Το «Τράνζιτ» του Γιάννη Χατζή το αγαπήσαμε τόσο που ήταν ελληνικός δίσκος για τον μήνα Μάρτη. Έχουν περάσει κάποιοι μήνες από τότε και η μελωδική του δύναμη, αλλά και οι παιχνιδιάρικοι στίχοι του, δικαιολογούν απόλυτα την τότε επιλογή μας. Ζει και εργάζεται στην Ολλανδία, αλλά η καρδιά του χτυπάει «ελληνικά». Ανταλλάξαμε ερωτήσεις κι απαντήσεις, και η επικοινωνία μαζί του, έκανε και τη δική μας καρδιά να χτυπάει «δημιουργικά». Φαίνεται πως είναι ένας δημιουργός που έχει πράγματα να δώσει, αλλά και να πει, όπως μπορείτε να διαβάσετε.
Mix Grill: Υπάρχει κάποια στιγμή από τις ηχογραφήσεις που έχει χαραχτεί έντονα στο μυαλό σου; Αστεία, πικρή, δημιουργική.
Γιάννης Χατζής: Από πού να αρχίσω. Ώρες ώρες ήμασταν σαν παιδική χαρά. Θυμάμαι να τσακίζουμε κάτι μπουγάτσες και σφολιάτες στο υπόγειο στούντιο που γράφαμε. Θυμάμαι τον Βαγγέλη Μαρκαντωνη να παίζει με τους ήχους με τρόπο που δε φανταζόμουν. Του περιεγραφα κάτι όπως το φανταζόμουν και είχε μια μαγική ικανότητα να το εξακριβώσει και να το αποδώσει. Άλλοτε θυμάμαι όταν ηχογραφούσαμε το «Δέντρο Με Κόκκινα Φύλλα» να έχω τις αμφιβολίες μου αν χωράει σαν ύφος στο δίσκο και τότε ο Μανώλης Φάμελλος έπιασε μια κιθάρα και σε λίγα λεπτά το μεταμόρφωσε και με έκανε να το φανταστώ. Οπότε, ναι, είχε γέλιο, είχε δημιουργία και είχε και θερμίδα αρκετή και αυτό το τελευταίο σίγουρα βγαίνει προς τα έξω.
MG: Ποιο ήταν το πρώτο συναίσθημα που ένιωσες μόλις άκουσες ολοκληρωμένο το δίσκο;
ΓΧ: Σε όλο το στήσιμο του δίσκου ήμουν εκεί. Αυτό μου στέρησε την έκπληξη της πρώτης ακρόασης αφού το έζησα πώς χτιζόταν κομμάτι κομμάτι. Παρόλα αυτά, στο τέλος ένιωσα μια συγκίνηση, ένα σκουπιδάκι μπήκε στα μάτια μου και μια ικανοποιηση ωσάν γονιός που το παιδί του πέρασε Ιατρική Αθηνών στις πανελλαδικές. Λίγο ακόμα και θα έφτιαχνα λουκουμάδες να μοιράσω στη γειτονιά.
MG: Υπάρχει κάποιο τραγούδι που δεν μπήκε τελευταία στιγμή; Έχεις άλλα τραγούδια στην αποθήκη σου ή κάποια που βγήκαν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων και δεν πρόλαβαν το «Τράνζιτ»;
ΓΧ: Είναι αλήθεια κύριε πρόεδρε. Υπήρχαν τραγούδια που βγήκαν (γιατί δε μας «βγήκαν» όπως θέλαμε) και άλλα που μπήκαν. Το "Αγιούντα Πορ Φαβόρ" μπήκε στα μισά του δρόμου σε αντικατάσταση ενός άλλου (που φέρει το όνομα «ΣολΝτό»). Επίσης το τελευταίο είναι και το τελευταίο του δίσκου στη σειρα, που μπήκε ως outro, το «Στη Σφαίρα Της Φαντασίας». Η αποθήκη, τα συρτάρια και οι ντουλάπες μου είναι γεμάτες τραγούδια και σκώρο. Αν προσθέταμε κι άλλα κομμάτια θα ηχογραφούσαμε ακόμα, οι φίλοι στο στούντιο θα με έπαιρναν με τις πέτρες στο τέλος.
