Δελτίο Τύπου
Αντίδοτο στην Ευεξία
A Cure for Wellness
Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης, Γκορ Βερμπίνσκι («The Ring: Σήμα Κινδύνου»), δημιουργεί μία συναρπαστική και προκλητική ταινία, που ερευνά την αληθινή έννοια της ευεξίας και τις παγίδες που κρύβουν η φιλαργυρία και η εμμονή για δύναμη.
Σύνοψη
Από τον οραματιστή σκηνοθέτη, Γκορ Βερμπίνσκι, το «Αντίδοτο στην Ευεξία», είναι ένα ανατριχιαστικό και σοκαριστικό ψυχολογικό θρίλερ. Ο Ντέιν Ντεχάαν υποδύεται τον Λόκχαρτ, έναν φιλόδοξο χρηματιστή της Wall Street, ο οποίος στέλνεται από την εταιρία του σε ένα απομονωμένο θεραπευτικό σπα στις Άλπεις. Ο Λόκχαρτ έχει μία αποστολή: πρέπει να πείσει τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της εταιρίας, τον Πέμπροκ (Χάρι Γκρένερ), που βρίσκεται ως ασθενής στο σπα, κι έχει δηλώσει στο προσωπικό της εταιρίας του ότι δεν έχει καμία πρόθεση να γυρίσει στη Νέα Υόρκη, να επιστρέψει στα καθήκοντά του. Ο Λόκχαρτ φτάνει στο ήσυχο σανατόριο, όπου οι ασθενείς υποτίθεται ότι λαμβάνουν μία θαυματουργή θεραπεία. Στην πραγματικότητα όμως, αυτοί φαίνεται ότι αρρωσταίνουν ακόμη περισσότερο…
Μόνο όταν γνωρίζουμε τι μας αρρωσταίνει, μπορούμε να το θεραπεύσουμε
Όταν ξεκίνησε να δουλεύει το «Αντίδοτο στην Ευεξία», ο Βερμπίνσκι ήθελε να δημιουργήσει ένα θρίλερ με το βάθος, τη διορατικότητα και τη δύναμη κλασικών ταινιών, όπως το «Η Λάμψη» του Στάνλει Κιούμπρικ και «Το Μωρό της Ρόζμαρι» του Ρομάν Πολάνσκι. Η ιδέα μια γρήγορης πανάκειας, η άρρωστη σύγχρονη κοινωνία και η εμμονή με την τέλεια υγεία ήταν μερικά από τα θέματα που ασκούσαν μεγάλη γοητεία στον Βερμπίνσκι, η φιλμογραφία του οποίου περιλαμβάνει την τεράστια επιτυχία «Οι Πειρατές της Καραϊβικής» και το βραβευμένο με Όσκαρ animation, «Rango».
«Αρχίσαμε να εξερευνούμε την ιδέα ενός σπα ευεξίας στις Άλπεις, ενός κέντρου υγείας που στην πραγματικότητα δεν σε κάνει καλά», λέει ο Βερμπίνσκι, «και σιγά σιγά το εξελίξαμε από εκεί. Γρήγορα η ιδέα του αναπόφευκτου άρχισε να μας απασχολεί. Αυτή η αίσθηση ότι υπάρχει μια ασθένεια, κάτι σαν μαύρη κηλίδα στην ακτινογραφία σου, που δεν λέει να φύγει με τίποτα!».
Ο Βερμπίνσκι έβαλε κάτω τις ιδέες του μαζί με τον σεναριογράφο Τζάστιν Χέιθ (“The Lone Ranger”, “Revolutionary Road”). «Είχα μια ιδέα που μου τριγύριζε το μυαλό αρκετό καιρό από διάφορες επιρροές, αλλά κυρίως προήλθε από μία υποψία που είχα σχετικά με ένα φάρμακο», λέει ο Χέιθ, που εμπνεύστηκε από τη δουλειά του Γερμανού συγγραφέα Τόμας Μαν και του ψυχιάτρου Καρλ Γιούνγκ. «Η ταινία έχει να κάνει με τη μόλυνση τόσο του μυαλού όσο και του σώματός μας στη σύγχρονη κοινωνία και την εμμονή μας με την κάθαρση ως αποτέλεσμα».
