Mix Grill: Τι θα ακούσουμε στις 11 Μαρτίου στη Σφίγγα; Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές θα έχει αυτό το live με παλαιότερά σου;
Παναγιώτης Λάμπουρας: Στις 11 Μαρτίου θα βρεθούμε επί σκηνής μαζί με δύο σπουδαίους μουσικούς της Ελλάδας, τον Θωμά Κωνσταντίνου και τον Γιάννη Κυριμκυρίδη. Αυτή η σύμπραξη δημιουργεί ένα live πολύ διαφορετικό σε σχέση με τα προηγούμενα. Ο μουσικός τους κόσμος, το ταλέντο, η εμπειρία που φέρουν αυτοί οι δύο δεξιοτέχνες αλλά και η ματιά τους στη μουσική, αποτελεί για μένα μια καινούργια και όμορφη εμπειρία. Επίσης, θα παρουσιάσουμε το καινούργιο τραγούδι που έχω γράψει «Να τρέξεις στην αγάπη» με την παραγωγή-ενορχήστρωση του Θωμά Κωνσταντίνου, όπου ανέλαβε εκείνος. Η επιμέλεια του προγράμματος και της συναυλίας ανήκει στη Λήδα Ρουμάνη η οποία έχει δημιουργήσει ένα υπέροχο πρόγραμμα με χαρακτήρα και ροή, με άξονα την παράδοση, τον δίσκο «Υδρόγειος» αλλά και με ευχάριστες εκπλήξεις. Όλα αυτά, δημιουργούν κάτι καινούργιο που ανυπομονώ να μοιραστώ με τον κόσμο που θα έρθει να μας ακούσει.
MG: Πόσο σημαντική είναι η καταγωγή σου στη διαμόρφωση της μουσικής σου προσωπικότητας; Πώς και… ξέφυγες από τα πνευστά των εκπληκτικών φιλαρμονικών της Κέρκυρας; Τι σε οδήγησε στο βιολί;
ΠΛ: Στην Κέρκυρα δε μπορείς να «ξεφύγεις» από τη μουσική ό, τι και να κάνεις. Είτε ασχοληθείς με την τέχνη αυτή, είτε όχι, θα υπάρξει μια επαφή σίγουρα. Φαίνεται εξάλλου και από την διάλεκτο που οι λέξεις ηχούν πιο μεγάλες, με «αέρα» τραγουδιού σαν όλη η καθημερινότητα να έχει επηρεαστεί από τη μουσική. Εγώ διάλεξα το βιολί πολύ μικρός, οπότε δεν υπήρχε περιθώριο να ασχοληθώ με κάτι άλλο και για να είμαι ειλικρινής ούτε είχα την περιέργεια. Αγάπησα τόσο πολύ αυτό το όργανο που δεν υπήρξε ο χρόνος να καταπιαστώ με όργανα της Φιλαρμονικής. Δεν θυμάμαι να πω ακριβώς τι ήταν αυτό που με οδήγησε στο βιολί, καθώς ήμουν πολύ μικρός όταν ξεκίνησα (5), μάλλον το είδα σαν παιχνίδι, σαν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτά που είχα δει μέχρι τότε.
MG: Σε βοηθά η θεωρητική σου κατάρτιση πάνω στη μουσική στο κομμάτι της σύνθεσης και της δημιουργίας ενός τραγουδιού; Είναι – κατά την άποψή σου – προϋπόθεση για έναν τραγουδοποιό;
ΠΛ: Όχι απαραίτητα, πολλές φορές μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο. Στην τραγουδοποιία αυτή η θεωρητική γνώση θέλει μέτρο, ίσως και να μπει εντελώς στην άκρη ώστε να προσεγγίσεις το τραγούδι αγνά, χωρίς να ξέρεις τι κάνεις, με αθωότητα. Φυσικά και κάποιες φορές γνωρίζεις από που ξεκινάς κι αυτό δεν είναι κακό π.χ. ότι αυτό το κομμάτι είναι σε ρυθμό τσιφτετέλι, αλλά από κει και πέρα πρέπει αυτό που έχεις μπροστά σου να είναι κενό και να το διαμορφώσεις εκείνη τη στιγμή, οδηγούμενος από το ένστικτό σου και όχι να εφαρμόσεις κάτι μέσα από μια φόρμουλα που έχεις σκεφτεί. Υπάρχουν σπουδαίοι τραγουδοποιοί αλλά και συνθέτες που δεν γνώριζαν μουσική και έχουν γράψει αριστουργήματα. Πιστεύω πολύ σε ένα πηγαίο εσωτερικό κανάλι που διαθέτει ο κάθε καλλιτέχνης και που τον οδηγεί να εκφραστεί.
