Αν είστε καπού μεταξύ 30 και 40 και με αγάπη για τη χρυσή εποχή του Playstation 2, τότε όλο και σε κάποιο βιντεοπαιχνίδι με αυτοκίνητα θα ακούσατε τις σπιντάτες μελωδίες των Asian Dub Foundation. Αν, πάλι, είστε λίγο πιο μεγάλοι και με πολιτικές ανησυχίες από τα μικράτα σας, πιθανόν θα έχετε κάποιο άλμπουμ τους καταχωνιασμένο από τη δεκαετία του '90. Δυστυχώς, όμως, τα κοινωνικά προβλήματα για τα οποία τραγουδά η κολεκτίβα από το Λονδίνο δεν λένε να καταχωνιαστούν κάπου έξω από αυτόν τον κόσμο.
Φέτος οι Asian Dub Foundation συμπλήρωσαν 30 χρόνια αδιάκοπης παρουσίας στα μουσικά πράγματα, 30 χρόνια καταγγελίας της κοινωνικής καταπίεσης, του ρατσισμού και τις βίας. Αυτά θα γιορτάσουν στο Fuzz Club την Κυριακή 17 Νοεμβρίου. Ιδανική ημερομηνία για ένα άκρως πολιτικό και ξεσηκωτικό live.
Με αφορμή τον ερχομό τους στην Αθήνα, συνομιλήσαμε με τον κιθαρίστα Steve Chandra Savale, ένα από τα ιδρυτικά τους μέλη.
MixGrill: Ένας πατέρας ηλεκτρολόγος, ινδικής καταγωγής, με παρελθόν στην αντίσταση κατά της βρετανικής αποικιοκρατίας, για την οποία φυλακίστηκε. Και μια βρετανίδα μητέρα εργάτρια σε εργοστάσιο. Πες μας περισσότερα για το πώς οι γονείς σου επηρέασαν τη στάση σου απέναντι στα πράγματα αλλά και τα μουσικά σου γούστα.
Steve Chandra Savale: Καλή η ερώτηση, αλλά με πολύ απλή απάντηση: Τα πρώτα δύο ραντεβού των γονιών μου ήταν συναυλίες του Ravi Shankar στο Royal Festival Hall και στον Buddy Holly στο London Palladium. Πάνω-κάτω, ΟΛΑ τα υπόλοιπα πηγάζουν από αυτό!
M.G.: Από ό,τι είδα, μικρός ήθελες να γίνεις συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας. Πώς και εγκατέλειψες αυτό το πλάνο; Οι δυστοπικοί κόσμοι που συχνά περιγράφονται στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας επηρέασαν καθόλου τις θεματικές της μουσικές; Ή αρκέστηκες στις υπαρκτές δυστοπίες του κόσμου μας;
S.C.S.: Ουάο, κι άλλη καλή ερώτηση! Κατά τη γνώμη μου, ποτέ δεν εγκατέλειψα αυτό το όνειρο, απλώς το κατηύθυνα αλλού. Γύρω στο 1975-’76 άρχισα να αγοράζω δίσκους κυρίως με ατμόσφαιρα φουτουριστική και «διαστημική» Πολλά από τα βινύλια ήταν επανεκδόσεις του “Space Oddity”, του “Good Vibrations” και του “Itchycoo Park”. Κάπως έτσι ήρθαν μετά οι Floyd επί εποχής Syd Barrett, ο Robert Calvert και οι Hawkind, οι Kraftwerk και μετά ένα κρεσέντο από post-punk με sci-fi επιρροές, όπως οι Joy Division, οι πρώιμοι Human League, οι Devo, οι Cabaret Voltaire και εντέλει οι Sun Ra και οι Parliament/Funkadelic. Βασικά, οι καταβολές μου στην επιστημονική φαντασία στράφηκαν από τα βιβλία στη μουσική, και κατάλαβα ότι οι σχετικές μου ανησυχίες μπορούσαν να ικανοποιηθούν πολύ πιο άμεσα με μια κιθάρα στο χέρι παρά με μια γραφομηχανή!
