Ο Αλέξνδρος Εμμανουηλίδης είναι ένας τραγουδοποιός που χαίρει εκτίμησης στον κύκλο των μουσικών και όχι μόνο, έχοντας προσφέρει μερικά πολύ ωραία τραγούδια τα τελευταία περίπου δεκαπέντε χρόνια που δραστηριοποιείται. Κάποια από αυτά έχουν φτάσει και σε ένα αρκετά ευρύτερο κοινό, όπως π.χ. το «Θα Σου Ψιθυρίζω Τη Μαρκίζα» που ερμήνευσε η Μαρία Παπαγεωργίου, χωρίς το όνομά του να φτάσει σε όσους έφτασε το τραγούδι του. Συμβαίνει συχνά αυτό με τους συνθετές και στους στιχουργούς στις μέρες μας.
Η συνεργασία του με τη Μαρία Παπαγεωργίου έδωσε δύο ενδιαφέροντες δίσκους (και μερικά επιπλέον τραγούδια) και έχει κυκλοφορήσει έναν δίσκο με μια άλλη γυναικεία φωνή, αυτή της Ελισσάβετ Καρατζόλη. Στην προσωπική του πορεία, το αρκετά ενδιαφέρον άλμπουμ με τίτλο «38 τ.μ.» του 2016 ήρθε σχεδόν δέκα χρόνια μετά το ντεμπούτο του, «Φυσάει Αλλιώς Εδώ Ο Αέρας».
Φέτος ήρθε η ώρα για ακόμα μία σειρά τραγουδιών από τον τραγουδοποιό που κατάγεται από τις Σέρρες, αλλά ζει στην Αθήνα. Ο δίσκος που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες ημέρες έχει τον τίτλο «Κάτι Σαν Ήλιος» και στα δέκα τραγούδια του περιέχονται διάφορες θεματικές, με έμφαση τον έρωτα, και αρκετές μουσικές, με εμφατική παρουσία της τρομπέτας και του βιολιού. Τον ακούσαμε και κουβεντιάσαμε με τον δημιουργό για αυτά και άλλα τόσα της επικαιρότητας.
MixGrill: Γεια σου Αλέξανδρε. Πού σε βρίσκουμε σε αυτήν την περίοδο καραντίνας; Κρίνοντας από την επερχόμενη κυκλοφορία, είναι σωστή η υπόθεση ότι τον προηγούμενο χρόνο κυριάρχησε η δημιουργικότητα αντί για τη μουδιασμένη σπιτική αδράνεια που προσπάθησε να μας επιβληθεί;
Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης: Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο δίσκος αποτέλεσε για μένα μια πολύ φωτεινή διέξοδο σε όλο αυτό που ζούμε και παρ' όλο που άρχισε να συναρμολογείται πριν την πανδημία, είχε μέσα του αυτή τη διάθεση της εξωστρέφειας που τελικά μου χρειάστηκε στη συνέχεια. Έτσι, όταν μέσα στην καραντίνα αρχίσαμε να τον δουλεύουμε με τους φίλους συνεργάτες, μου έδωσε όλη την απαραίτητη ένεση ενέργειας που είχα τόσο ανάγκη. Τόσο ως διαδικασία, όσο και ως υλικό, αφού τα περισσότερα τραγούδια, είχαν έντονο ρυθμό, «ανοιχτές» μελωδίες και στίχους με μια ανάγκη επικοινωνίας.