MG: Πόσο σημαντικό είναι για έναν τραγουδιστή να είναι και ο ίδιος μουσικός;
ΠΛ: Αυτό είναι μια άλλη ιστορία από την τραγουδοποιία. Κατά την άποψή μου αποτελεί προσόν, διότι γνωρίζεις καλύτερα το στήσιμο μιας συναυλίας, την ενορχήστρωση αλλά και τη διάθεση του κάθε τραγουδιού. Μπορείς να συνομιλήσεις καλύτερα με τους μουσικούς επάνω στη σκηνή, χωρίς να σκεπάζει η φωνή τα πάντα, να γνωρίσεις κάθε «χρώμα» του κομματιού, κάθε κίνηση που γίνεται. Βέβαια κι εκεί πάλι θέλει ένα μέτρο γιατί δεν πρέπει να παρασύρεσαι, διότι υπάρχει ο στίχος που θεμελιώνει το τραγούδι και οδηγεί τη μουσική. Επάνω στη σκηνή κινούμαι μεταξύ τραγουδιού και βιολιού, κάτι που πλέον μου φαίνεται πολύ φυσικό και που δεν μπορώ να φανταστώ αλλιώς σε αυτό που κάνω.
MG: Αντιμετώπισες κάποια δυσκολία από πλευράς «κατεστημένης μουσικής βιομηχανίας» για το «παράξενο» του να παίζεις βιολί και να τραγουδάς ταυτόχρονα;
ΠΛ: Όχι, μπορώ να πω η δυσκολία υπήρξε από μέρους μου σε προηγούμενα χρόνια γιατί πίστευα πως έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στα δύο. Ή τραγούδι ή βιολί. Ή τραγουδιστής ή μουσικός. Αυτό το δίλημμα με ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια, μέχρι που κατάλαβα ότι μπορώ να είμαι αυτό ακριβώς που θέλω. Εκεί ελευθερώθηκα. Κι από τη στιγμή που έγινε αυτό και ξεκίνησε από μένα, στη συνέχεια δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα. Όσες φορές μου έχει ζητηθεί να κάνω κάτι που δεν θέλω απλά έχω αρνηθεί, ή έχω επιβάλλει με τον τρόπο μου αυτό που γνωρίζω καλά και επιθυμώ.
MG: Πόσο σημαντική είναι στη ζωή σου η διδασκαλία και τι θα έλεγες για το θεσμό των μουσικών σχολίων σε μια εποχή που επικρατεί μια άποψη ότι αυτά είναι «πολυτέλειες»;
ΠΛ: Η διδασκαλία αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μου. Διδάσκω βιολί και τραγούδι. «Πολυτέλεια» δεν μπορεί να είναι ποτέ η τέχνη και ιδιαίτερα η μουσική, μια άμεση τέχνη, μια βαθιά ανάγκη σύνδεσης. Βλέπω πολλά παιδιά αλλά και ενήλικες που ασχολούνται με τη μουσική, να είναι ευτυχισμένοι μέσα σε αυτήν και να την έχουν πραγματικά ανάγκη. Ακόμα και όλοι αυτοί που δεν θα ασχοληθούν αργότερα επαγγελματικά με τη μουσική, κάτι σημαντικό θα έχουν αποκομίσει, κάτι θα έχουν κερδίσει. Κάτι άλλο επίσης είναι πως αν δεν υπάρχουν Μουσικά Σχολεία, Ωδεία αλλά και καθηγητές που να εμπνέουν, ένα παιδί με πραγματική κλίση και ταλέντο, μπορεί και να μη μάθει ποτέ που μπορεί να φτάσει, ίσως και να μην ξεκινήσει καν.
