Η Τάνια Γιαννούλη έχει κυκλοφορήσει ωραίους και σημαντικούς δίσκους στη νεοζηλανδική εταιρεία Rattle, από την οποία κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες και ο δίσκος του trio που σχημάτισε μαζί με τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο στην τρομπέτα και τον Κυριάκο Ταπάκη στο ούτι. Το "In Fading Light" είχε ξεχωρίσει ως δίσκος του μήνα για εμάς στο MixGrill, αλλά έχει λάβει αντίστοιχα θετικά σχόλια από μουσικούς και αρθρογράφους σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήδη από τις προηγούμενες δουλειές της είχε προσθέσει το όνομά της στις συχνές αναφορές της σύγχρονης ευρωπαϊκής jazz και ο δίσκος αυτός, με την ιδιαιτερότητα στον ήχο και τις ωραίες συνθέσεις του, είναι μια σημαντική κατάθεση. Μας μίλησε για το πώς ξεκίνησε αυτή η σύμπραξη, πώς βλέπει την jazz στην Ελλάδα και για το τι άλλο ετοιμάζει στο κοντινό μέλλον, μόνη της ή με εκλεκτές συνεργασίες.
MixGrill: Το "In Fading Light" κυκλοφόρησε στα μέσα Νοέμβρη. Πώς βλέπεις την αποδοχή του αυτό το διάστημα;
Τάνια Γιαννούλη: Ο δίσκος έχει πάρει ενθουσιώδεις κριτικές από πολλά σημαντικά διεθνή μέσα - αναμεσά τους και τα σπουδαιά Jazzwise και Downbeat - και ήδη τοποθετήθηκε σε αρκετές λίστες με τα "Best of 2020" στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είμαι φυσικά πολύ χαρούμενη για αυτό.
MG: Οι τρεις σας παίξατε για πρώτη φορά μαζί σε κοινό στο Jazzfest Berlin τον Νοέμβριο του 2018. Τι θυμάσαι από εκείνη τη σημαντική βραδιά; Είχες από πολύ νωρίτερα την ιδέα για τρίο με ούτι και τρομπέτα;
ΤΓ: Η ιδέα να παίξω με ούτι αλλά και με τρομπέτα (ξεχωριστά) προϋπήρχε καιρό πριν δημιουργηθεί το τρίο. Η τρομπέτα και το ούτι είναι δύο από τα αγαπημένα μου όργανα και πάντα ήθελα να κάνω κάτι με αυτά. Αυτό που δεν είχα σκεφτεί αρχικά ήταν να παίξω και με τα δυο αυτά όργανα ταυτόχρονα. Αποδείχθηκε μια πολύ καλή ιδέα στην πορεία.
Η πρεμιέρα μας στο Βερολίνο, ήταν μια βραδιά που θα τη θυμάμαι για πάντα. Το venue όπου παίζαμε ήταν κυριολεκτικά κατάμεστο... δεν υπήρχε χώρος σχεδόν για να περάσουμε από τα καμαρίνια και να βγούμε στη σκηνή. Το κοινό ήταν απίστευτα θερμό και αυτό φυσικά μας έδωσε μεγάλο boost! Τέλος, για έναν εντελώς άσχετο με την μουσική λόγο, για μένα ήταν μια πολύ ιδιαίτερη βραδιά, αφού μόλις το προηγούμενο βράδυ γνώρισα ένα από τα μουσικά μου ινδάλματα, τον David Sylvian, στο φουαγιέ του Berliner Festspiele Haus, τον προσκάλεσα στη συναυλία μας και τελικά ήρθε!
MG: Ποια είναι η πρόκληση που αντιμετώπισες κατά τη δημιουργία αυτού του δίσκου την οποία ευχαριστήθηκες περισσότερο και πιστεύεις αντιμετώπισες καλύτερα;
ΤΓ: Το τρίο έχει περάσει από αρκετές περιπέτειες, αλλά όλες τελικά είχαν αίσιο τέλος. Δυσκολίες αντιμετωπίσαμε επίσης και στην ηχογράφηση του δίσκου, γιατί «αναγκαστήκαμε» τελικά να τον ηχογραφήσουμε σε δύο διαφορετικά στούντιο και σε δύο διαφορετικά πιάνα. Παρόλα αυτά είμαι πολύ ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα.
