Μία εκ των πλέον πολυσυζητημένων εννοιών στη θεωρία του κινηματογράφου είναι αυτή του auteur, τουτέστιν «δημιουργού». Αυτό που ξεχωρίζει έναν απλό σκηνοθέτη από έναν auteur είναι ότι ο δεύτερος διοχετεύει, σε ισόποση αφθονία, ταλέντο και μεγαλομανία στην πραγμάτωση ενός οράματος που, στα μάτια του εκάστοτε αποδέκτη, θα φέρει αναμφισβήτητα την υπογραφή του. Προς επικύρωση δε της εν λόγω φιλοδοξίας, αυτή η διαδικασία (επιβάλλεται να) γίνεται κατ' επανάληψιν.
Αν και ο όρος auteur έχει ταυτιστεί με τους «ποιοτικούς», highbrow δημιουργούς της έβδομης τέχνης (από Bergman και Kubrick μέχρι Fincher και Haneke), αντιβαίνει στην ίδια την έννοια της λέξης: ποτέ δεν χρίσαμε «auteur» κάποιον που δεν έχει το συνήθειο να παραθερίζει σε Κάννες και Βενετία, να ξεχειμωνιάζει στο Βερολίνο ή να συλλέγει χρυσά ανθρωπόμορφα αγαλματίδια. Εάν το σύνολο του έργου του είναι τόσο sui generis, μην αφήνοντας αμφιβολίες περί πατρότητας, τότε πληροί τις προϋποθέσεις: δεν έχει να κάνει με την ποιότητα - ή τουλάχιστον την mainstream αντίληψη περί αυτής. Με αυτή τη λογική, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας Michael Bay ως «auteur»; Άμυαλες (ως επί το πλείστον), εκρηκτικές (#diplis) ταχύρρυθμες μα και απροκάλυπτα fun ταινίες – αυτοί δεν είναι χαρακτηρισμοί που εφάπτονται σε κάθε του δημιουργία;
Ειδική μνεία, λοιπόν, στους σύγχρονους μελετητές του κινηματογράφου που εισήγαγαν τον όρο «vulgar auteur»: σκηνοθέτες είδους που αφήνουν ένα πολύ προσωπικό στίγμα σε κάθε τι με το οποίο καταπιάνονται, ασχέτως εάν το αποτέλεσμα διχοτομεί κοινό και κριτικούς στα όρια του πολιτισμικού εμφυλίου. Μία από αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί, σταθερά εδώ και 15 περίπου χρόνια, ο Zack Snyder. Έχει τόσο παθιασμένους φανατικούς όσο και πολέμιους, που μερικές φορές απορείς εάν αμφότεροι αγαπάνε/μισούν αντίστοιχα το έργο του συγκεκριμένου μόνο και μόνο για να το κάνουν. Ή τουλάχιστον, έχοντας συνειδητοποίησει τη γραφικότητά τους, φλερτάρουν επίτηδες με την αυτοαναφορικότητα σε αγαπημένα τους τερέν όπως παραδείγματος χάριν κάποιο διαδικτυακό thread τύπου subreddit. Τα debates επί του προαναφερθέντα πέτυχαν πρωτόγνωρο παροξυσμό ελέω της προ τετραετίας κυκλοφορίας του "Justice League", για να φτάσουν σε μία σχετική αποσυμπίεση κατόπιν της προ μηνός κυκλοφορίας του... "Justice League". Πάλι;
Πριν επεκταθώ οφείλω να σημειώσω κάποια χρήσιμα disclaimers για να οριοθετήσουμε το πλαίσιο ανάλυσης. Μόνο αν ζεις σε κάποια ορεινή γεωλογική εσοχή, (ιδεολογικά) χιλιόμετρα μακριά κάθε ανθρώπινης εφεύρεσης από τον τροχό και ύστερα, δεν θα έχεις ακούσει για την πολυπαθή κορύφωση του κινηματογραφικού DC Extended Universe, δηλαδή το "Justice League" του 2017. Το άτυπο κλείσιμο της τριλογίας του Snyder (μετά τα "Man Of Steel" και "Batman V Superman") αποτελούσε διακαή πόθο των fanboys που, αφενός επιθυμούσαν on-screen ένωση των αγαπημένων τους ηρώων, αφετέρου ποθούσαν μανιασμένα αντίλογο προς την κινηματογραφική ολιγαρχία της Marvel στο υπερηρωικό είδος. Η προσωπική τραγωδία που επέφερε η αυτοκτονία της κόρης του ανάγκασε τον Snyder να αφήσει το πόστο του σκηνοθέτη πριν το post-production (σ.σ. μοντάζ και τελευταίες πινελιές, κομβική συνεισφορά του σκηνοθέτη στην εκάστοτε ταινία). Και η παραγωγή τι κάνει; Προσλαμβάνει τον Joss Whedon, τον άνθρωπο που έχτισε το μαρβελικό αντίστοιχο επί οθόνης ("Avengers") με πρωτόγνωρη επιτυχία για να τελειώσει το post-production, αφού πρώτα θα «πείραζε» όλο το προϊόν με «κοπτοραπτική» στο σενάριο και επιπλέον γυρίσματα.