MG: Μελετάς βιολί ακόμα; Στο παρελθόν πόση μελέτη χρειάστηκε το συγκεκριμένο όργανο; Παίζεις άλλα όργανα;
ΠΛ: Μελετάω ακόμα κάθε μέρα ανελλιπώς βιολί, όπως και εξασκώ κάθε μέρα τη φωνή μου. Στο παρελθόν χρειάστηκε πολύ μελέτη ειδικά για να πάρω το δίπλωμα κι αργότερα για το Εξωτερικό. Στη φάση του διπλώματος μπορώ να πω ότι μελετούσα 5 με 6 ώρες καθημερινά βιολί. Τώρα δεν έχω όλο αυτό το χρόνο γιατί δουλεύω πολλές ώρες και αυτό βέβαια είναι εξίσου σημαντικό. Παίζω κάποια άλλα όργανα όπως κιθάρα και πιάνο αλλά μόνο για να γράφω ή για να χαλαρώνω. Πέρυσι είχα ξεκινήσει να μαθαίνω μαντολίνο αλλά σταμάτησα γιατί άρχισαν να πονούν τα χέρια μου για κάποιον λόγο αλλά και με το που έπαιζα λίγο ήθελα μετά να παίξω κατευθείαν βιολί. (γέλια)
MG: Πως γράφεις τα τραγούδια σου; Στο πιάνο; Με μια κιθάρα;
ΠΛ: Και στα δύο. Όταν κουράζομαι από τη κιθάρα πάω στο πιάνο και αντίστροφα. Προσπαθώ να γράφω ακόμα και όταν δεν έχω κάτι καλό να πω, δηλαδή σταμάτησα να περιμένω να γράφω κομμάτια που περιμένω να βγουν ωραία. Πολλές φορές γράφω απλά για να αποτυπώσω αυτά που νιώθω. Αυτά δεν είναι πάντοντε όμορφα, ή γοητευτικά, είναι και πιο άχαρα και πιο διαφορετικά από αυτά που περιμένεις.
MG: Και πως γράφεις – πρώτα τη μουσική και μετά το στίχο, το ανάποδο ή κάτι άλλο;
Όχι κάπως συγκεκριμένα. Πολλές φορές είναι κάτι που διαισθάνομαι στον αέρα και που συλλαμβάνεται εκείνη τη στιγμή ταυτόχρονα με τη μουσική και τον στίχο ακόμα και να μην υπάρχει σαφήνεια. Αφού το συλλάβω και το αντιληφθώ, το επεξεργάζομαι, χωρίς να ξέρω που θα με οδηγήσει.. Κάποιες φορές αυτό που έρχεται «υπόσχεται» ότι είναι πολύ καλό αλλά τελικά στην αποτύπωσή του να μην ισχύει αυτό. Τον τελευταίο καιρό όμως προσπαθώ ό, τι ξεκινώ να το τελειώνω, ακόμα και να μην κυκλοφορήσει ποτέ. Δεν θέλω να αφήνω μισοτελειωμένες ιδέες.
MG: Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές έχει μια εμφάνισή σου δίπλα στην Ελευθερία Αρβανιτάκη ή τη Μελίνα Κανά σε σχέση με ένα προσωπικό σου live;
ΠΛ: Η ευθύνη σε μια συναυλία, όταν συνομιλείς με τόσο σπουδαίους καλλιτέχνες είναι μεγάλη. Πιστεύω πως πρέπει να σέβεσαι τον προσωπικό κόσμο και το ρεπερτόριο του καλλιτέχνη που αγαπάς και ακούς από παιδί. Εγώ είμαι πολύ τυχερός καθώς και οι δύο υπήρξαν πολύ γενναιόδωρες και μου άφησαν χώρο να εκφραστώ. Θα έλεγα ότι η βασική ομοιότητα είναι ότι αυτό που κάνεις και κουβαλάς σαν καλλιτέχνης δεν σταματάει και δεν αλλάζει ανάλογα με τις συνθήκες. Την ίδια ευθύνη έχεις σε οποιαδήποτε συναυλία και με την ίδια ωριμότητα και σεβασμό πρέπει να αντιμετωπίζεις την τέχνη σου παντού. Η διαφορά ίσως είναι ότι δίπλα σε έναν πολύ γνωστό και καταξιωμένο καλλιτέχνη, όπου ο κόσμος έχει έρθει να παρακολουθήσει εκείνον, πρέπει να κερδίσεις τις εντυπώσεις και αυτό δημιουργεί άγχος. Σε μια προσωπική εμφάνιση έχεις πολύ περισσότερο χρόνο, ένα ολόκληρο πρόγραμμα, παρουσιάζεις τη δική σου δουλειά και ο κόσμος έχει μια μεγαλύτερη επιλογή ώστε να ταυτιστεί με τη μουσική σου. Γενικώς όμως, προσπαθώ να βλέπω ό,τι κάνω μέσα από το προσωπικό μου όραμα, χωρίς διαφορές και ομοιότητες αλλά με κυρίαρχη τη μουσική και την αγάπη μου για αυτήν.