MG: Σε σχέση με τον χρόνο των ηχογραφήσεων θα άλλαζες κάτι στο δίσκο, αν τον έκανες τώρα που μιλάμε;
ΓΧ: Ίσως σήμερα να τραγουδούσα με περισσοτερο θάρρος και να μη φοβόμουν να πειραματιστώ με τη φωνή μου. Μας πήρε λίγο καιρό στις ηχογραφήσεις στην αρχή ώσπου να συνηθίσω το τι γίνεται. Ήταν ολοφάνερη η στουντιακή μου απειρία. Μικρόφωνα, ηχεία, εφέ και όλοι αυτοί οι διαβόλοι και εγώ σε φάση «τι κάνουμε εδώ;» Με τη βοήθεια του Βαγγέλη Μαρκαντωνη και του Μανώλη αυτό ξεπεράστηκε σύντομα.
MG: Συνεργάστηκες με τον Μανώλη Φάμελλο και τον Βαγγέλη Μαρκαντώνη για την παραγωγή του άλμπουμ, πώς προέκυψαν αυτές οι συνεργασίες, τι πήρες και τι έδωσες;
ΓΧ: Προέκυψε τολμώντας το. Σε ένα δισκάκι έγραψα κάποια από τα κομμάτια μου με μια κιθάρα και σε ένα live του Μανώλη του το παρέδωσα. Εκείνος επικοινώνησε μαζί μου και με ρώτησε τι ήθελα να κάνω και ως πού ήθελα να φτάσω με αυτό. Ομολογώ δεν ήξερα και ίσως ακόμα δε ξέρω. Πήρα πολλά, περισσότερα από όσα φανταζομουν. Ακόμα και δίσκος αν δεν έβγαινε (Ιθάκη) και πάλι η εμπειρία (ταξίδι) άξιζε. Στεκόμουν δίπλα στους ανθρώπους αυτούς, μιλούσαμε για μουσική, για ιδέες για το οτιδήποτε. Από την άλλη της ζυγαριάς, δεν έδωσα γιατί βλέπεις το μπάτζετ ήταν τουλάχιστον χαμηλό, όπως θα το χαρακτήριζα με πολλή επιείκεια.
MG: Το ύφος των τραγουδιών σου μου έφερε στο μυαλό παλιότερους τραγουδοποιούς κυρίως, όπως ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Βασίλης Καζούλης, ο Δημήτρης Παναγόπουλος και λιγότερο τους νέους, με μερικούς εκ των οποίων συνεργάζεσαι μάλιστα. Εσύ ποιους είχες κατά νου;
ΓΧ: Δε πέφτεις καθόλου έξω. Τους αγαπώ αυτούς που ανέφερες, δεν ξέρω αν αυτός ο ήχος θεωρείται παλιομοδίτικος, εμένα μου φαντάζει διαχρονικός. Μεγάλωσα ακούγοντάς τους και όταν άρχισα να παράγω τη δική μου μουσική όπως φαίνεται επηρεάστηκα. Σήμερα, ακούω πολλή μουσική και λατρεύω να ανακαλύπτω νέους δημιουργούς και ήχους αλλά συχνά πυκνά καταφεύγω στη σχολή εκείνη και νιώθω σαν να γυρίζω σπίτι μου.
MG: Γιατί όχι κάποια γυναικεία φωνή σε κάποιο από τα τραγούδια, ντουέτο ή σόλο; Θα έγραφες τραγούδια αποκλειστικά ως δημιουργός, για μια άλλη φωνή;
ΓΧ: Εννοείται θα το εκανα, μετά χαράς. Έχω γράψει τραγούδια φανταζόμενος να τα τραγουδά γυναίκα. Έχουμε την ευτυχία σήμερα να υπάρχουν πολύ καλές, νέες γυναικειες φωνές εκεί έξω, εν συγκρίσει με τις ανδρικές. Στη συγκυρία του «Τράνζιτ», κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Ψάχνοντας να βρω τα πρώτα μου πατήματα, παντελώς ανίδεος και ανυποψίαστος, αναρωτιέμαι πώς θα μπορούσα να πείσω κάποιον άλλο να μου κάνει τη χάρη να τραγουδήσει για μένα. Είμαι ευτυχής που συνεργάστηκα με εξαιρετικούς μουσικούς και που ο Μανώλης είπε μαζί μου ένα τραγούδι που εγώ το ονόμασα «φαμελλικό» («Ο Τάδε Και Η Δείνα»). Ίσως στο μέλλον, αν τα καταφέρω να βγάλω άλλη μου δουλειά, να μπορέσω τότε να καλέσω μια γυναικεία φωνή να τραγουδήσει.