MG: Είναι ο πρώτος σου δίσκος εδώ και μερικά χρόνια. Τα εννιά τραγούδια στο «Κάτι Σαν Ήλιος» δημιουργήθηκαν αυτό το διάστημα ή υπάρχει και κάποιο παλιότερο που βγήκε από το συρτάρι; Διατηρείς τέτοιο συρτάρι ή προτιμάς να κυκλοφορούν τα τραγούδια κοντά στην «ημερομηνία δημιουργίας»;
ΑΕ: Είναι πολύ γοητευτικό να βγαίνουν τα τραγούδια προς τον κόσμο κοντά στην ημερομηνία δημιουργίας τους, αλλά εγώ δε λειτουργώ έτσι μέχρι τώρα. Μ' αρέσει να έχω έναν ικανό αριθμό τραγουδιών που θα ωριμάσουν μέσα μου και μετά να δημιουργώ, ανάλογα με τη διάθεσή μου, μια λίστα που θα αποτελεί το επόμενό μου δισκογραφικό βήμα. Γι' αυτό τον δίσκο, δουλέψαμε με τον συνεργάτη μου, Γιάννη Ταβουλάρη, πάνω σε καμία εικοσαριά τραγούδια. Αυτό ξεκίνησε το καλοκαίρι του '19. Ακούσαμε, δοκιμάσαμε, σκεφτήκαμε τον ήχο που θέλαμε να πετύχουμε και καταλήξαμε σε αυτά τα εννιά. Υπάρχει πάντως μια ιδιαιτερότητα στο υλικό. Υπάρχουν όντως κάποια αρκετά φρέσκα, που τελειοποιήθηκαν λίγο πριν μπούμε στο στούντιο και υπάρχουν και τραγούδια που με παιδεύουν ίσως και μια δεκαετία! Η εισαγωγική μελωδία από το «Όλης Της Γης Τα Βάσανα», υπάρχει πάνω από δέκα χρόνια. Το τραγούδι «Οι Πολλοί», επίσης υπάρχει ως ιδέα πάνω από επτά χρόνια. Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ της τελευταίας τριετίας.
MG: Κάποιοι στίχοι, όπως ο «αλήθεια λένε μοναχά αυτοί που χάσανε το δίκιο» στο «Οι Πολλοί», μου ακούγονται ότι θα μπορούσαν να πηγάζουν και από πολύ πρόσφατα γεγονότα. Ισχύει αυτό ή είναι η ζωή που κάνει κύκλους μέσα στους οποίους ακόμα αναζητούμε την αλήθεια κι έτσι φτάνεις εσύ να γράφεις τέτοιους στίχους κι ο καθένας να τους αντιλαμβάνεται όπως τους αντιλαμβάνεται;
ΑΕ: Δυστυχώς αυτά τα γεγονότα ανακυκλώνονται. Όπως σου είπα, το τραγούδι με παίδευε πάνω από επτά χρόνια, άρα κάποια άλλη αδικία πυροδότησε αυτό τον στίχο. Αυτό είναι και το ζητούμενο, να προσπαθώ στους στίχους μου να εκφράζω πιο διαχρονικά νοήματα, που απασχολούν τον άνθρωπο, ώστε να αποφεύγω τον κίνδυνο να γίνονται «ρεπορταζιακά», αλλά και να αφήνω στον ακροατή ένα ελεύθερο πεδίο σκέψης και στοχασμού πάνω στο θέμα. Άλλωστε κι εγώ δεν έχω απαντήσεις, ούτε διεκδικώ ρόλο καθοδηγητή. Είμαι ένας παρατηρητής και έχω αποφασίσει να αφιερώσω τη ζωή μου σε αυτήν την παρατήρηση. Αυτό είναι κυρίως που με καθιστά «επαγγελματία» στιχουργό ή συνθέτη. Ο χρόνος που δαπανώ στην παρατήρηση μέχρι να προκύψει το κάθε τραγούδι. Αυτό τον χρόνο που ο άλλος δεν έχει, ή που επιλέγει να τον χρησιμοποιήσει διαφορετικά.