MG: Αγαπημένοι καλλιτέχνες – επιρροές; (τόσο από Έλληνες, όσο και από ξένους).
ΠΛ: Είναι πάρα πολύ αυτοί που αγαπώ και ακούω. Ξεκινώντας από την κλασσική μουσική μέσα απ΄την οποία μεγάλωσα και έμαθα βιολί, αγαπημένοι συνθέτες Μπαχ, Debussy, Dvorak, Beethoven. Πιο σύγχρονοι Έλληνες συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος και ο Λοΐζος. Αγαπώ πολύ την Αραβική μουσική και ιδιαίτερα τη φωνή της Φεϊρούζ. Μεγάλοι Έλληνες τραγουδιστές Νταλάρας, Αρβανιτάκη, Μούσχουρη, Μοσχολιού.. Πάρα πολλοί. Αγαπώ τις Παραδόσεις του κόσμου, το γυναικείο φωνητικό γκρουπ από τη Βουλγαρία που είδα πρόσφατα ζωντανά και συγκινήθηκα πολύ. Warda, Natascha Atlas, Oum Kalthoum, Anouar Brahem, Erkan Ogur κα.
MG: Τραγούδι που σε στιγμάτισε; Πρώτη ανάμνηση;
ΠΛ: Θυμάμαι στην εφηβεία μια συλλογή του Λοΐζου στο σπίτι μας με όλα του τα τραγούδια, που ξεκίνησα να ακούω και να μαγεύομαι, έτσι σιγά σιγά άρχισα να ανακαλύπτω το Ελληνικό τραγούδι. Αυτή ήταν η αφετηρία, για να ανακαλύψω αργότερα πολλά σπουδαία κομμάτια.
MG: Μελλοντικά σχέδια;
ΠΛ: Κάποιες συναυλίες εκτός Αθηνών δίπλα στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, αλλά και ένα καλοκαίρι σύμπραξης με τους Τακίμ που περιμένω με πολύ χαρά. Το τραγούδι «Να τρέξεις στην αγάπη», αλλά και άλλα όμορφα πράγματα που ανυπομονώ να παρουσιάσω.
MG: Ποια συναυλία που βρέθηκες σαν ακροατής δεν θα ξεχάσεις ποτέ και γιατί;
ΠΛ: Νομίζω αυτή που προανέφερα και είναι και η πιο πρόσφατη, όταν είδα το χειμώνα τις “The Mystery of the Bulgarian Voices” μαζί με την Lisa Gerrard. Αυτές οι γυναικείες φωνές, ο τρόπος που τραγουδάνε και οι πολύ δύσκολες αρμονίες που καταφέρνουν να τραγουδήσουν είναι κάτι που δεν εξηγείται εύκολα και το συναίσθημα που σου προκαλούν. Ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως προέρχονται από διάφορα χωριά της χώρας τους και τραγουδούν με έναν πολύ δύσκολο και δυνατό τρόπο.
MG: Τέλος, για ποιο λόγο σήμερα ένας νέος άνθρωπος θέλει να κυκλοφορήσει ένα cd και όχι, ας πούμε, απλώς μια digital κυκλοφορία;
ΠΛ: Είναι απαραίτητο να υπάρχει μια ολοκληρωμένη δουλειά, η πρόταση ενός καλλιτέχνη ξεκινώντας από τη μουσική και καταλήγοντας στο γενικότερο ύφος ενός δίσκου. Χωρίς να είμαι αρνητικός σχετικά με τα νέα μέσα και με όλη την πρόσβαση και τη γνώση που έχουμε πλέον, πιστεύω ότι μια δουλειά είναι αποτέλεσμα σκληρής προσπάθειας και πολλών παραγόντων, χειροποίητης κυρίως εργασίας. Το φυσικό προϊόν σε καλεί να το ακούσεις πιο πολλές φορές, με προσοχή και όχι βιασύνη, πράγμα που δεν συμβαίνει εύκολα σε μια εργασία που κυκλοφορεί μόνο διαδικτυακά.
