Τριάμισι χρόνια μετά το τελευταίο άρθρο, το βίντεο κλαμπ του Mix Grill επιστρέφει! Οι συντάκτες μας μαζεύονται σε μια ζεστή παρέα που επιλέγει μια ταινία, τη βλέπει και τη συζητά. Η στήλη προσπαθεί να συμπυκνώσει όσα νιώσαμε και σκεφτήκαμε κατά τη διάρκεια της προβολής και της συζήτησής μας. Ξεκινάμε με το “Clerks”, ένα ασπρόμαυρο cult διαμαντάκι.
Το “Clerks” αποτέλεσε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Kevin Smith το 1994. Αποτέλεσμα αυτοχρηματοδότησης και ... τρέλας του, η ταινία γυριζόταν μετά το πέρας του ωραρίου λειτουργίας στο μαγαζί που δούλευε ο Smith εκείνον τον καιρό. Μετά τον θρίαμβό του στο φεστιβάλ του Sundance, το “Clerks” κέρδισε μια θέση στον κατάλογο διανομής της Miramax, καθώς ο Harvey Weinstein, πριν από την εκτόξευσή του –αλλά ακόμα πιο πριν από την αποκαθήλωσή του–, το λάτρεψε. Μάλιστα, ο Kevin Smith ταξίδεψε τότε μαζί με τον Quentin Tarantino στο φεστιβάλ των Καννών, όπου ο μεν Tarantino έφυγε με τον Χρυσό Φοίνικα για το “Pulp Fiction”, ο δε Smith, παρότι έχασε την Χρυσή Κάμερα από τον Pascale Ferran, απέσπασε δύο από τα ανεξάρτητα βραβεία του φεστιβάλ (το «Βραβείο Νεότητας» –το “Prix de la jeunesse” που καταργήθηκε το 2013– και το βραβείο της Mercedes-Benz).
Με το πέρασμα των χρόνων, το “Clerks” έχει αποκτήσει μια καλτ διάσταση και έχει δημιουργήσει το δικό του κινηματογραφικό σύμπαν, το View Askewniverse, από το όνομα την εταιρείας παραγωγής του Smith (View Askew Productions). Οι περισσότεροι χαρακτήρες που μας σύστησε αυτή η πρώτη του ταινία επέστρεψαν σε μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους σε ταινίες όπως το “Mallrats” (1995), το “Chasing Amy” (1997), το “Dogma” (1999) με το all-star cast, καθώς και το “Clerks II” (2006). Μάλιστα στα μέσα του προσεχή Οκτωβρίου το View Askewniverse θα εμπλουτιστεί με το “Jay and Silent Bob Reboot”, ενώ ο Kevin Smith πρόσφατα διαβεβαίωσε –για πολλοστή φορά– ότι το “Clerks III” θα πραγματοποιηθεί.
Λίγα λόγια για την υπόθεση
Ο Dante (Brian O'Halloran) δουλεύει σε ένα μίνι μάρκετ και αναγκάζεται να εργαστεί στη μέρα του ρεπό του. Με βαριά καρδιά και πολλά νεύρα ο Dante ανοίγει το μαγαζί και υποδέχεται τους πελάτες: μανιακούς καπνιστές, εμπόρους τσίχλας, εμμονικούς αγοραστές αυγών. Μόνιμη παρέα σε αυτό το οκτάωρο του τρόμου, ο Randal (Jeff Anderson) που δουλεύει στο διπλανό βίντεο κλαμπ και μισεί τους πελάτες περισσότερο απ’ όσο μισεί τη δουλειά του, καθώς και δυο βαποράκια, ο Jay (Jason Mewes) και ο Silent Bob (Kevin Smith), που ξημεροβραδιάζονται στο πεζοδρόμιο τραμπουκίζοντας τους περαστικούς. Μέσα σε αυτό το χάος, τον επισκέπτονται η κοπέλα του Veronica (Marilyn Ghigliotti) και η πρώην-μεν-αλλά-ποιος-ξέρει-για-το-μέλλον Caitlin (Lisa Spoonauer). Επίσης, ο Dante και ο Randal βρίσκουν χρόνο να παίξουν χόκεϊ, να συζητήσουν για την ταξικότητα στον κόσμο του Star Wars, να παραστούν σε μια αγρυπνία και να πλακωθούν στο ξύλο. Θα έλεγε κανείς ότι δεν είναι παρά μια συνηθισμένη μέρα στη δουλειά.