Ο κορυφαίος κινηματογραφιστής
Ένας μοναδικός αφηγητής και μάστορας του σκηνοθετικού ρυθμού, o Γκορ δημιουργεί μια ανησυχητική και δυσοίωνη ατμόσφαιρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, βυθίζοντας το κοινό στον κόσμο του σπα, όπου τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. «Είναι ενδιαφέρον επειδή πιστεύω ότι όσο πιο αινιγματικό κάνεις κάτι, και κυρίως στο συγκεκριμένο είδος, τόσο πιο εύκολα μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη λογική-όνειρο», εξηγεί ο Βερμπίνσκι. «Τα πράγματα μπορούν να παραμείνουν αινιγματικά επειδή έχεις την αίσθηση ότι υπάρχει και κάποια άλλη δύναμη. Ότι συμβαίνει κάτι αναπόφευκτο. Για μένα αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα- να προσπαθήσεις να κάνεις τα πάντα να έχουν την αίσθηση ότι υπάρχει αυτή η αρρώστια που δεν φεύγει. Αντιθέτως σε τραβάει ακόμη πιο κοντά της».
Η ευκαιρία να συνεργαστούν με τον Γκορ ήταν για όλους συναρπαστική, από τους ηθοποιούς μέχρι την ομάδα παραγωγής. Ο Τζάστιν Χέιθ περιγράφει την εμπειρία ως «απόλαυση. Είναι ο καλύτερος! Ο Γκορ είναι ασυμβίβαστος, αλλά μόνο και πάντα προς αναζήτηση της τέλειας ταινίας. Δεν μπαίνει ποτέ στη μέση το Εγώ. Ο σχεδιασμός της παραγωγής και του ήχου έχουν μεγάλη δύναμη σε αυτό το είδος ταινιών και ο Γκορ είναι κορυφαίος και στα δύο».
«Μου άρεσε πολύ που δούλεψα με τον Γκορ», λέει ο Ντέιν Ντεχάαν. «Ήταν πραγματικά το κάτι άλλο. Κάποιοι άνθρωποι έχουν φωτογραφική μνήμη, ο Γκορ έχει κινηματογραφική μνήμη. Ξέρει ακριβώς τι κάνει. Έχει τον απόλυτο έλεγχο για όλα, τον φωτισμό, τα props, την ηθοποιία. Είναι λες κι έχει όλη την ταινία στο μυαλό του. Είναι επίσης ένας σκηνοθέτης που μπορείς να εμπιστευτείς πολύ εύκολα επειδή ξέρει ακριβώς τι θέλει. Η δική μου δουλειά ήταν να δώσω ζωή σε αυτό που είχε φανταστεί, με έναν τρόπο που δεν είχα δοκιμάσει ποτέ. Ήταν απίστευτο να δουλεύω μαζί του».
Ο βετεράνος Βρετανός ηθοποιός Τζέισον Άιζακς παρατηρεί ότι ο Βερμπίνσκι είναι ένας σκηνοθέτης με μια μοναδική προοπτική. «Όσο μιλούσα με τον Γκορ, γινόταν ξεκάθαρο ότι τον ενδιέφερε να κρατάει το στοιχείο της έκπληξης ζωντανό για όλους ανά πάσα στιγμή. Ο Γκορ είναι μοναδικός όταν σκηνοθετεί. Γνωρίζει ακριβώς το πώς θα γίνουν όλες οι σκηνές. Ερχόταν στο πλατό με ένα τεράστιο πίνακα με storyboards που μόνο αυτός μπορούσε να ερμηνεύσει, κάτι που έκανε εμάς τους ηθοποιούς να αισθανόμαστε μεγάλη ασφάλεια. Κι εάν είχαμε κάποιες ιδέες, ήταν πάντα ανοιχτός στο να τις ακούσει».