Παναγιώτης Λάμπουρας: Στις 11 Μαρτίου θα βρεθούμε επί σκηνής μαζί με δύο σπουδαίους μουσικούς της Ελλάδας, τον Θωμά Κωνσταντίνου και τον Γιάννη Κυριμκυρίδη. Αυτή η σύμπραξη δημιουργεί ένα live πολύ διαφορετικό σε σχέση με τα προηγούμενα. Ο μουσικός τους κόσμος, το ταλέντο, η εμπειρία που φέρουν αυτοί οι δύο δεξιοτέχνες αλλά και η ματιά τους στη μουσική, αποτελεί για μένα μια καινούργια και όμορφη εμπειρία. Επίσης, θα παρουσιάσουμε το καινούργιο τραγούδι που έχω γράψει «Να τρέξεις στην αγάπη» με την παραγωγή-ενορχήστρωση του Θωμά Κωνσταντίνου, όπου ανέλαβε εκείνος. Η επιμέλεια του προγράμματος και της συναυλίας ανήκει στη Λήδα Ρουμάνη η οποία έχει δημιουργήσει ένα υπέροχο πρόγραμμα με χαρακτήρα και ροή, με άξονα την παράδοση, τον δίσκο «Υδρόγειος» αλλά και με ευχάριστες εκπλήξεις. Όλα αυτά, δημιουργούν κάτι καινούργιο που ανυπομονώ να μοιραστώ με τον κόσμο που θα έρθει να μας ακούσει.
MG: Πόσο σημαντική είναι η καταγωγή σου στη διαμόρφωση της μουσικής σου προσωπικότητας; Πώς και… ξέφυγες από τα πνευστά των εκπληκτικών φιλαρμονικών της Κέρκυρας; Τι σε οδήγησε στο βιολί;
ΠΛ: Στην Κέρκυρα δε μπορείς να «ξεφύγεις» από τη μουσική ό, τι και να κάνεις. Είτε ασχοληθείς με την τέχνη αυτή, είτε όχι, θα υπάρξει μια επαφή σίγουρα. Φαίνεται εξάλλου και από την διάλεκτο που οι λέξεις ηχούν πιο μεγάλες, με «αέρα» τραγουδιού σαν όλη η καθημερινότητα να έχει επηρεαστεί από τη μουσική. Εγώ διάλεξα το βιολί πολύ μικρός, οπότε δεν υπήρχε περιθώριο να ασχοληθώ με κάτι άλλο και για να είμαι ειλικρινής ούτε είχα την περιέργεια. Αγάπησα τόσο πολύ αυτό το όργανο που δεν υπήρξε ο χρόνος να καταπιαστώ με όργανα της Φιλαρμονικής. Δεν θυμάμαι να πω ακριβώς τι ήταν αυτό που με οδήγησε στο βιολί, καθώς ήμουν πολύ μικρός όταν ξεκίνησα (5), μάλλον το είδα σαν παιχνίδι, σαν κάτι πολύ διαφορετικό από αυτά που είχα δει μέχρι τότε.
MG: Σε βοηθά η θεωρητική σου κατάρτιση πάνω στη μουσική στο κομμάτι της σύνθεσης και της δημιουργίας ενός τραγουδιού; Είναι – κατά την άποψή σου – προϋπόθεση για έναν τραγουδοποιό;
ΠΛ: Όχι απαραίτητα, πολλές φορές μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο. Στην τραγουδοποιία αυτή η θεωρητική γνώση θέλει μέτρο, ίσως και να μπει εντελώς στην άκρη ώστε να προσεγγίσεις το τραγούδι αγνά, χωρίς να ξέρεις τι κάνεις, με αθωότητα. Φυσικά και κάποιες φορές γνωρίζεις από που ξεκινάς κι αυτό δεν είναι κακό π.χ. ότι αυτό το κομμάτι είναι σε ρυθμό τσιφτετέλι, αλλά από κει και πέρα πρέπει αυτό που έχεις μπροστά σου να είναι κενό και να το διαμορφώσεις εκείνη τη στιγμή, οδηγούμενος από το ένστικτό σου και όχι να εφαρμόσεις κάτι μέσα από μια φόρμουλα που έχεις σκεφτεί. Υπάρχουν σπουδαίοι τραγουδοποιοί αλλά και συνθέτες που δεν γνώριζαν μουσική και έχουν γράψει αριστουργήματα. Πιστεύω πολύ σε ένα πηγαίο εσωτερικό κανάλι που διαθέτει ο κάθε καλλιτέχνης και που τον οδηγεί να εκφραστεί.