M.G.: Στα τέλη της δεκαετίας του ‘90 ξεκινήσατε να κάνετε τουρ με τους Primal Scream, κάτι που οδήγησε στην άνοδο της δημοφιλίας σας. Πώς προέκυψε αυτό και τι μνήμες έχεις από εκείνη την περίοδο;
S.C.S.: Απλώς τους αρέσαμε! Επίσης, οι δρόμοι μας συναντήθηκαν εξαιτίας της κλίσης στην dub μουσική που μοιραζόμασταν. Εμείς τότε ενσωματώναμε έντονα επιρροές από τον παραγωγό Adrian Sherwood της On U Sound, οπότε όταν παίξαμε τελικά όλοι μαζί, δεν διαφέραμε και τόσο μουσικά όσο μπορεί να φαντάζεσαι.
M.G.: Με τους Primal Scream είχατε συνεργαστεί εκείνη την περίοδο και για μία νέα εκδοχή του κομματιού “Free Satpal Ram” από το προηγούμενο άλμπουμ σας “R.A.F.I.”. Η υπόθεση του φυλακισμένου Satpal Ram ανέδειξε το δομικό ρατσισμό μέσα στο σωφρονιστικό σύστημα, και δυστυχώς μου φέρνει στο μυαλό μια πολύ πρόσφατη υπόθεση στην Αθήνα, όπου ένας μετανάστης ασιατικής καταγωγής -σαν τον Ram- φαίνεται πως οδηγήθηκε σε θάνατο εξαιτίας βασανιστηρίων σε αστυνομικό τμήμα όπου κρατείτο. Εσείς πώς οδηγηθήκατε στο να γράψετε αυτό το κομμάτι, το οποίο πολλοί θεωρούν ότι άσκησε πίεση για την αποφυλάκιση του Ram;
S.C.S.: Μία υπέροχη γυναίκα, η Helen MacDonald, μας είχε πει για την καμπάνια που «έτρεχε» τότε για τον Ram και ρώτησε αν μπορούσαμε να γράψουμε κάτι πάνω σε αυτό. Το κομμάτι έχει ένα ραπ/ροκ τέμπο, πράγμα μάλλον ασυνήθιστο μουσικά για μας. Το riff που παίζω είναι βασισμένο σε μια μελωδία συνθεσάιζερ που ακούγεται στο breakdown του κομματιού, και την έγραψα βασισμένος στο “She Watch Channel Zero” των Public Enemy. Οι στίχοι γράφτηκαν από κοινού μέσα στην μπάντα, όπως συνηθίζαμε να κάνουμε τότε.
M.G.: Το περιστατικό με τον Ram έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση του MC σας Deeder Zaman να φύγει από τους ADF το 2000 και να αφοσιωθεί στον ακτιβισμό. Πώς ήταν η περίοδος προσαρμογής μετά την απώλεια ενός από τα βασικά ιδρυτικά σας μέλη;
S.C.S.: Σε αυτό βοήθησε η ιδέα μου να κάνουμε σαν μπάντα κάποια live soundtracks, για τα οποία δεν χρειαζόντουσαν φωνητικά. Η επιτυχία που είχαν μας βοήθησε να μην χάσουμε την πίστη μας στο project και άρα να προχωρήσουμε παρακάτω.
M.G.: Στο άλμπουμ “Enemy Of The Enemy” του 2003 ξεχωρίζει το κομμάτι “Fortress Europe”, που ασκούσε κριτική στη μεταναστευτική πολιτική της Ε.Ε., προβλέποντας ότι το 2022 μια «νέα ευρωπαϊκή οδηγία» θα οδηγούσε σε ασφυκτικό έλεγχο των συνόρων, κάνοντας εκπτώσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε το γεγονός ότι μάλλον δικαιωθήκατε τελείως στην πρόβλεψή σας; Και ζώντας πλέον στο 2024, έχεις κάποιο σχόλιο να κάνεις για την όλη κατάσταση;
S.C.S.: Μακάρι να μην μας δικαίωνε αυτό το κομμάτι… Ακόμα και ο στίχος “cybernetic dogs getting closer and closer” επιβεβαιώθηκε το 2022, όταν στις ΗΠΑ έγιναν δοκιμές ρομποτικών σκύλων για τη φύλαξη των συνόρων με το Μεξικό.