Λίγα λόγια για τους ηθοποιούς
Ένας από τους νεότερους και πιο συναρπαστικούς ηθοποιούς του Χόλιγουντ, ο χαρισματικός Ντέιν Ντεχάαν (“Kill Your Darlings”, “The Amazing Spider-Man 2”, “Life”) ήταν ενθουσιασμένος που θα υποδυόταν τον Λόκχαρτ και που θα δούλευε με τον Βερμπίνσκι. «Το να ακούω το όραμα του Γκορ και το πόσο παθιασμένος ήταν με αυτό, και μετά να διαβάζω το σενάριο και να αντιλαμβάνομαι πόσο απαιτητικός ήταν ο ρόλος μου – αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να αντισταθώ. Ο χαρακτήρας που υποδύομαι περνάει από τόσες φάσεις κατά τη διάρκεια της ταινίας, που είναι τρελό. Για εμένα ήταν και μια ευκαιρία να συνεργαστώ με ένα εξαιρετικό σκηνοθέτη».
Ο Γκορ ξεχώρισε τον Ντεχάαν στην ταινία «Στο τέλος του Δρόμου». «Τον βρήκα πολύ ενδιαφέροντα, φωτογενή και ειλικρινή. Δεν μπορούσα να τον βγάλω από το μυαλό μου. Τον ήθελα για τον ρόλο του Λόκχαρτ. Έχει επίσης μια φανταστική ηθική πάνω στη δουλειά, κάτι που ήθελα πολύ σε αυτή την ταινία, που στην ουσία είναι σαν να κάνουμε μάγια. Δεν πρέπει να ανοιγοκλείσεις καθόλου τα μάτια. Το κοινό βρίσκεται εκεί με ακονισμένα μαχαίρια! Ο Ντέιν είναι εκπληκτικός επειδή πάντα βρίσκει κάτι αληθινό. Αν πρέπει να βρεις το μάντρα που τον αντιπροσωπεύει θα ήταν: “μην προσποιείσαι. Να είσαι αληθινός”».
Ο Τζέισον Άιζακς (ο Λούσιους Μαλφόι στις ταινίες Harry Potter, “Black Hawk Down”, “Armageddon”, “The Patriot”) ήταν απόλυτα ταιριαστός για τον ρόλο του χαρισματικού και αινιγματικού γιατρού Βόλμερ. Οι ασθενείς του φαίνονται χαρούμενοι, αλλά γιατί δεν γίνονται καλύτερα; Και τι συμβαίνει πίσω από τις πόρτες του μυστήριου σανατόριου;
Ο Βόλμερ τραβάει τον Λόκχαρτ στον σκοτεινό ιστό του και τον πείθει ότι χρειάζεται θεραπεία. «Ο Βόλμερ μπορεί να είναι ή να μην είναι φαύλος. Μπορεί να είναι απλά ένας άνθρωπος που έτυχε να μάθει το μυστικό της ευτυχίας. Αυτό μόνο ο Λόκχαρτ μπορεί να το ανακαλύψει. Υπάρχει κάτι άβολο με την εμμονή του Βόλμερ για εξαγνισμό – τα πάντα στο σανατόριο είναι άσπρα και αποστειρωμένα. Η ταινία είναι ένα είδος μυστηρίου», προσθέτει ο Άιζακς. «Είναι μια διασκεδαστική, σκοτεινή και μακάβρια διαδρομή. Όταν διάβασα το σενάριο είχα την αντίδραση που εύχομαι να έχει και το κοινό: απλά ήθελα να μάθω τι θα γίνει. Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος ποιος έκανε τι, εάν ο Λόκχαρτ ήταν τρελός ή ένας σταυροφόρος».