MG: Πόσο σημαντικό είναι για έναν τραγουδιστή να είναι και ο ίδιος μουσικός;
ΠΛ: Αυτό είναι μια άλλη ιστορία από την τραγουδοποιία. Κατά την άποψή μου αποτελεί προσόν, διότι γνωρίζεις καλύτερα το στήσιμο μιας συναυλίας, την ενορχήστρωση αλλά και τη διάθεση του κάθε τραγουδιού. Μπορείς να συνομιλήσεις καλύτερα με τους μουσικούς επάνω στη σκηνή, χωρίς να σκεπάζει η φωνή τα πάντα, να γνωρίσεις κάθε «χρώμα» του κομματιού, κάθε κίνηση που γίνεται. Βέβαια κι εκεί πάλι θέλει ένα μέτρο γιατί δεν πρέπει να παρασύρεσαι, διότι υπάρχει ο στίχος που θεμελιώνει το τραγούδι και οδηγεί τη μουσική. Επάνω στη σκηνή κινούμαι μεταξύ τραγουδιού και βιολιού, κάτι που πλέον μου φαίνεται πολύ φυσικό και που δεν μπορώ να φανταστώ αλλιώς σε αυτό που κάνω.
MG: Αντιμετώπισες κάποια δυσκολία από πλευράς «κατεστημένης μουσικής βιομηχανίας» για το «παράξενο» του να παίζεις βιολί και να τραγουδάς ταυτόχρονα;
ΠΛ: Όχι, μπορώ να πω η δυσκολία υπήρξε από μέρους μου σε προηγούμενα χρόνια γιατί πίστευα πως έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στα δύο. Ή τραγούδι ή βιολί. Ή τραγουδιστής ή μουσικός. Αυτό το δίλημμα με ταλαιπώρησε για πολλά χρόνια, μέχρι που κατάλαβα ότι μπορώ να είμαι αυτό ακριβώς που θέλω. Εκεί ελευθερώθηκα. Κι από τη στιγμή που έγινε αυτό και ξεκίνησε από μένα, στη συνέχεια δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα. Όσες φορές μου έχει ζητηθεί να κάνω κάτι που δεν θέλω απλά έχω αρνηθεί, ή έχω επιβάλλει με τον τρόπο μου αυτό που γνωρίζω καλά και επιθυμώ.
MG: Πόσο σημαντική είναι στη ζωή σου η διδασκαλία και τι θα έλεγες για το θεσμό των μουσικών σχολίων σε μια εποχή που επικρατεί μια άποψη ότι αυτά είναι «πολυτέλειες»;
ΠΛ: Η διδασκαλία αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μου. Διδάσκω βιολί και τραγούδι. «Πολυτέλεια» δεν μπορεί να είναι ποτέ η τέχνη και ιδιαίτερα η μουσική, μια άμεση τέχνη, μια βαθιά ανάγκη σύνδεσης. Βλέπω πολλά παιδιά αλλά και ενήλικες που ασχολούνται με τη μουσική, να είναι ευτυχισμένοι μέσα σε αυτήν και να την έχουν πραγματικά ανάγκη. Ακόμα και όλοι αυτοί που δεν θα ασχοληθούν αργότερα επαγγελματικά με τη μουσική, κάτι σημαντικό θα έχουν αποκομίσει, κάτι θα έχουν κερδίσει. Κάτι άλλο επίσης είναι πως αν δεν υπάρχουν Μουσικά Σχολεία, Ωδεία αλλά και καθηγητές που να εμπνέουν, ένα παιδί με πραγματική κλίση και ταλέντο, μπορεί και να μη μάθει ποτέ που μπορεί να φτάσει, ίσως και να μην ξεκινήσει καν.