Και το αποτέλεσμα; Μια αδιάφορη, μερικώς διασκεδαστική περιπέτεια για αυτούς που την έβλεπαν χωρίς πρότερη γνώση στο κεφάλι τους, προϊόν πλήρως ασύντακτης corporate ανταρσίας (έστω και ακούσιας εν μέρει), ένα πραγματικό ανοσιούργημα για τους πιο μυημένους, δίχως όραμα και χαρακτήρα, με στιγμές άγαρμπου και αφόρητα cringe-worthy comic relief - του οποίου ο δημιουργός, σε μια πλήρη ειρωνική ανατροπή, έχτισε τη φήμη του στη βιομηχανία ακριβώς επειδή αποδείκνυε για παραπάνω από εικοσαετία πόσο ικανός γραφιάς είναι. Το πιο κοντινό αντίστοιχο υπερηρωικής πανωλεθρίας στην έβδομη τέχνη που μπορώ να σκεφτώ είναι το πώς έκλεισε η τριλογία X-Men που είχε ξεκινήσει (και συνέχισε με sequel) ο Bryan Singer: το τρίτο μέρος, ονόματι "The Last Stand", είχε την ατυχία να πέσει στα χέρια του Brett Ratner, ενός άχρωμου, άοσμου στουντιακού «σκηνοθέτη παραγγελίας», έχοντας μηδενική επαφή με το υλικό που καλείτο να μεταφέρει επί της οθόνης - κι ας ήταν, θεωρητικά, στην ηγεσία του project (σχεδόν) από την αρχή.
Πίσω στο 2017, κατόπιν της παταγώδους αποτυχίας - και, εκ των πραγμάτων, ταφόπλακας οποιαδήποτε απόπειρας εδραίωσης ενός κάποιου DC Extended Universe στα πρότυπα της Marvel - το hashtag #ReleaseTheSnyderCut ξεκίνησε από φανατικούς που πίστευαν ότι η ανόθευτη εκδοχή του Zack Snyder όπως ακριβως την οραματιζόταν αρχικά είχε τη δύναμη να προσφέρει μια αξιοπρεπή ταινία, ακόμα και να ανατρέψει ολόκληρο το σκηνικό της κινηματογραφικής DC. Κάτι που ξεκίνησε μεταξύ σοβαρού και αστείου διογκώθηκε σε ολόκληρες μαρκετίστικες καμπάνιες, ενέπλεξε ηθοποιούς και στελέχη της Warner στο παιχνίδι, για να αναγκάσει την τελευταία να δώσει στον Snyder 70 ακόμα εκατομμύρια για να ολοκληρώσει το όραμά του, το οποίο έκανε εν τέλει πρεμιέρα στη streaming υπηρεσία του HBO τον Μάρτιο του 2021. Μια προτόγνωρη νίκη των fans ενάντια στο στουντιακό, μακιαβελικά κερδοσκοπικό «ψαλίδι»; Κάτι παραπάνω από αυτό;
Όποιο και να ήταν το τελικό αποτέλεσμα (και οι αντίστοιχες προσκολλημένες αντιδράσεις), οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι η κυκλοφορία του αρχικού οράματος του σκηνοθέτη στο υπεργενναιόδωρο πακετάρισμα των τεσσάρων ωρών αποτέλεσε μια νίκη της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε διευρυμένο εμπορικό πλαίσιο, μια μικρή κατοχύρωση του δικαιώματος του σκηνοθέτη να έχει τον τελευταίο λόγο πάνω στο έργο του μακριά από τις οποιεσδήποτε εξωτερικές παρεμβάσεις. Αν με ρωτάτε, ναι, σαφέστατα και η ταινία παραμένει προβληματική - μόνο όσο προβληματική μπορεί να παραμείνει μια ταινία του Snyder, ο οποίος ανέκαθεν προτιμούσε έντονα κοντράστ, φαντεζί σκηνές μάχης με ταλαντευόμενο zoom και slow motion καθώς και μια γενικότερη graphic novel-ίστικη αισθητική, έναντι ενός στοιχειωδώς δομημένου σεναρίου ή χαρακτήρων με την παραμικρή διάθεση να υπερβούν το γενικότερο εφετζίδικο θέαμα. Ακόμα κι έτσι, ο Snyder εδώ έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να δώσει την ψυχή της ταινίας στον χαρακτήρα του Cyborg, πρωτίστως, καθώς και να αναπτύξει με έναν αρκετά ενδιαφέρον τρόπο τον Flash - κάτι που ελάχιστα είδαμε στην εκδοχή του 2017, όπου ο Cyborg είχε τιμωρηθεί από την αμείλικτη μονταζιέρα σε ρόλο κομπάρσου. Εάν έχετε την παραμικρή αμφιβολία ότι το μοντάζ μπορεί να αποτελέσει τον καλύτερο φίλο αλλά και το χειρότερο εχθρό του ηθοποιού, ας θυμηθούμε το "The Thin Red Line" του Terrence Malick: σε ένα από τα γνωστά μονταζικά τερτίπια του τελευταίου (και έχοντας γυρίσει τουλάχιστον πέντε ώρες υλικό), ο χαρακτήρας του Adrien Brody, από πρωταγωνιστής της ταινίας, υποβιβάστηκε σε επικουρικής σημασίας χαρακτήρα, με ελάχιστους να θυμούνται αν ξεστόμισε έστω και μία ατάκα καθ' όλη τη διάρκεια του τρίωρου έπους. Περιττό να προσθέσουμε ότι ο Brody δεν χάρηκε ιδιαίτερα με αυτό.
Θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες για την αξία των director’s cuts: το πρωτότυπο όραμα του σκηνοθέτη που ενώ, ελέω συγκυριών, δεν βρήκε ποτέ το δρόμο για την αίθουσα, κυκλοφόρησε αργότερα σε home video, δίνοντας νέα ζωή και αξία στο εκάστοτε πόνημα. Το "Blade Runner" (1982) κυκλοφόρησε στις αίθουσες με ποικίλες παρεμβάσεις, προκαλώντας σύγχυση στο κοινό, μόνο και μόνο για να αρχίσει να αντιμετωπίζεται ως αριστούργημα δέκα χρόνια αργότερα, με την κυκλοφορία εκδοχής (σχεδόν) ταυτόσημης με το αρχικό όραμα του Ridley Scott – πλέον θεωρείται, ως γνωστόν, ένα από τα αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα του sci-fi. Το "Once Upon A Time In America" (1984) οδήγησε τη συγκεκριμένη περίπτωση στα άκρα: ενώ το αρχικό, μη γραμμικό αφηγηματικά τετράωρο όραμα του Sergio Leone που όλοι αγαπήσαμε θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα αριστουργήματα του κινηματογράφου, η πετσοκομμένη, δίωρη, αφηγηματικά γραμμική version που κυκλοφόρησε το στούντιο τότε γνώρισε αντίστοιχο πετσόκομμα από κοινό και κριτικούς, χαρακτηρίζοντάς το μέχρι και τη χειρότερη ταινία εκείνης της χρονιάς. Κι ενώ το "The Fountain" (2006) του Darren Aronofsky έχει φωλιάσει στην καρδιά αρκετών, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι ότι, ενώ τα κεφάλια του στούντιο τον οδήγησαν σε μια κάποια συμπύκνωση του οράματός του στην εύπεπτη διάρκεια του μιαμισάωρου, πώς θα ήταν ένα director’s cut του εν λόγω, δεδομένου του ότι το θεωρητικά «πειραγμένο» theatrical χαίρει ευρείας αποδοχής και λατρείας; Κραυγαλέο punchline της ανάμεικτης κριτικής του Roger Ebert επί του προαναφερθέντος που, αν μη τι άλλο, δίνει τροφή για σκέψη σε μια εναλλακτική χρησιμότητα της «κόπιας του σκηνοθέτη».
Αγαπάς να τον αγαπάς ή αγαπάς να τον μισείς; Τουλάχιστον οφείλεις να τον παραδεχτείς, ανεξάρτητα υπέρ ποιας πλευράς τάσσεσαι. Ο Zack Snyder πέρασε από πραγματικές τρικυμίες για να μας παρουσιάσει ένα τετράωρο έπος μεσώ ενός άνευ προηγουμένου εγχειρήματος να αναστήσει την ταινία του ορμώμενος από ένα... hashtag. Και δικαιώθηκε: μέσα σε όλα του τα προβλήματα, το "Zack Snyder’s Justice League" κατάφερε να ενθουσιάσει, δίνοντας χώρο σε χαρακτήρες, κρατώντας σταθερό το οπτικό ύφος, προσθέτοντας μέχρι και πολιτική χροιά σε επί μέρους σημεία. Άσχετα αν δεν το έχει καθόλου ως σκηνοθέτης με βαρύγδουπα, κοινωνικοπολιτικά μηνύματα. Άλλωστε, η προσπάθεια δεν μετράει; Ο Snyder εδώ προσπάθησε και μας έδωσε την πιο φιλόδοξη (αν όχι την καλύτερη) μέχρι τώρα ταινία του μετά το "Watchmen" (2009). Δεδομένου δε του γενικότερου πλαισίου αλλά και του τελικού αποτελέσματος, σίγουρα την πιο προσωπική του.
Υ.Γ.: Ομολογώ ότι έπαθα ένα μικρό σοκ ακούγοντας δύο (!) κομμάτια του Nick Cave σε ταινία σκηνοθέτη που έχει φετιχοποιήσει ζόμπι, πλουμιστά manga και ελάχιστα αληθοφανή, over-the-top δράση. Το ένα εκ των δύο μάλιστα ("Distant Sky") βρίσκεται στο δίσκο "Skeleton Tree", κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του οποίου, ένας από τους γιους του Cave έχασε τραγικά τη ζωή του. Η σημειολογία είναι τουλάχιστον ανατριχιαστική.