MG: Διακρίνω τον έρωτα - την ύπαρξη ή την απουσία του - ως το νήμα που ενώνει πολλά από τα καινούργια τραγούδια. Ποιος είναι για σένα ο κύριος θεματικός άξονας του δίσκου;
ΑΕ: Ε, ναι. Θεωρώ πως είναι προφανές αυτό! Νομίζω πως χρωστούσα στον εαυτό μου έναν τέτοιο δίσκο όπου τα συναισθήματα του έρωτα και της αγάπης θα ήταν πρωταγωνιστές. Είχα μια αίσθηση ότι μέσα από ένα τέτοιο ζωογόνο συναίσθημα, θα μπορούσα να βρω το νήμα που συνδέει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να αποφύγω τα κλισέ περί έρωτος και να τον χρησιμοποιήσω ως μεγεθυντικό φακό για να παρατηρήσω άλλα πράγματα. Στο «Μια Μέρα Σαν Μέρα» παρατηρώ ένα ερωτευμένο ζευγάρι στα ερείπια μιας βομβαρδισμένης πόλης. Στο «Τα Δέντρα Που Με Ξέρουνε», ο έρωτας γίνεται ένα τραγούδι που μεταφέρει μηνύματα στον χώρο και στον χρόνο, στο «Καλή Κυρά» προσπάθησα να μιλήσω για τον έρωτα, όπως θα μιλούσε ένας άνθρωπος πριν από εκατό χρόνια και στο «Πέρα Από Το Σ' Αγαπώ» υπάρχει αυτό το δίπολο της ζωής και του θανάτου, της αρχής και του τέλους.
MG: Πέρα από τη φύση του ανθρώπου, για την οποία συχνά διαβάζουμε και από σένα, υπάρχουν στα καινούργια τραγούδια πολλές αναφορές στη φύση: ο ήλιος στον τίτλο, τα δέντρα που σε ξέρουνε, τα βάσανα της γης που κρύβονται στο βρεγμένο χώμα, ο παφλασμός του ωκεανού, οι άνεμοι μέσα στο χρόνο. Ποια είναι η σχέση σου με τη φύση ως άνθρωπος και ως τραγουδοποιός, πώς τη διατηρείς ζώντας στην Αθήνα και πώς επηρεάστηκε από την καραντίνα και τις απαγορεύσεις;
ΑΕ: Γενικά είμαι άνθρωπος της πόλης. Ακόμα και οι Σέρρες όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, είναι κυρίως ένα αστικό περιβάλλον, σαν ένα μικρότερο Παγκράτι ας πούμε, το οποίο όμως περιβάλλεται από τον κάμπο, τα χωράφια και τα άπειρα χωριά του νομού. Στην αρχή της δημιουργικής μου πορείας είχα πολύ έντονο αυτό το στοιχείο της πόλης. Μάλιστα θεωρούσα ότι το λεγόμενο «έντεχνο», το είχε παρακάνει με τη φυσιολατρία! Προσπαθούσα να γίνω ένας τραγουδοποιός της πόλης και της σύγχρονης ζωής. Ο πρώτος μου δίσκος το 2007, κατέγραφε αυτήν την ανάγκη μου να φύγω από την επαρχία και να δω τη ζωή στη μεγαλούπολη. Παρ' όλα αυτά υπάρχει εκεί ο στίχος «κι ένα χωράφι οργωμένο, μες στο μυαλό μου είναι κρυμμένο». Και όντως, όλα αυτά υπήρχαν και δούλευαν μέσα μου και κάποια στιγμή πριν από καμία πενταετία, όλες αυτές οι εικόνες της φύσης, του κάμπου των δέντρων αρχίζουν να με γοητεύουν δημιουργικά και να βγαίνουν προς τα έξω. Ίσως όσο μεγαλώνουμε να γυρνάμε λίγο προς τα πίσω, ή να αναζητάμε τις πιο σταθερές αξίες που υπάρχουν μέσα μας και τι πιο σταθερό από τη Γη και το χώμα. Το βλέπω και τώρα στον εγκλεισμό, ότι μου λείπει πραγματικά η φύση και ανυπομονώ να βρεθώ σ' ένα μικρό σπιτάκι που έχουμε έξω από τις Σέρρες.