MG: Μελετάς βιολί ακόμα; Στο παρελθόν πόση μελέτη χρειάστηκε το συγκεκριμένο όργανο; Παίζεις άλλα όργανα;
ΠΛ: Μελετάω ακόμα κάθε μέρα ανελλιπώς βιολί, όπως και εξασκώ κάθε μέρα τη φωνή μου. Στο παρελθόν χρειάστηκε πολύ μελέτη ειδικά για να πάρω το δίπλωμα κι αργότερα για το Εξωτερικό. Στη φάση του διπλώματος μπορώ να πω ότι μελετούσα 5 με 6 ώρες καθημερινά βιολί. Τώρα δεν έχω όλο αυτό το χρόνο γιατί δουλεύω πολλές ώρες και αυτό βέβαια είναι εξίσου σημαντικό. Παίζω κάποια άλλα όργανα όπως κιθάρα και πιάνο αλλά μόνο για να γράφω ή για να χαλαρώνω. Πέρυσι είχα ξεκινήσει να μαθαίνω μαντολίνο αλλά σταμάτησα γιατί άρχισαν να πονούν τα χέρια μου για κάποιον λόγο αλλά και με το που έπαιζα λίγο ήθελα μετά να παίξω κατευθείαν βιολί. (γέλια)
MG: Πως γράφεις τα τραγούδια σου; Στο πιάνο; Με μια κιθάρα;
ΠΛ: Και στα δύο. Όταν κουράζομαι από τη κιθάρα πάω στο πιάνο και αντίστροφα. Προσπαθώ να γράφω ακόμα και όταν δεν έχω κάτι καλό να πω, δηλαδή σταμάτησα να περιμένω να γράφω κομμάτια που περιμένω να βγουν ωραία. Πολλές φορές γράφω απλά για να αποτυπώσω αυτά που νιώθω. Αυτά δεν είναι πάντοντε όμορφα, ή γοητευτικά, είναι και πιο άχαρα και πιο διαφορετικά από αυτά που περιμένεις.
MG: Και πως γράφεις – πρώτα τη μουσική και μετά το στίχο, το ανάποδο ή κάτι άλλο;
Όχι κάπως συγκεκριμένα. Πολλές φορές είναι κάτι που διαισθάνομαι στον αέρα και που συλλαμβάνεται εκείνη τη στιγμή ταυτόχρονα με τη μουσική και τον στίχο ακόμα και να μην υπάρχει σαφήνεια. Αφού το συλλάβω και το αντιληφθώ, το επεξεργάζομαι, χωρίς να ξέρω που θα με οδηγήσει.. Κάποιες φορές αυτό που έρχεται «υπόσχεται» ότι είναι πολύ καλό αλλά τελικά στην αποτύπωσή του να μην ισχύει αυτό. Τον τελευταίο καιρό όμως προσπαθώ ό, τι ξεκινώ να το τελειώνω, ακόμα και να μην κυκλοφορήσει ποτέ. Δεν θέλω να αφήνω μισοτελειωμένες ιδέες.
MG: Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές έχει μια εμφάνισή σου δίπλα στην Ελευθερία Αρβανιτάκη ή τη Μελίνα Κανά σε σχέση με ένα προσωπικό σου live;
ΠΛ: Η ευθύνη σε μια συναυλία, όταν συνομιλείς με τόσο σπουδαίους καλλιτέχνες είναι μεγάλη. Πιστεύω πως πρέπει να σέβεσαι τον προσωπικό κόσμο και το ρεπερτόριο του καλλιτέχνη που αγαπάς και ακούς από παιδί. Εγώ είμαι πολύ τυχερός καθώς και οι δύο υπήρξαν πολύ γενναιόδωρες και μου άφησαν χώρο να εκφραστώ. Θα έλεγα ότι η βασική ομοιότητα είναι ότι αυτό που κάνεις και κουβαλάς σαν καλλιτέχνης δεν σταματάει και δεν αλλάζει ανάλογα με τις συνθήκες. Την ίδια ευθύνη έχεις σε οποιαδήποτε συναυλία και με την ίδια ωριμότητα και σεβασμό πρέπει να αντιμετωπίζεις την τέχνη σου παντού. Η διαφορά ίσως είναι ότι δίπλα σε έναν πολύ γνωστό και καταξιωμένο καλλιτέχνη, όπου ο κόσμος έχει έρθει να παρακολουθήσει εκείνον, πρέπει να κερδίσεις τις εντυπώσεις και αυτό δημιουργεί άγχος. Σε μια προσωπική εμφάνιση έχεις πολύ περισσότερο χρόνο, ένα ολόκληρο πρόγραμμα, παρουσιάζεις τη δική σου δουλειά και ο κόσμος έχει μια μεγαλύτερη επιλογή ώστε να ταυτιστεί με τη μουσική σου. Γενικώς όμως, προσπαθώ να βλέπω ό,τι κάνω μέσα από το προσωπικό μου όραμα, χωρίς διαφορές και ομοιότητες αλλά με κυρίαρχη τη μουσική και την αγάπη μου για αυτήν.
