόλο της μικρής Ειρήνης, με έπεισε τελικά με τη φρεσκάδα και το νεανικό πάθος που κατάφερε να προσδώσει στην ηρωίδα της. Δεν τελειώνουν όμως εδώ οι γυναικείοι ρόλοι του έργου! Η Μαριάννα Δημητρίου υπήρξε απολαυστική στον ρόλο της Ναταλίας, έναν από τους ελάχιστους κωμικοτραγικούς ήρωες των "Τριών Αδερφών".
Με ένα τόσο δυνατό cast γυναικών, η δυναμική των ανδρών φάνηκε να ωχριά. Παρόλα αυτά, ξεχώρισα τους Γιάννη Νταλιάνη (Βερσίνιν) και Κώστα Κορωναίο (Κουλίγκιν) γιατί απόδοσαν με πολύ αγάπη τους δυο ενδιαφέροντες χαρακτήρες που τους είχαν ανατεθεί. Και ο πολυμήχανος Λαέρτης Μαλκότσης όμως, ως ο αδερφός Πρόζοροφ, χαρίζει δυνατές στιγμές κατα τη διάρκεια της τρίωρης παράστασης τόσο με την υποκριτική όσο και με τη μουσική του ερμηνεία. Το πιάνο και τα πνευστά παρέμβαιναν καίρια στα σημεία, προετοιμάζοντας τον θεατή για την εξέλιξη του έργου και αποφορτίζοντας τον από τις στιγμές έντασης των ηρώων. Η μουσική επιμέλεια έγινε από τον Άγγελο Τριανταφύλλου και το τραγούδι που ακούγεται ("Έμαθα πια να ζω απλά") ερμηνεύεται από την Έλλη Πασπαλά.
Η συγκεκριμένη απόδοση του έργου έγινε υπό το πρίσμα της καθολικότητας, της "αιωνιότητας" των εννοιών που αυτό διαχειρίζεται. Γι'αυτό τον λόγο δεν έγιναν ξεκάθαρες στο κοινό η εποχή και η περιοχή στις οποίες συμβαίνουν τα τεκταινόμενα. Τα κοστούμια και οι κομμώσεις παρέπεμπαν σε ρωσική κουλτούρα, αλλά όχι εντελώς ξεκάθαρα, ενώ τα σκηνικά έμοιαζαν περισσότερο σύγχρονα - το εύρημα της πρώτης πράξης με την τζαμαρία που διαχωρίζει την τραπεζαρία από το υπόλοιπο σπίτι υπήρξε πολύ ενδιαφέρουσα και λειτουργική επιλογή προς την απόδοση του σχήματος συλλογικότητας-ατομικότητας. Η προσπάθεια για εν μέρει προσαρμογή του κειμένου στα ελληνικά δεδομένα με ελληνικά τραγούδια ή αναφορές στην ελληνική κουλτούρα υπόκειται στα πλαίσια αυτής της καθολικότητας. Ενώ γίνεται αντιληπτός ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκαν όλα αυτά, με κούρασε το γεγονός ότι δεν ήταν πλήρως ξεκάθαρο το πλαίσιο.
Η Μόσχα είναι για τις αδερφές Πρόζοροφ ό,τι είναι για τον καθένα μας μια επιθυμία, ένα όνειρο, η ουσία ή η ευτυχία της ζωής. Μπορεί να μην ήταν ποτέ ευτυχισμένες εάν το πραγματοποιούσαν, ήταν όμως αυτό που τους έδινε κουράγιο και ελπίδα για το μέλλον. Στο τέλος, ο Τσέχωφ επιλέγει να επιτρέψει στο "κακό" να κερδίσει, μη δίνοντας ελαφρυντικό στις κοπέλες, εφόσον δεν γίνεται ποτέ αντιληπτός ο λόγος που δεν πήγαν στη Μόσχα. Είναι ένα βαθύ υπαρξιακό έργο που δε θα σας αφήσει αδιάφορους ή ασυγκίνητους, αλλά θα σας φέρει πολλές στιγμές αντιμέτωπους με το φόβο του θανάτου και του χρόνου. Ο τελευταίος συντονισμένος "μονόλογος" των τριών αποτελεί την κορυφαία στιγμή του έργου, η οποία μας δίνει θετικές προοπτικές για το δικό μας μέλλον, εδώ, στο ελληνικό θεατρικό γίγνεσθαι.
Συντελεστές:
Απόδοση - Δραματουργία: Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Συνεργάτις δραματουργός: Έρι Κύργια
Σκηνικά - Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Κίνηση: Κορίνα Κόκκαλη
Βοηθοί σκηνοθέτη: Δήμητρα Κουτσοκώστα, Ελένη Μιχαηλίδου, Λίνα Σταυροπούλου
Βοηθός σκηνογράφου: Τίνα Τζόκα, Νόρα Δεληδήμου
Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου
Διανομή:
Πρόζοροφ Ανδρέας: Λαέρτης Μαλκότσης
Ναταλία: Μαριάννα Δημητρίου
Όλγα: Αλεξάνδρα Αϊδίνη
Μάσα: Ιωάννα Παππά
Ειρήνη: Λένα Παπαληγούρα
Κουλίγκιν Θόδωρος: Κώστας Κορωναίος
Βερσίνιν Αλέξανδρος: Γιάννης Νταλιάνης
Τούζενμπαχ: Παντελής Δεντάκης
Σολιόνι: Δημήτρης Μπίτος
Τσεμπουτίκιν: Γιώργος Μπινιάρης
Φεντότικ: Πάρις Θωμόπουλος
Ροντέ: Βασίλης Παναγιωτόπουλος
Φεραπόντ: Χάρης Τσιτσάκης
Ανφίσα: Μαριέττα Σγουρδαίου
ΘΕΑΤΡΟ ΠΟΡΕΙΑ
www.poreiatheatre.com
Τρικόρφων 3-5 & 3ης Σεπτεμβρίου 69
Πλατεία Βικτωρίας
Σχετικό θέμα