MG: Πώς «συναντήθηκες» με την πολύ ωραία φωτογραφία του Σάββα Λαζαρίδη που βλέπουμε στο εξώφυλλο; Διατηρείς αυτή την αισιοδοξία που εκφράζουν τα λουλούδια μέσα στην εγκατάλειψη;
ΤΓ: Ο Σάββας Λαζαρίδης είναι ένας εξαιρετικός φωτογράφος, με πολύ ιδιαίτερη και ουσιαστική «ματιά». Γνωρίζω σχεδόν το σύνολο της δουλειάς του. Του ζήτησα να μου προτείνει κάποιες φωτογραφίες για το εξώφυλλο του δίσκου και σχεδόν αμέσως «είδα» το εξώφυλλο του "In Fading Light", δεν είχα καμία αμφιβολία για την επιλογή μου. Σχετικά με την αισιοδοξία που βγάζει η φωτογραφία αυτή σε μία δεύτερη ανάγνωση: ναι, νομίζω ότι κατά βάση είμαι ένα αισιόδοξο άτομο.
MG: Έχεις αναφέρει πως το "Bela’s Dance" πήρε τον τίτλο από τον Ούγγρο Bela Bartok, ο οποίος πέρα από συνθέτης ήταν και σημαντικός εθνομουσικολόγος. Έχεις ασχοληθεί με την επιστημονική αυτή προσέγγιση της μουσικής; Υπάρχει κάποια πτυχή της στην οποία βρίσκεις ξεχωριστό ενδιαφέρον;
ΤΓ: Δεν έχω ασχοληθεί πολύ, ομολογώ, αλλά η σχέση μου με τη μουσική του Bela Bartok είναι σχεδόν βιωματική. Ο Bartok, σε ένα βαθμό, υπήρξε μία από τις μουσικές μου επιρροές. Το έργο του "For Children" είναι από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι πως έπαιξα στο πιάνο.
MG: Το «Hinemoa» από την άλλη είναι δημοφιλές Μαορί όνομα. Είναι κατάλοιπο της συνεργασίας με τον Rob Thorne; Οι υπόλοιποι τίτλοι πώς προέκυψαν;
ΤΓ: Ναι, ο μύθος της Hinemoa είναι ένας μύθος των Μαορί. Ο τίτλος αυτός μάλλον τονίζει τη σχέση μου με τη Νέα Ζηλανδία και τη μουσική της, παρόλο που δεν την έχω επισκεφτεί ακόμη. Είναι ένα από τα όνειρα που θέλω να πιστεύω πως θα πραγματοποιηθεί, μέτα την ιστορία με τον covid.
MG: Τον Νοέμβριο η Rattle κυκλοφόρησε μέσα σε πέντε μέρες πέντε καινούργιους δίσκους, συμπεριλαμβανομένου του "In Fading Light". Ξεχωρίζεις κάποιο από τα άλλα τέσσερα εκείνης της εβδομάδας; Από τον κατάλογο της Rattle, γενικά, ποιους συναδέλφους σου θα πρότεινες να εξερευνήσουμε;
ΤΓ: Ναι, μου άρεσε πολύ ο δίσκος της Ariana Tikao και του Al Fraser, Nau Mai E Ka Hua. Με γοητεύουν πολύ τα taonga puoro (τα παραδοσιακά όργανα των Μαορί) και αυτός βέβαια ήταν ο βασικός λόγος της συνεργασίας μου με τον Rob Thorne και της δημιουργίας του "Rewa". H Rattle έχει έναν πολύ πλούσιο, συχνά συναρπαστικό κατάλογο, τον οποίο ακόμη δεν έχω καταφέρει να εξερευνήσω εκτενώς. Παρόλα αυτά προτείνω ανεπιφύλακτα τους Hirini Melbourne και Richard Nunns, στο άλμπουμ "Te Ku Te Whe", τον Νεοζηλανδό καταπληκτικό πιανίστα Michael Houstoun στα άλμπουμ "Lilburn" και "Inland", τον ελληνικής καταγωγής συνθέτη John Psathas, τον Jonathan Crayford.