MG: Ακούμε βιολί και τρομπέτα μεταξύ άλλων. Πώς προσέγγισες - ή προσεγγίσατε ομαδικά - την ενορχήστρωση κάθε τραγουδιού; Είχες στο μυαλό σου συγκεκριμένο ήχο που ήθελες να πετύχεις ή δημιουργήθηκε στην πορεία της δημιουργίας; Ποιους δίσκους θα ανέφερες ως επιρροές σου αυτήν την περίοδο;
ΑΕ: Όπως σου είπα και πριν, με τον φίλο, ηχολήπτη και συνεργάτη, Γιάννη Ταβουλάρη, κάναμε αρκετή δουλεία στην προπαραγωγή. Στην επιλογή των κομματιών αλλά και στο να φανταστούμε έναν ήχο. Βασικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι για πρώτη φορά είχα γράψει, πέρα από τη βασική μελωδία της φωνής και πολλές ακόμα μελωδίες που παίζουν παράλληλα. Αυτό μας οδήγησε στην ανάγκη για δύο σολιστικά όργανα. Το ηχόχρωμα που προκύπτει από το βιολί και την τρομπέτα μας γοήτευσε και τους δύο και έτσι πήγαμε με αυτό. Ένα άλλο στοιχείο, ήταν ότι στα demos, είχα χρησιμοποιήσει αρκετούς ηλεκτρονικούς ήχους, αλλά και κάπως περίεργα κρουστά (εξ’ ανάγκης), οπότε έδωσε και αυτό ένα στίγμα.
Ο άλλος φίλος και επί πολλά χρόνια συνεργάτης, Θανάσης Αρχανιώτης, ανέλαβε ως ντράμερ, να βγάλει αυτή την ιδιαιτερότητα των σπιτικών ηχογραφήσεων στα τύμπανα, φτιάχνοντας ένα ιδιαίτερο σετ και παίζοντας με έναν εντελώς δικό του τρόπο. Αυτός, μαζί με τον Διονύση Μακρή στο κοντραμπάσο και τον Κώστα Στεργίου στα πλήκτρα, παίξανε όλες τις βάσεις των τραγουδιών ζωντανά, δίνοντας πιστεύω μια πολύ ζεστή και γκρουβάτη αίσθηση. Αυτό το ζωντανό παίξιμο των παιδιών σε συνδυασμό μ' εκείνες τις περίεργες δικές μου σπιτικές ηχογραφήσεις νομίζω πως καθόρισαν αρκετά τον ήχο του δίσκου. Φυσικά ο Γιάννης Κονταράτος στο βιολί και ο Βαγγέλης Κατσαρέλης στην τρομπέτα, έδωσαν το δικό τους χρώμα στο τελικό αποτέλεσμα, όπως επίσης και οι συνάδελφοι τραγουδοποιοί Γιάννης Παπαγεωργίου και Ηλίας Βαμβακούσης, που ως «ΤέΤΡΙΣ» παίξανε σε δύο τραγούδια με πολύ αγάπη και με ιδιαίτερο τρόπο. Τέλος, φυσικά η φωνή της Ναταλίας Λαμπαδάκη που ήρθε και φώτισε πραγματικά το υλικό.
Επιρροές συγκεκριμένες αυτής της περιόδου μου είναι δύσκολο να εντοπίσω. Μάλλον χάνονται στο μεγάλο πλήθος των πραγμάτων που έχω ακούσει κατά καιρούς. Από ηλεκτρονική μουσική των '90s και rock, μέχρι τα ρεμπέτικα.