MG: Αγαπημένοι καλλιτέχνες – επιρροές; (τόσο από Έλληνες, όσο και από ξένους).
ΠΛ: Είναι πάρα πολύ αυτοί που αγαπώ και ακούω. Ξεκινώντας από την κλασσική μουσική μέσα απ΄την οποία μεγάλωσα και έμαθα βιολί, αγαπημένοι συνθέτες Μπαχ, Debussy, Dvorak, Beethoven. Πιο σύγχρονοι Έλληνες συνθέτες όπως ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος και ο Λοΐζος. Αγαπώ πολύ την Αραβική μουσική και ιδιαίτερα τη φωνή της Φεϊρούζ. Μεγάλοι Έλληνες τραγουδιστές Νταλάρας, Αρβανιτάκη, Μούσχουρη, Μοσχολιού.. Πάρα πολλοί. Αγαπώ τις Παραδόσεις του κόσμου, το γυναικείο φωνητικό γκρουπ από τη Βουλγαρία που είδα πρόσφατα ζωντανά και συγκινήθηκα πολύ. Warda, Natascha Atlas, Oum Kalthoum, Anouar Brahem, Erkan Ogur κα.
MG: Τραγούδι που σε στιγμάτισε; Πρώτη ανάμνηση;
ΠΛ: Θυμάμαι στην εφηβεία μια συλλογή του Λοΐζου στο σπίτι μας με όλα του τα τραγούδια, που ξεκίνησα να ακούω και να μαγεύομαι, έτσι σιγά σιγά άρχισα να ανακαλύπτω το Ελληνικό τραγούδι. Αυτή ήταν η αφετηρία, για να ανακαλύψω αργότερα πολλά σπουδαία κομμάτια.
MG: Μελλοντικά σχέδια;
ΠΛ: Κάποιες συναυλίες εκτός Αθηνών δίπλα στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, αλλά και ένα καλοκαίρι σύμπραξης με τους Τακίμ που περιμένω με πολύ χαρά. Το τραγούδι «Να τρέξεις στην αγάπη», αλλά και άλλα όμορφα πράγματα που ανυπομονώ να παρουσιάσω.
MG: Ποια συναυλία που βρέθηκες σαν ακροατής δεν θα ξεχάσεις ποτέ και γιατί;
ΠΛ: Νομίζω αυτή που προανέφερα και είναι και η πιο πρόσφατη, όταν είδα το χειμώνα τις “The Mystery of the Bulgarian Voices” μαζί με την Lisa Gerrard. Αυτές οι γυναικείες φωνές, ο τρόπος που τραγουδάνε και οι πολύ δύσκολες αρμονίες που καταφέρνουν να τραγουδήσουν είναι κάτι που δεν εξηγείται εύκολα και το συναίσθημα που σου προκαλούν. Ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς πως προέρχονται από διάφορα χωριά της χώρας τους και τραγουδούν με έναν πολύ δύσκολο και δυνατό τρόπο.
MG: Τέλος, για ποιο λόγο σήμερα ένας νέος άνθρωπος θέλει να κυκλοφορήσει ένα cd και όχι, ας πούμε, απλώς μια digital κυκλοφορία;
ΠΛ: Είναι απαραίτητο να υπάρχει μια ολοκληρωμένη δουλειά, η πρόταση ενός καλλιτέχνη ξεκινώντας από τη μουσική και καταλήγοντας στο γενικότερο ύφος ενός δίσκου. Χωρίς να είμαι αρνητικός σχετικά με τα νέα μέσα και με όλη την πρόσβαση και τη γνώση που έχουμε πλέον, πιστεύω ότι μια δουλειά είναι αποτέλεσμα σκληρής προσπάθειας και πολλών παραγόντων, χειροποίητης κυρίως εργασίας. Το φυσικό προϊόν σε καλεί να το ακούσεις πιο πολλές φορές, με προσοχή και όχι βιασύνη, πράγμα που δεν συμβαίνει εύκολα σε μια εργασία που κυκλοφορεί μόνο διαδικτυακά.