MG: Στο panel στο jazzahead μιλήσατε για την jazz σκηνή της χώρας και την απουσία χώρων. Υπάρχουν όντως πολλοί μουσικοί αλλά το κοινό είναι περιορισμένο. Η Helen Kontos μίλησε για το Duende στη Θεσσαλονίκη, που ήταν σημαντικό για την πόλη, αλλά έκλεισε μέσα στο 2020. Υπάρχουν και ορισμένα ετήσια φεστιβάλ (Jazz + Πράξεις στην Πάτρα, Syros Jazz Festival, κ.ά.). Τι είναι αυτό που πιστεύεις πως χρειάζεται από όλες τις πλευρές ώστε να διευρυνθεί το κοινό αυτού του είδους στην Ελλάδα, κάτι που θα κάνει και πιο εύκολη τη συντήρηση σχετικών χώρων που είναι ζωτικής σημασίας;
ΤΓ: Πολλά θα πρέπει να γίνουν και κάποια θα πρέπει να σταματήσουν να γίνονται, αυτή είναι μια πραγματικά μεγάλη συζήτηση. Αυτό που βασικά παρατηρώ στα Ελληνικά τζαζ πράγματα είναι μια προσκόλληση στο παρελθόν, σε πολλούς τομείς, ακόμη και μουσικά.
MG: Σου λείπει κάτι ως συνθέτης και μουσικός από τη ζωή στην Αθήνα που ξέρεις πως θα έβρισκες σε άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη;
ΤΓ: Αυτό που στερούνται οι Έλληνες μουσικοί, σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους στο εξωτερικό - και λυπάμαι που πρέπει να το λέω ξανά και ξανά - είναι πώς εδώ δεν υπάρχει καμία στήριξη ή κίνητρο για να εξελίξουν την καριέρα τους, από τη μεριά του κράτους. Έξω υπάρχουν θεσμοί, κρατικά βραβεία, χρηματοδοτήσεις. Δεν είναι φυσικά ρεαλιστικό να γίνουμε ξαφνικά Ελβετία ή Νορβηγία ως προς αυτό, αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να πάψουν οι δημιουργοί να είναι αόρατοι. Κάποια στιγμή θα πρέπει και η Ελλάδα να κατανοήσει ότι είναι σημαντικό να υπάρχει πρωτότυπη καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς λόγους. Γιατί είναι ένας δρόμος ανάπτυξης της κοινωνίας. Γιατί, ακόμη και ως εθνικό προϊόν, μπορεί να προσφέρει εισόδημα σε πολλούς. Η μόνη στήριξη που έχω λάβει είναι - και νοιώθω ευγνώμων - από το ίδρυμα Ωνάση το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις μας έχει βοηθήσει να ταξιδέψουμε για συναυλίες στο εξωτερικό.
MG: Τα τελευταία χρόνια ο ευρύτερος χώρος της jazz ανθεί στην Ευρώπη, όχι μόνο με την ανέκαθεν δραστήρια ECM, στον κατάλογο της οποίας ταιριάζουν οι δουλειές σου, όπως γράφεται συχνά, αλλά και εταιρείες όπως η Gondwana Records. Πώς βλέπεις την εξέλιξη αυτού του χώρου, μουσικών και ακροατών, τα τελευταία χρόνια και πώς αντιλαμβάνεσαι τη δική σου συνδρομή σε αυτόν;
ΤΓ: Ναι είναι αλήθεια, υπάρχει μια μεγάλη κινητικότητα παρόλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η δισκογραφία γενικότερα. Πιστεύω οι συναυλίες, δεν θα πάψουν. Έχουμε ανάγκη τη ζωντανή μουσική. Μπορώ να πω πως μετά από τέσσερις προσωπικούς δίσκους και αρκετές συναυλίες εκτός των συνόρων, βρίσκομαι κι εγώ κάπου στον χάρτη της ευρωπαϊκής τζαζ. Με ενδιαφέρουν πολύ οι συνεργασίες και είναι κάτι που το επιδιώκω. Έτσι προέκυψαν τα άλμπουμ "Forest Stories" και "Rewa". Στο πολύ πρόσφατο πρότζεκτ μου "The Book of Lost Songs" συνεργάζομαι με τη σπουδαία Ιταλίδα τραγουδίστρια Maria Pia De Vito και τον επίσης Ιταλό κρουστό Michele Rabbia.