MG: Πριν από πέντε χρόνια όταν ο δίσκος «38 τ.μ.» κυκλοφόρησε από τη Minos-EMI είχες αναφερθεί στην ύπαρξη μιας αγωνίας και διάθεσης να απευθυνθείς σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Υπάρχουν ακόμα τέτοιες βλέψεις; Πώς κρίνεις πλέον εκείνη τη συνεργασία;
ΑΕ: Έχω αυτή τη διάθεση, φυσικά. Όχι με την έννοια της ανυπομονησίας να γεμίσω στάδια, αλλά να βρω τους ανθρώπους που να τους αφορά το έργο μου. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να λειτουργήσω; Η αγωνία έχει δύο όψεις. Αυτή της γκρίνιας, που τα πράγματα δεν πηγαίνουν πάντα όσο γρήγορα θέλουμε και αυτή της δημιουργικής αναζήτησης στο να βρεις μια χρυσή τομή όπου η σκέψη σου και το έργο σου, συναντάνε έναν άλλον άνθρωπο και επικοινωνούνε. Στην καθημερινότητά μου υπάρχουν και τα δύο βέβαια, αλλά προσπαθώ να επικεντρώνομαι στο δεύτερο. Η Minos και γενικά οι μεγάλες εταιρείες, είναι μια τεράστια συζήτηση. Εκείνη την περίοδο, έκρινα ότι αυτό ήταν το καλύτερο που είχα να κάνω. Έκανα ένα συμβόλαιο που δεν ήταν δεσμευτικό και δοκίμασα τον εαυτό μου και το υλικό μου σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Αυτό που έβγαλα ως συμπέρασμα είναι ότι αυτές οι εταιρείες δεν έχουν καθόλου υπομονή. Θέλουν είτε να είσαι έτοιμος «φτασμένος» καλλιτέχνης, είτε να μπορείς να κάνεις ένα «μπαμ» στον πρώτο χρόνο. Διαφορετικά δεν ξέρουν καθόλου πώς να σε διαχειριστούν και πώς να δημιουργούν τις συνθήκες για έναν νεότερο άνθρωπο να επικοινωνήσει τη δουλειά του.
MG: Ήταν η πρώτη σου επιλογή η Formiggart για την κυκλοφορία του καινούργιου δίσκου; Ποιο βλέπεις να είναι το σημαντικότερο κομμάτι στο οποίο μπορούν να συνδράμουν αντίστοιχες εταιρείες στις δουλειές νέων μουσικών, πριν και αφού αυτές κυκλοφορήσουν;
ΑΕ: Η πρώτη επαφή έγινε με μια άλλη εταιρεία, επίσης μικρή και ανεξάρτητη, επειδή άρχισα να συζητάω για τον δίσκο πριν η Formiggart συσταθεί. Το πράγμα θεωρώ πως πάει προς τα εκεί. Προς το πιο μικρό, το πιο χειροποίητο, το πιο DIY. Εγώ αισθάνομαι μεγάλη ασφάλεια γιατί όλα γίνονται από κοινού, όλα τα συζητάμε και ξέρω πως στο κέντρο όλων είναι η ανθρώπινη σχέση και τα τραγούδια. Έχω κυκλοφορήσει άλλους πέντε ολόκληρους δίσκους και είναι η πρώτη φορά που όλη η διαδικασία γίνεται τόσο όμορφα και φυσικά, χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς ανούσιες αργοπορίες και χωρίς καμία πονηριά. Επίσης, επειδή ακριβώς υπάρχει αγάπη πραγματική για το υλικό, είναι και πολύ πιο αποτελεσματική η όλη διαδικασία. Χρωστάω πραγματικά ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Κυριακή Αιλιανού και στη Ζαμπία Καζάνα, που αποτελούν τη «Φόρμιγγα».
