Τι θα ακούσεις:
Ελληνικό εναλλακτικό ροκ με παραδοσιακές και blues επιρροές, με ρεμπέτικα και western folk στοιχεία
Τραγούδια που αξίζει να ακουστούν:
Η Αγέλη, Άγκυρα, Δέκα Χρόνια Εξορία
Βαθμολογία:
7
Εκ Ναούσης ορμώμενος, μετακόμισε στο Μάντσεστερ με το συγκρότημά του, «Old House Playground», όπου σε διάστημα εννέα ετών κυκλοφόρησαν τρία album, ενώ εμφανίστηκαν πολλάκις σε Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία, αλλά και Ελλάδα. Μετά τη φιλική διάλυση του συγκροτήματος και λίγο προτού εγκαταλείψει το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Τρύφων γράφει μουσική για πρώτη φορά και σε ελληνικό στίχο, συλλέγοντας έτσι υλικό για το ντεμπούτο album του, «Αναφορά».
Ήδη από το εξώφυλλο του δίσκου, που χαρακτηρίζεται από γήινα κυρίως χρώματα σε ένα αφαιρετικό «artwork» του ίδιου του Τρύφωνος, ο ακροατής προϊδεάζεται για μια απλή, σύγχρονη προσέγγιση που όμως ακουμπάει σε στοιχεία του παρελθόντος. Ακόμη και το εσωτερικό του album, όπου παρατίθονται οι στίχοι και ο χαιρετισμός του καλλιτέχνη, μοιάζει να ‘ναι γραμμένο στο χέρι.
Απ’ το «Άφραγκος Κι Αν Έμεινε..» μέχρι και το πιο αυτοβιογραφικό «Δέκα Χρόνια Εξορία», η τοποθέτηση των κομματιών στο δίσκο δεν θα μπορούσε να είναι πιο άρτια. Τα πιο δυναμικά κομμάτια του δίσκου βρίσκονται στις κατάλληλες θέσεις, ώστε να διατηρήσουν το ενδιαφέρον του ακροατή ακόμη και μετά το τέλος του δίσκου (προσωπικά μου γεννήθηκε η επιθυμία και για μια ζωντανή ακρόαση της «Αναφοράς»).
Αν και ως επί το πλείστον σε επίπεδο συνθέσεων τα κομμάτια εμφανίζουν μικρές διαφορές μεταξύ τους, η ενορχηστρωτική τους προσέγγιση αποζημιώνει τον ακροατή. Με ύφος συγκεκριμένο, που όμως φανερώνει τις ποικίλες μουσικές καταβολές του δημιουργού (folk, rock, ρεμπέτικο, παραδοσιακά ακούσματα κ.α.), ο Τρύφων και οι συνεργάτες του εμπλουτίζουν αριστοτεχνικά το εκάστοτε τραγούδι.
Στιχουργικά τα κομμάτια όλα κινούνται σε παρόμοιο ύφος μεταφέροντας μια αφηρημένη μελαγχολία, που όμως και πάλι χάρη στην επιτυχημένη ενορχήστρωση δεν βαρύνουν το σύνολο του δίσκου, ούτε δυσκολεύουν ιδιαίτερα τον ακροατή να τα παρακολουθήσει. Εξαίρεση της στιχουργικής αυτής υφολογίας αποτελεί σαφώς το κλείσιμο του δίσκου, όπου ο Τρύφων γίνεται μάλλον πιο προσωπικός και με στίχο πιο συγκεκριμένο βοηθάει τον σύγχρονο ακροατή να ταυτιστεί λίγο παραπάνω.
Στο ερμηνευτικό κομμάτι του δίσκου ωστόσο, που φαίνεται να επενδύθηκε μπόλικη μαεστρία, το στοίχημα έχει μάλλον κερδηθεί. Ο εν λόγω δίσκος, λόγω του αρκετά συγκεκριμένου ρεπερτοριακού του ύφους, είναι αλήθεια πως δεν επιτρέπει στον τραγουδιστή να ξεδιπλώσει εύκολα τις φωνητικές του ικανότητες. Ωστόσο, η διακριτική αλλά εύστοχη και δη πρωτοποριακή για την ελληνική δισκογραφία φωνητική επένδυση μαρτυρά πως ο Τρύφων χαρακτηρίζεται από μια μεστή και καλλιεργημένη φωνή, που σίγουρα μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα στη νέα γενιά δημιουργών. Ακόμη και η επιτηδευμένα ατημέλητη άρθρωση σε συγκεκριμένα σημεία, προσδίδει μια οικεία μοναδικότητα και εμπλουτίζει το αποτέλεσμα. Μένει μια (ακόμα) ζωντανή παρουσίαση να επαναλάβει την δυναμική χρήση φαλτσέτου ή και φωνητικών κλιμάκων, ώστε να επικυροποιηθούν τα παραπάνω.
Εν ολίγοις, ο πρώτος δίσκος του Τρύφωνος Λάζου δημιουργεί προσδοκίες για τις ζωντανές παρουσιάσεις των κομματιών του, αλλά θέτει και απαιτήσεις για μια πιο πειραματική και ποικιλόμορφη δισκογραφική συνέχεια.