M.G.: Στο ίδιο άλμπουμ περιλαμβάνεται και το “1000 Mirrors”, που μιλάει για την ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών και δυστυχώς παραμένει επίσης πολύ επίκαιρο. Σε αυτό το κομμάτι συνεργαστήκατε με την Sinead ‘O Connor. Θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας μερικές μνήμες από τη συνεργασία μαζί της;
S.C.S.: Συναντηθήκαμε για λίγο μόνο στα γυρίσματα του βιντεοκλίπ και κάπου εκεί στο ενδιάμεσα διασκεδάσαμε… πετώντας φαγητά ο ένας στον άλλο! Στην πράξη, δεν μιλήσαμε και πολύ, καθότι εγώ παρέμενα άναυδος στην παρουσία της. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι η Sinead ‘O Connor τραγούδησε ένα κομμάτι που σε μεγάλο βαθμό είχα εμπνευστεί εγώ. Η ειρωνεία είναι ότι ενώ το έγραφα ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσε να το τραγουδήσει αυτή.
Το βασικό στήσιμο του κομματιού προέρχεται από μία λούπα του DJ μας, του Pandit G, που παιζόταν στα encore των συναυλιών μας, ώστε εμείς να τζαμάρουμε από πάνω. Η λούπα έφερνε κάπως σε απαλή μποσανόβα με ινδική αισθητική. Και εμπνευσμένος από αυτήν, ένα βράδυ συνέλαβα ολόκληρη τη μελωδία και τους στίχους που θα ερμήνευε η Sinead. Μία βασική επιρροή ήταν επίσης το δεύτερο και το τρίτο άλμπουμ των The Specials, όπου ο Jerry Dammers εισήγαγε την μποσανόβα ως στοιχείο του ήχου τους.
Όμως, βασική πηγή έμπνευσης ήταν και ένα ινδουιστικό δοξολογικό τραγούδι (Bhajan), που είχε γυναικεία φωνητικά. Το τραγούδι μιλούσε για μία επαναστάτρια του 16ου αιώνα με το όνομα Meera, η οποία σήμερα τιμάται και ως αγία. Αυτή «χόρευε και τραγουδούσε ενάντια στη διαφθορά της βασιλικής καθεστηκυίας τάξης». Νομίζω μπορείς να δεις τη σύνδεση. Σε αυτό το τραγούδι, η ίδια η Sinead είναι η επιτομή μιας μοντέρνας αγίας που τραγουδά για να αποτινάξει την καθεστηκυία τάξη.
Ας μοιραστώ μια ακόμα «μαγεία» πίσω από το κομμάτι: Η φράση “Land of 1000 mirrors” μού ήρθε σε ένα όνειρο, και κάποιον καιρό αργότερα αντιλήφθηκα ότι συνδεόταν και με την ινδική παράδοση. Πάλι την ίδια περίοδο, έτυχε να παρεβρεθώ σε μια εκδήλωση προς υποστήριξη της Zoora Shah, μιας γυναίκας που είχε φυλακιστεί επειδή δηλητηρίασε τον άντρα της, που της φερόταν τρομερά βάναυσα. Με συγκίνησε η ομιλία μίας από τις κόρες της και έτσι έγραψα τους στίχους για το “1000 Mirrors”. Τελικά, όμως, συνειδητοποίησα ότι το κομμάτι αντανακλά και δικές μου αναμνήσεις από τη ζωή μου σε μια οικογένεια με έναν αλκοολικό πατέρα.