MG: Για τον προηγούμενο δίσκο είχες μελοποιήσει το ποίημα «Οι Αστοί» ("Les Bourgeois") του Jacques Brel, το οποίο τελικά έμεινε εκτός λόγω δικαιωμάτων. Έχεις επιχειρήσει κάτι αντίστοιχο έκτοτε; Πώς τα πας γενικά με τους μη αγγλόφωνους τραγουδοποιούς, υπάρχουν Ευρωπαίοι ή μη καλλιτέχνες που θα μπορούσες να πεις πως σε έχουν επηρεάσει;
ΑΕ: Όχι, δεν έχει ξαναπροκύψει κάτι. Η ενασχόληση μου με τον Μπρελ έγινε εντελώς τυχαία. Δεν τον ήξερα καν να σου πω την αλήθεια. Αγόρασα στην τύχη μια βιογραφία του, εντυπωσιάστηκα από τη ζωή του και έπαθα πλάκα με το κείμενο από το συγκεκριμένο τραγούδι που βρήκα εκεί μέσα. Έπιασα να το επεξεργάζομαι χωρίς καν να ακούσω την πρωτότυπη εκτέλεση και ακόμα και όταν το μελοποίησα, δεν γνώριζα την πρώτη μελωδία του τραγουδιού. Ήξερα βέβαια τη γαλλική σχολή του '60, είχα ακούσει κάποια πράγματα, ήξερα τον Μπρασένς [σ.σ. Georges Brassens], αλλά ως εκεί. Τώρα έχω ακούσει αρκετά περισσότερα πράγματα και νομίζω ότι το γαλλικό τραγούδι είναι όντως από τα πιο ενδιαφέροντα. Με συγκινούν πολύ και τα πιο σύγχρονα πράγματα που γίνονται εκεί. Υπάρχει πραγματική άνθιση. Προφανώς και έχω επηρεαστεί πολύ από όλη την ξένη μουσική που έχω ακούσει. Όχι τόσο συνθετικά ή στιχουργικά, όσο στον ήχο. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές σχολές και τάσεις που παλεύουν μέσα μου κάθε φορά. Αυτό που έχω πολύ έντονα συχνά στο κεφάλι μου, είναι οι Portishead. Ήταν ένας ήχος που πραγματικά με ταρακούνησε όταν τον πρωτοάκουσα στα '90s γιατί συνέδεε δυο μεγάλες μου αγάπες που ήταν η ηλεκτρονική μουσική και η rock.
MG: Έχεις γράψει μουσική για ένα τραγούδι στον καινούργιο δίσκο του Γιάννη Διονυσίου που θα βγει το φθινόπωρο από το Όγδοο. Υπάρχουν άλλες αντίστοιχες συνεργασίες ή συμμετοχές που θα δημοσιευθούν στο σύντομο μέλλον και μπορείς να μοιραστείς; Κάποια αντίστοιχη σύμπραξη που θα ήθελες να δουλέψεις τα επόμενα χρόνια;
ΑΕ: Συμμετέχω με δυο τραγούδια σε αυτό τον δίσκο του Γιάννη, που είναι ολόκληρος σε στίχους του φίλου μου του Κώστα του Φασουλά. Είναι εξαιρετική περίπτωση τραγουδιστή και με εξιτάρει πολύ να γράφω για τη φωνή του. Ελπίζω να συμβούν κι άλλα δημιουργικά πράγματα στο μέλλον γιατί υπάρχουν πολλές ιδιαίτερες και αξιόλογες φωνές σήμερα που θα μπορούσαν να με εμπνεύσουν. Πέρα από τον ρόλο μου ως τραγουδοποιός, μ' αρέσει πολύ και η διαδικασία της σύνθεσης όπου φεύγει από πάνω μου το βάρος της ερμηνείας. Υπάρχουν διάφορες σκέψεις και συζητήσεις που ελπίζω σύντομα να γίνουν τραγούδια.
MG: Με τις διαδικτυακές συναυλίες πώς τα πας; Έχεις παρακολουθήσει κάποια από όσες έχουν γίνει τις προηγούμενους μήνες; Σκέφτεσαι να κάνεις εσύ μία τέτοια εμφάνιση με αφορμή τον καινούργιο δίσκο;
ΑΕ: Έχω παρακολουθήσει μερικές. Έχουν ένα ενδιαφέρον γιατί σου δίνουν μια άλλη οπτική του λάιβ. Ειδικά σε αυτή τη συνθήκη του εγκλεισμού είναι σίγουρα μια παρηγοριά και μια ελπίδα ότι θα ξαναγυρίσουμε κάποια στιγμή στις μουσικές σκηνές και στα πατάρια. Δεν θεωρώ ότι μπορούν σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσουν την πραγματική επαφή της συναυλίας, αλλά είναι καλό που έχουμε αποκτήσει και αυτή την εμπειρία. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να φανεί χρήσιμη. Εγώ προσωπικά θα δυσκολευόμουν μάλλον να λειτουργήσω σε μια τέτοια συνθήκη. Προς το παρόν δεν το σκέφτομαι και ελπίζω να μην κρατήσει πολύ όλο αυτό ώστε να μην αναγκαστώ να το σκεφτώ!