MG: Πώς έχει πάει «εμπορικά» ο δίσκος; Περίμενες περισσότερα; Ποια η άποψη σου για τα μέσα που υποστηρίζουν το είδος της μουσικής που αντιπροσωπεύεις και πόσο γενναιόδωρα ή όχι έχουν σταθεί απέναντι σου;
ΓΧ: Ωραία ερώτηση! Δεν είμαι σίγουρος καν αν υφίσταται «εμπορικά» ο δίσκος και σίγουρα δεν έχω βγάλει το παραμικρό χρηματικό κέρδος από αυτό. Από την πρώτη στιγμή επέμεινα, ορθά νομίζω, στη δωρεάν, ψηφιακή διάθεση του δίσκου, βλέποντάς το ως μια πρόσκληση στον υποψήφιο ακροατή να με ακούσει χωρίς άλλα εμπόδια. Συνηθίζω να λέω ότι παίρνουμε αυτό που μας αξίζει. Είμαι πολύ ευχαριστημένος με την τροχιά που γράφει το «Τρανζιτ». Δε δέχτηκα τηλέφωνα από φανς, ούτε ήρθαν φωτογράφοι έξω από το σπίτι μου (ευτυχώς γιατί κυκλοφορώ νεγκλιζέ), αλλά άκουσα καλά λόγια από ανθρώπους που εκτιμώ και άλλους που δεν ξέρω και επίσης πέρασα πολύ ωραία καθ' όλη τη διαδρομή. Χωρίς να κηρύττω υπέρ καμίας ποιοτικής ανωτερωτητας και φυσικά με την πιθανότητα να κάνω λάθος, πιστεύω ότι τα ραδιόφωνα, οι δισκογραφικές και εν γένει τα μεσα ειναι, ειδικά σε τέτοιους καιρούς, άτολμα. Δεν υπάρχει χώρος για πειράματα και νέα ακούσματα. Πιο δύσκολα ακόμα για έναν νέο καλλιτέχνη αν δεν υπάρχει εκ των προτέρων μια καλοστημένη υποστήριξη από πίσω. Ακόμα και αν πιάσουμε έναν αγαπημένο, καταξιωμένο καλλιτέχνη, δύσκολα θα ακούσουμε σε ένα σταθμό κάτι παραπάνω από τα ένα-δύο πιο γνωστά και αγαπημένα από τον κόσμο τραγούδια, σε επαναληψη. Αλλά δεν υπάρχει κανένα προβλημα, «it is what it is». Εκείνος ο ακροατής που αναζητεί το καινούριο ή το κρυμμένο, θα το βρει. Ξέρει πού να ψαξει και ποιες πόρτες να χτυπησει. Το ίδιο κάνω και εγώ, λατρεύω πολύ αυτόν τον ρόλο του ακροατή όταν πέφτω πάνω σε κάτι νέο, ξεχωριστό και το διαδίκτυο έχει κάνει θαύματα πάνω σε αυτό.
MG: Ζεις στην Ολλανδία, αν δεν κάνω λάθος, πώς αντιμετώπισε η χώρα τους μουσικούς και γενικότερα τους καλλιτέχνες, αυτήν τη δύσκολη περίοδο;
ΓΧ: Ζω σε μια από τις χώρες που γεννήθηκε το αστικό κράτος, με τη λέξη κράτος να έχει μια σημασία που αδυνατούσα, πριν φτιάξω τη ζωή μου εδώ, να αντιληφθώ. Όλα λειτουργούν βάσει κανόνων και ακόμα και αν κάτι γίνεται λάθος, τότε αυτό δεν συνέβη τυχαία αλλά γιατί ακόμα και αυτό το επιβάλει κάποιος -λάθος- κανόνας. Βέβαια, ζώντας εδώ δεν έχω μπει στο πετσί του καλλιτέχνη, καθότι ευτυχώς ή δυστυχώς ζω ως μηχανικός. Όπως και να έχει, το κράτος εδώ φυσικά και αυτονόητα υποστήριξε τους καλλιτέχνες παρέχοντας μηνιαίο, ελάχιστο εισόδημα και με δάνεια με ευνοϊκούς όρους.
MG: Γιάννη κλείσε όπως εσύ θες τη συνέντευξη, πες μας ότι δε σε ρωτήσαμε, ή κάτι που σκέφτηκες από αυτά που σε ρωτήσαμε ή από αυτά που μας απάντησες.