Ο Randal ή η σημασία των χαρακτήρων που πλαισιώνουν τον πρωταγωνιστή
Κεντρικός ήρωας είναι ο Dante, τον οποίο υποδύεται ο Brian O'Halloran. Παρόλα αυτά, ο χαρακτήρας που δίνει ζωή στην ταινία είναι ο Randal. Χωρίς αυτόν το "Clerks" θα ήταν μια τελείως διαφορετική και αρκετά πιο βαρετή ταινία. Ο Randal είναι μια γνώριμη κινηματογραφική φιγούρα, ένας χαλαρός τύπος, από αυτούς που δύσκολα προβληματίζονται, αλλά εύκολα βάζει σε προβλήματα τους υπόλοιπους. Τον Randal επρόκειτο να υποδυθεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης/σεναριογράφος Kevin Smith, που όμως γρήγορα συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να απομνημονεύσει τους διαλόγους. Έτσι, προτίμησε να αναλάβει τον χαρακτήρα με τις λιγότερες ατάκες (Silent Bob). Τελικά, τον Randal ενσάρκωσε με απόλυτη επιτυχία ο Jeff Anderson.
Το δύο χαρακτηριστικά του Randal είναι η αθυροστομία και η αναισθησία, η οποία φτάνει στον υπέρτατο βαθμό όταν πρέπει να εξυπηρετήσει τους πελάτες του βίντεο κλαμπ. Οι χυδαίες εκφράσεις του, μάλιστα, σίγουρα συνέβαλαν αρκετά ώστε να χαρακτηριστεί το "Clerks" ως rated R. Αν και η χυδαιότητα είναι συχνό φαινόμενο στο αμερικάνικο κινηματογραφικό χιούμορ, πράγμα διόλου ενθαρρυντικό, είναι ίσως η μοναδική πινελιά που κρατά την προσοχή του θεατή στην ταινία, καθώς σπάει τη μονοτονία της βαρεμάρας του Dante.
Ο Randal ξεχωρίζει αμέσως στην ταινία: αντικοινωνικός, σε μια διαρκή νιρβάνα, θίγει βαθυστόχαστα νοήματα της ζωής με το πιο μηδενιστικό τρόπο. Είναι ο χαρακτήρας αυτός που απολαμβάνεις να παρακολουθείς, αλλά μισείς να συναναστρέφεσαι. Χωρίς αυτόν η ημέρα του Dante δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον, ή τουλάχιστον για εμάς! Καταφέρνει να παρασύρει τον Dante, ο οποίος βέβαια άλλο που δεν θέλει, σε μια σειρά από περιστατικά που περιπλέκονται όλο και περισσότερο. Στο τέλος, όλες τις συνέπειες των πράξεων του Randal καταλήγει να τις πληρώνει ο Dante.
Οι πιο ξεχωριστές στιγμές του Randal
- Η τηλεφωνική παραγγελία νέων ταινιών πορνό για το βίντεο κλαμπ.
Σε μια από τις ελάχιστες στιγμές που τον παρακολουθούμε να εργάζεται στην βάρδια του στο βίντεο κλαμπ, μια κυρία με το παιδί της περιμένουν να εξυπηρετηθούν. Εκείνη ακριβώς την στιγμή κρίνει ο Randal ως καταλληλότερη για να παραγγείλει τηλεφωνικά νέες ταινίες πορνό για το μαγαζί, οι οποίες φυσικά φέρουν τους πιο ευφάνταστους τίτλους.
- Υποτονικός, αντικοινωνικός, εκνευριστικά απαθής, αλλά και νοσταλγικός. Παρ’ όλο που μισεί τους ανθρώπους, λατρεύει τις συναθροίσεις. Βέβαια στην συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για κηδεία, αλλά τι άλλο θα ταίριαζε σε έναν τόσο αντισυμβατικό χαρακτήρα;
- Ο Randal δεν σκοπεύει να χαλάσει την ροή της κουβέντας με τον Dante για κανέναν πελάτη, ακόμα και αν η συζήτηση αγγίζει λεπτά ζητήματα. Καταφέρνει να θίγει τα πιο ακατάλληλα θέματα τις πιο ακατάλληλες στιγμές με μια αφοπλιστική απάθεια. Ξεφυλλίζοντας, έτσι, ένα πορνοπεριοδικό δείχνει ένα αιδοίο σε έναν ανυποψίαστο πελάτη και ολοκληρώνει τη σκηνή με την αφοπλιστική ατάκα: «νομίζω ότι μπορείς να δεις τα νεφρά της».