MG: Με τους ΤέΤΡΙΣ τι γίνεται; Περιμένετε τις ζωντανές σκηνές να ξανανοίξουν ή υπάρχουν και δισκογραφικές βλέψεις;
ΑΕ: Με τους ΤέΤΡΙΣ είχαμε αποφασίσει να σταματήσουμε πριν να έρθει η πανδημία, χωρίς να πούμε όμως ότι διακόπτουμε δια παντός. Ήταν κάτι που ξεκίνησε πραγματικά από το μεράκι μας και από την αγάπη μας τόσο για το ρεμπέτικο, όσο και για το βασικό μας όργανο, την κιθάρα. Το απολαύσαμε πραγματικά, παίξαμε αρκετά για δύο χρονιές και ξαναγυρίσαμε πάλι ο καθένας στα δικά του. Παρ' όλα αυτά, έχει γίνει μια δουλειά πολύ καλή και θα υπάρχει νομίζω πάντα στο μυαλό μας. Τώρα για τις ανάγκες του δίσκου μου ας πούμε, μαζευτήκαμε πάλι και παίξαμε ως τρίο σε δύο από τα καινούργια τραγούδια μου. Με τα παιδιά (Γιάννης Παπαγεωργίου και Ηλίας Βαμβακούσης), μας δένει πραγματική φιλία και αγάπη και νομίζω πως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα είμαστε συνοδοιπόροι πάντα.
MG: Για κλείσιμο, τον τελευταίο καιρό ασχολούμαστε σε άρθρα μας με τη θέση του μουσικού (ψηφιακού) τύπου σε όλη τη μουσική αλυσίδα στη χώρα μας. Τι θετικά και αρνητικά σημεία διακρίνεις σε αυτόν τον τομέα από την πλευρά σου;
ΑΕ: Νομίζω πως μαζί με την πτώση της μουσικής βιομηχανίας στην Ελλάδα, άρχισαν να φθίνουν και όλοι οι τομείς περιφερειακά. Τα ραδιόφωνα, τα περιοδικά (ψηφιακά και έντυπα) και τόσα άλλα. Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες βρέθηκαν σε μια αμηχανία για το πώς πρέπει να κινηθούν και πώς να επιβιώσουν. Υπήρξε ένα σοκ στην πιάτσα μας και νομίζω πως όλοι κάπως προσπαθούμε να συνέλθουμε. Όσο θα υπάρχουν, σε όλους τους τομείς, νησίδες που θα προσπαθούν με νύχια και με δόντια να κάνουν σωστά τη δουλεία τους, ο καθένας από το πόστο του, θα υπάρξει τελικά μια ισορροπία. Θεωρώ καλό, όσοι από τον ευρύτερο μουσικό χώρο αισθάνονται αυτή την αγωνία να καταστεί πάλι η δουλεία μας αξιοπρεπής και ακέραιη, να δημιουργήσουν μια αλυσίδα, ώστε να ξαναδούμε κάποια στιγμή, αληθινά και ολοκληρωμένα άλμπουμ, πραγματικά ραδιόφωνα, κανονικές κριτικές δίσκων και ανταποκρίσεις συναυλιών και ουσιαστικές συνεντεύξεις όπως θεωρώ ότι ήταν κι αυτή που κάναμε παρέα.
Οι φωτογραφίες είναι της Μαρίζας Καψαμπέλη.