MG: Γράφεις συχνά και μουσική για ταινίες ή ντοκιμαντέρ, με πρόσφατα παραδείγματα τα «Ο Γιώργος Του Κέδρου» και «Η Ιστορία Του Γιάννη» (μικρού μήκους). Ποιες διαφορές βρίσκεις στη διαδικασία της δημιουργίας; Προσεγγίζεις αλλιώς τη μυθοπλασία από ένα ντοκιμαντέρ;
ΤΓ: Όχι, δεν υπάρχουν, για μένα, διαφορές σε αυτό. Η κάθε δουλειά είναι φυσικά διαφορετική αλλά όταν γράφω μουσική για εικόνα το σημαντικό είναι η μουσική να προάγει το τελικό αποτέλεσμα και να εξυπηρετεί αυτό που θέλει να πει ο σκηνοθέτης.
MG: Έχεις ήδη ξεκινήσει να δουλεύεις το solo piano δίσκο που ετοιμάζεις; Θα ήθελες να δώσεις μερικές ακόμα ατομικές συναυλίες πριν προχωρήσεις σε ηχογράφηση;
ΤΓ: Ναι, δουλεύω και μελετάω. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη πότε θα μπω στο στούντιο για να ηχογραφήσω αυτόν τον δίσκο, αλλά είναι κάτι που θα ήθελα να μην καθυστερήσω πολύ.
MG: Έχεις παρακολουθήσει κάποια διαδικτυακή συναυλία; Πέρασε από το μυαλό (ή από τα email σου) η σκέψη να δώσεις εσύ μία;
ΤΓ: Όλο αυτό το διάστημα, το οποίο έχει πια κρατήσει αρκετά, παρακολούθησα πολύ λίγες διαδικτυακές συναυλίες, είναι η αλήθεια. Όσο καλές και αν είναι οι συνθήκες εικόνας και ήχου, η αίσθηση δεν μπορεί να είναι καθόλου αυτή μιας πραγματικής συναυλίας, Και για κάποιο λόγο όλο αυτό με στεναχωρεί. Θυμάμαι ότι παρακολούθησα την εναρκτήρια συναυλία του φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής Ars Musica στις Βρυξέλλες, όπου η ορχήστρα Brussels Philharmonic έπαιξε μεταξύ άλλων το αριστουργηματικό έργο του Morton Feldman, Rothko Chapel. Στο τέλος της συναυλίας ορχήστρα και χορωδία υποκλίθηκαν βουβά σε ένα αόρατο ακροατήριο που τους παρακολουθούσε από τις οθόνες των υπολογιστών τους, στα σπίτια τους. Η σκηνή αυτή ήταν, για μένα, συγκινητική.
Έδωσα, λοιπόν, κι εγώ μια και μοναδική διαδικτυακή συναυλία, τον περασμένο Νοέμβριο στο ίδιο φεστιβάλ, στις Βρυξέλλες. Ένα ρεσιτάλ solo piano, το οποίο βιντεοσκοπήθηκε από το Théâtre Poeme, στo Saint Gilles και υπάρχει ακόμη και τώρα στο κανάλι του Ars Musica στο Youtube. Ήταν μια παράξενη εμπειρία, πολύ μοναχική. Χαίρομαι που το έκανα αλλά ελπίζω να μπορούμε να δίνουμε σύντομα κανονικές συναυλίες με πραγματικό κοινό, με πραγματικό χειροκρότημα.
MG: Τι θα προτιμούσες για την πρώτη μέρα της «μετά-κορωνοϊού» εποχής; Ένα ταξίδι; Μια συναυλία; Ένα ταξίδι για μία συναυλία;
ΤΓ: Ένα ταξίδι οπωσδήποτε. Αν είναι ταξίδι για συναυλία, ακόμη καλυτερα!
Η κεντρική φωτογραφία είναι του Adonis Malamos και η εσωτερική του Christian Gaier.