Στο ντέμο του τραγουδιού την ερμηνεία ανέλαβε η Sonia Mehta, που τραγουδά και στο “Fortress Europe”, με μια αισθητική που έφερνε περισσότερο σε Bhajan. Όμως, ο Adrian Sherwood, παραγωγός μας τότε, έτυχε να δείξει το τραγούδι στη Sinead και εκείνη θέλησε να το πει. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ομολογουμένως, η παραγωγή του Adrian ανέβασε το τραγούδι σε άλλα επίπεδα, και η ερμηνεία της Sinead είναι απλώς εντυπωσιακή. Ο θάνατος αυτής της θαρραλέας και γεμάτης ενσυναίσθηση γυναίκας ήταν μεγάλη απώλεια για ολόκληρο τον κόσμο…
M.G.: Το πιο πρόσφατο άλμπουμ σας (2021) λέγεται “Access Denied”. Το artwork απεικονίζει ένα διαβατήριο με τις φωτογραφίες σας να έχουν μαρκαριστεί με Χ, σαν να σας αποκλείουν. Είναι αυτό ένα σχόλιο για τη ρατσιστική συμπεριφορά απέναντι στους ανθρώπους με διαφορετικό χρώμα δέρματος ή και για την κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Μεγάλη Βρετανία μετά το Brexit, σε ό,τι αφορά τη μετακίνηση;
S.C.S.: Και τα δύο. Δυστυχώς, πρόκειται για δύο φαινόμενα που σχετίζονται μεταξύ τους.
M.G.: Στο άλμπουμ ξεχωρίζει το τραγούδι “Comin’ Over Here” με τη συμμετοχή του stand-up κωμικού Stewart Lee. Σε αυτό ο Lee σατιρίζει το ρατσιστικό λόγο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και την προσφορά των μεταναστών στη χώρα: “Bloody Poles, comin’ over here, fixing all the stuff we’ve broken. Bloody Indians, coming over here, inventing us a national cuisine”! Εσύ σε ποιο βαθμό χρησιμοποιείς το χιούμορ για να αντιμετωπίσεις το ρατσισμό γύρω σου;
S.C.S.: Νομίζω αυτό το κομμάτι είναι ένα καλό παράδειγμα του κατά πόσο χρησιμοποιούμε το χιούμορ! Μια ωραία παρατήρηση που μας έχουν μεταφέρει ακροατές του είναι ότι, ακούγοντάς το, τους ήρθε να χορέψουν, να γελάσουν και να υψώσουν τις γροθιές τους, όλα αυτά ταυτόχρονα…
M.G.: Η μουσική σας κολεκτίβα γεννήθηκε στο Community Music, ένας οργανισμός με συλλογική δομή, που σκοπό έχει να στηρίξει νέους μουσικούς από διαφορετικά περιβάλλοντα. Εσύ συνεχίζεις να συμμετέχεις στο εγχείρημα, κάνοντας μαθήματα εκεί. Όταν δημιουργήθηκε το 1983, το CM ήταν το πρώτο στο είδος του. Πόσο καλύτερα -ή χειρότερα- είναι τα πράγματα για τους νέους καλλιτέχνες στο Λονδίνο σε σχέση με τότε σε ό,τι αφορά τις ευκαιρίες για εκπαίδευση και δικτύωση; Και αν θες, μπορείς να μας πεις και για την πρωτοβουλία σας ADFEducation.