- Η πρώτη από τις δύο σκηνές με τον Dante και τον Randal που εκτυλίσσονται στο αυτοκίνητο, στην οποία συζητούν για τον ξάδερφο του Randal που έσπασε τον λαιμό του κάνοντας … γυμναστική. Ο συγκεκριμένος διάλογος ενέπνευσε τον Ρένο Χαραλαμπίδη που τον ενέταξε (ή τον ... αντέγραψε) σε μια από τις σκηνές του Κώστα Τσάκωνα στα «Φθηνά Τσιγάρα».
Just an ordinary day - Spoiler Alert!
Η εκδοχή της ταινίας που κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους οδηγείται στο τέλος με τον Dante να χαιρετάει τον Randal και μετά από λίγο να φεύγει από το μαγαζί. Στο αρχικό τέλος που είχε γυρίσει ο Kevin Smith, ο Dante δολοφονείται με όπλο ενώ διαβάζει εφημερίδα μέσα στο κατάστημα. Συζητώντας καταλήξαμε ότι πολύ λογικά προτιμήθηκε το… «αναίμακτο» τέλος, διότι έτσι αναδεικνύεται πως αυτή ήταν μία ακόμα ημέρα στη δουλειά. Παρόλο που στις ώρες λειτουργίας του καταστήματος έγιναν τόσα ατυχή γεγονότα, η δυσκολία στο πρωινό ξύπνημα και η ανακούφιση κατά το σχόλασμα είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν μία συνηθισμένη ημέρα στη δουλειά. Μπορεί όλα αυτά τα συμβάντα να φαίνονται τραγικά στον θεατή, ωστόσο, σε έναν υπάλληλο που είναι «εκτεθειμένος» στον έξω κόσμο μπορεί να φαντάζουν στοιχεία της καθημερινότητας που συμβαίνουν τακτικά. Η αίσθηση αυτή της ρουτίνας θα χανόταν, εάν ο υπάλληλος έπεφτε θύμα δολοφονίας γιατί η συγκεκριμένη ημέρα θα γινόταν κάτι ξεχωριστό και θα χανόταν το νόημα πίσω από την «συνηθισμένη ημέρα».
Ο ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος, η Βρετανία, οι Κάννες κι ο Weinstein
Το σκηνικό του “Clerks” θυμίζει έντονα Βρετανία. Χρειάζεται αρκετή αμερικάνικη προφορά και μερικές αναφορές στο χόκεϊ για να συνειδητοποιήσουμε ότι χωρικά τοποθετούμαστε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δε υπάρχει μια συγκεκριμένη αιτία γι' αυτή την αίσθηση. Διάσπαρτες και αποσπασματικές μικρές πληροφορίες χτίζουν αυτό το βρετανικό φόντο. Πρώτα-πρώτα το χαμηλό κόστος παραγωγής που σε τίποτα δε συγκρίνεται με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως αμερικανικό κινηματογράφο. Καμία Νέα Υόρκη, καμία λεωφόρος, καμία ανταλλαγή πυρών (και τη μία που θα είχαν, την έκοψαν στο τέλος). Όχι ότι στην Ευρώπη δε σπαταλιούνται χρήματα εις τέρψιν του θεατή, απλώς διαφέρει ο τρόπος διαχείρισης και τοποθέτησής τους. Το ασπρόμαυρο βοήθησε, επίσης, το ευρωπαϊκό μας υποσυνείδητο να συμπεριλάβει την ταινία στα δικά της λημέρια. Εύστοχη επιλογή, γιατί στο έγχρωμο θα φαινόταν ακόμη περισσότερο το χαμηλό κόστος παραγωγής. Η αυθεντική αισθητική των ‘90s, που κάποιοι από εμάς τη βιώσαμε κιόλας, φέρνει στο μυαλό βρετανικούς αναχρονισμούς, όπως το “My Mad Fat Diary” (2013–2015) που διαδραματίζεται το 1996. Τέλος, σουρεαλιστικά σκηνικά, όπως του πελάτη που έψαχνε το ιδανικό αυγό ή του νηπίου με τα τσιγάρα, φέρνουν τον θεατή σε αμηχανία αναρώτησης που μοιάζει ώρες-ώρες με εκείνη των Monty Python. Ο Kevin Smith εξέλιξε περαιτέρω το αιρετικό στοιχείο στο “Dogma” ασκώντας κριτική στην καθολική εκκλησία. Γιατί ο Bob και ο Jay είναι πανταχού παρόντες.