Από την αρχή σχεδόν της ταινίας, ο Λόκχαρτ γίνεται φίλος με την μυστηριώδη Χάνα (Μία Γκοθ) και μαζί αποφασίζουν να αποκαλύψουν τα μυστικά του ινστιτούτου και της ιστορίας του. Η ταλαντούχα Γκοθ, γνωστή από τον ρόλο της στο “The Survivalist”, φέρνει μία σημαντική, ωμή αθωότητα στον ρόλο της Χάνα. Ούσα η πιο νέα ασθενής, η Χάνα έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο ινστιτούτο Βόλμερ. Ο γιατρός Βόλμερ την φροντίζει κι εκείνη γνωρίζει ελάχιστα για τον έξω κόσμο. «Ήταν η πιο συναρπαστική ιστορία που είχα διαβάσει ποτέ», σχολιάζει η ηθοποιός. «Η Χάνα περνάει μια φάση μεταμόρφωσης πολύ έντονη και επώδυνη. Πολέμησα με όλο μου το είναι για να είμαι κομμάτι αυτής της ταινίας».
«Όταν πρωτογνωρίζουμε την Χάνα, φαίνεται εντελώς αφελής και προστατευμένη», λέει η Γκοθ για τον χαρακτήρα της. «Ποτέ δεν ενθαρρύνθηκε ή δεν ένιωσε την ανάγκη να αναρωτηθεί τι είναι αυτό που ο Βόλμερ και το σανατόριο εκπροσωπούνε. Κι αυτό κυρίως επειδή η Χάνα έχει αυτή την απίστευτη ικανότητα να βλέπει το καλό και την ομορφιά σε όλα τα πράγματα γύρω της. Σε κάποιο επίπεδο, υπάρχει μία σχέση πατέρας-κόρης ανάμεσα στον Βόλμερ και την ίδια. Όταν όμως γνωρίζει τον Λόκχαρτ, αρχίζουν να αμφισβητούν μαζί τα πάντα. Επιφανειακά αυτό σημαίνει τον Βόλμερ, το σανατόριο και τον κόσμο του, κι εσωτερικά σχετικά με το ποιοι είναι σαν άτομα και τι ακριβώς θέλουν και χρειάζονται».
Τι μας αρρωσταίνει: είναι η θεραπεία χειρότερη από την ασθένεια;
Το «Αντίδοτο στην Ευεξία» είναι μία καθηλωτική ταινία, που εξετάζει ιδέες σχετικά με τον σκοπό της ζωής και τον τρόπο που οι άνθρωποι πολύ συχνά δεν έχουν τον χρόνο σκεφτούν τι πραγματικά θέλουν για τους εαυτούς τους.
«Νομίζω ότι η ταινία ουσιαστικά είναι ένας σχολιασμός στην ευεξία», λέει ο Ντεχάαν. «Η ουσιαστική ερώτηση είναι: ποια είναι η ασθένεια; Μπορεί η ασθένεια να είναι η απόρροια του τι συμβαίνει όταν αναλώνεσαι στην φιλοδοξία και τις εγωπαθείς επιθυμίες για πλούτο και κοινωνική άνοδο σε αυτόν τον κόσμο».
Η ταινία εξετάζει τη σημασία του να ζεις μια ζωή με νόημα. «Κοιτάζουμε το σύμπαν. Κοιτάζουμε τα αστέρια. Ποιο είναι το νόημα σε όλα αυτά; Αυτή είναι η υπαρξιακή κρίση στην πιο αγνή μορφή της. Δεν είναι ότι η ταινία παρέχει την απάντηση, αλλά αυτό που λέει είναι: ίσως ήρθε η στιγμή να κάνετε μια παύση, να σταματήσετε για ένα λεπτό».
16 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους από την ODEON
Δείτε το trailer:
Σκηνοθεσία: Γκορ Βερμπίνσκι
Σενάριο: Τζάστιν Χέιθ
Παραγωγή: Regency Enterprises, A Blind Wink / New Regency Production
Ηθοποιοί: Ντέιν Ντεχάαν, Τζέισον Άιζακς, Μία Γκοθ, Χάρι Γκρένερ, Σίλια Ίμρι, Άντριαν Σίλερ
Φωτογραφία: Μποζάν Μπαζέλι
Μοντάζ: Πιτ Μποντρό, Λανς Περέιρα
Σχεδιασμός παραγωγής: Ιβ Στιούαρτ
Μουσική: Μπέντζαμιν Γουόλφις
Διάρκεια: 146’
Είδος: Δραματική
Διανομή: Odeon