S.C.S.: Σε σχέση με τότε, το ίντερνετ έχει αλλάξει τα πάντα. Προφανώς, η εκμάθηση και η δικτύωση είναι πολύ πιο εύκολη για όσους καλλιτέχνες μεγάλωσαν στην εποχή του διαδικτύου. Το πρόβλημα είναι ότι στο διαδίκτυο δραστηριοποιούνται και πολλοί αυτόκλητοι «ειδήμονες», που είναι ιδιαίτερα φορμαλιστές και δίνουν προσοχή περισσότερο στην τεχνική παρά στη δημιουργικότητα. Απ’ την άλλη, έχεις πρωτοβουλίες σαν το Beatstars, που σου επιτρέπουν να μοιραστείς επί πληρωμή δικά σου beats. Το ADFE δεν υπάρχει πια. Παραήταν πλέον εκτός εποχής…
M.G.: Το 2025, το “Μίσος” του Mathieu Kassovitz, μία από τις πιο σημαντικές ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου, θα γίνει 30 ετών. Ως ADF έχετε εμφανιστεί σε «σινε-συναυλίες», όπου παίζατε live το soundtrack της ταινίας ενώ αυτή προβαλλόταν. Μας το ανέφερες και εσύ πριν. Γιατί επιλέξατε αυτήν την ταινία; Επίσης, ποιος ο ρόλος του σινεμά στην καλλιτεχνική σας δημιουργία;
S.C.S.: Αυτό που λες έγινε το 2001. Η ιδέα μας ήταν πολύ πολύ πρωτοπόρα για την εποχή. Πίσω στο 1996 υπήρχε ένα κλαμπ στο Λονδίνο που λεγόταν “Old Films, New Music”. Το «έτρεχε» ένας φίλος. Εκεί μπορούσες να βρεις DJs που μίξαραν ζωντανά ενώ από πίσω προβάλλονταν ταινίες. Στη σκέψη του αν οι ADF θα μπορούσαν να κάνουν κάτι αντίστοιχο, το «Μίσος» ήρθε κατευθείαν στο μυαλό μου. Γκετοποιημένες κοινότητες ενάντια στα όργανα ενός καταπιεστικού κράτους. Τι πιο ταιριαστό;
Να πω επίσης ότι οι εξεγέρσεις που παρακολουθούμε στην ταινία θυμίζουν έντονα τις εξεγέρσεις για τις οποίες μιλάμε και εμείς στο τραγούδι “TH9”, που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά. Αντικαταστήσαμε, λοιπόν, το “Burnin’ And Lootin” του Bob Marley με το “TH9” σε αυτή τη «σινε-συναυλία» και πήγε πολύ καλά. Μας το επιβεβαίωσε και ο ίδιος ο Kassovitz, όταν ήρθε να δει την ταινία!
M.G.: Φέτος κλείσατε και εσείς τα 30 χρόνια παρουσίας. Πρόσφατα κυκλοφορήσατε το compilation album “94-Now: Collaborations”, στο οποίο συμπεριλάβατε επανεκτελέσεις από παλιές συνεργασίες σας με άλλους καλλιτέχνες. Σε αυτό το άλμπουμ διασκευάσατε κα το “No Fun” των Stooges, μαζί με τον Iggy Pop. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
S.C.S.: Ο Iggy ήρθε να με βρει μετά από μια εμφάνισή μας στο Ζάγκρεμπ και εκεί αναπτύχθηκε η ιδέα για τη συνεργασία μας. Πρότεινα το “No Fun” γιατί έκρινα ότι μπορεί να «ντυθεί» με έναν παραδοσιακό bhangra ρυθμό. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μοναδικό υβρίδιο bhangra και proto-punk, που ταίριαξε απόλυτα. Αξίζει να μοιραστώ ότι ο Iggy ήρθε μια μέρα να με βρει στο σπίτι μου, για να μου πει ότι τον γράψαν για υπερβολική ταχύτητα επειδή οδηγούσε ακούγοντας στη διαπασόν το ντέμο του τραγουδιού!
M.G.: Ας κλείσουμε, λοιπόν, με τις καλύτερες ευχές μας για τα επόμενα 30 χρόνια των ADF και με μια δήλωσή σου για την επερχόμενη συναυλία σας στην Αθήνα αυτήν την Κυριακή.
S.C.S.: Σε ευχαριστούμε! Athens, get ready to jump!
Οι Asian Dub Foundation θα εμφανιστούν μαζί με τον MC Yinka την Κυριακή 17 Νοεμβρίου στο Fuzz Club (Πατριάρχου Ιωακείμ 1, Ταύρος). Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια εδώ.