Αναζητώντας μια πιο πρακτική εξήγηση για αυτή την αίσθηση, καταλήγουμε στον Harvey Weinstein και την Miramax. Έχοντας ήδη χτίσει μια γερή βάση τη δεκαετία το ’80 στη διανομή ανεξάρτητων ταινιών, με κορωνίδα το βραβευμένο στις Κάννες «Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες» του Steven Soderbergh, η Miramax συνήθιζε να αγοράζει ταινίες διαφορετικής αισθητικής, που σε μεγάλο βαθμό εμπνέονταν, προσάρμοζαν ή απλώς αντέγραφαν Βρετανούς δημιουργούς. Πέρα από το “Clerks”, σε αυτή την κατηγορία ξεχωρίζουμε το “Kids” του Larry Clark που κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη χρονιά (1995).
Ο Kevin Smith έγινε από τα αγαπημένα παιδιά του φεστιβάλ των Καννών, επιβεβαιώνοντας τον ευρωπαϊκό αέρα των ταινιών του. Μετά το “Clerks”, τόσο το “Dogma” όσο και το “Clerks II” έκαναν το ντεμπούτο τους στο γαλλικό φεστιβάλ. Παρότι δεν κέρδισαν κάποιο βραβείο, δίχασαν και χειροκροτήθηκαν, το δίπτυχο που ορίζει την επιτυχία στις Κάννες.
Τον Οκτώβριο του 2017, μετά από τις πρώτες αποκαλύψεις σχετικά με τα σεξουαλικά εγκλήματα του Harvey Weinstein, ο Smith δήλωσε «ντροπιασμένος» που ο Weinstein «χρηματοδότησε τα πρώτα 14 χρόνια της καριέρας του». Σαν ένα βήμα προσωπικής εξιλέωσης, αποφάσισε να διαθέσει κάθε μελλοντικό κέρδος από ταινίες του που χρηματοδότησε ο Weinstein στη μη κερδοσκοπική οργάνωση “Women in Film” που προωθεί ίσες ευκαιρίες για τις γυναίκες στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Αντί επιλόγου - Το “Clerks” 25 χρόνια μετά από την κυκλοφορία του
Μπορεί ο Randal να χαρακτηρίζεται από την τάση να γελοιοποιεί καταστάσεις, όμως στον μονόλογο του μετά την μάχη με τον Dante στο μαγαζί εκφράζει σκέψεις που έχουν απήχηση ακόμα και στην εποχή μας. Μαλώνοντας τον Dante ότι γκρινιάζει για όλα και κατηγορεί τους υπόλοιπους για την μοίρα του, θέτει τον προβληματισμό που αντιμετωπίζουν πολύ συχνά και οι νέοι του σήμερα σχετικά με το ποιος ευθύνεται για όσα τους συμβαίνουν. Παρόλο που οι καταστάσεις μπορεί να μην είναι ευνοϊκές, είναι στο χέρι του καθενός να προσπαθεί να τις ελέγχει όσο μπορεί και να μην μεμψιμοιρεί διαρκώς για την ατυχία του/της. Για παράδειγμα, ήταν απόφαση του Dante να καλύψει το αφεντικό του εκείνη την εφιαλτική ημέρα στη δουλειά, όπως επίσης και να μην αποκαλύψει στην Veronica ότι μιλάει με την Caitlin. Ο Randal μάς θυμίζει ότι όσο κι αν δεν θέλουμε να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας, αυτό είναι αναπόφευκτο, εάν επιθυμούμε να αποκαλούμαστε ενήλικες.
Μέσα σε μία μεγάλη χρονικά απόσταση –25 χρόνια από την ημερομηνία κυκλοφορίας της ταινίας– βλέπει κανείς διακριτικά στοιχεία της κουλτούρας των ‘90s. Μεταξύ άλλων, το ντύσιμο, οι μουσικές επιρροές, τα ναρκωτικά, το κάπνισμα, η έννοια της παρέας που βρίσκεται όλη μέρα έξω αλητεύοντας, ο τύπος και η τηλεόραση που δεν είχαν κατασπαραχθεί από το διαδίκτυο. Κάποια από αυτά παρουσιάζονται με έναν σαρκαστικό τόνο, ενώ άλλα τα ζούμε ακόμα και σήμερα. Ποιος δεν είχε στο σχολείο ή στην γειτονιά του μία παρέα παιδιών που έμπλεκαν παντού και που κυρίως είχαν έναν Silent Bob να πετάει τις κατάλληλες ατάκες την κατάλληλη στιγμή;