Ανάμεσα στα πολλά καινούργια ονόματα που εμφανίζονται στην ελληνική δισκογραφία συνεχίζουν να υπάρχουν και οι φιγούρες εκείνες που δουλεύουν σταθερά εδώ και πολλά χρόνια με παρουσία διακριτική και αξιόλογη. Ο Γιάννης Μήτσης μπορεί να έγινε γνωστός ως μέλος στα Ξύλινα Σπαθιά, αλλά έχουν περάσει σχεδόν 25 χρόνια από την πρώτη του προσωπική δουλειά, με τίτλο «Συνεχές Ωράριον» το 1997. Έκτοτε, πολλά έχουν αλλάξει στον μουσικό χάρτη και στις πόλεις που ζούμε. Σταθερή μένει η παρουσία του στη δισκογραφία ανά μερικά χρόνια, ανάμεσα σε ανοιχτές συναυλίες ή ζωντανές χειμερινές βραδιές σε μικρά μαγαζιά.
Πριν από λίγες εβδομάδες, ο Γιάννης Μήτσης επέστρεψε δισκογραφικά με την τέταρτη προσωπική του δουλειά που έχει τίτλο «Σύννεφα Παντού». Ο δίσκος αυτός έχει τραγούδια σε μουσική του ίδιου και στίχους των Κώστα Φασουλά, Nomik και Μάγδας Κατσάκου, με την Κορίνα Λεγάκη να συμμετέχει με τη φωνή της σε ορισμένα τραγούδια. Η συνταγή είναι αντίστοιχη με τον προηγούμενο δίσκο, «Η Μόνη Αλήθεια Είναι Ο Δρόμος», ο οποίος έχει ήδη συμπληρώσει δέκα χρόνια ζωής και είχε αντίστοιχες συμμετοχές. Για τον δίσκο αυτό και για αρκετά ακόμα της επικαιρότητας και του παρελθόντος μιλήσαμε με τον Γιάννη Μήτση. Διαβάστε παρακάτω τι μας είπε.
MixGrill: Πώς σας βρίσκουμε την αρχή αυτού του καλοκαιριού, παράλληλα με την (προσωρινή) παύση της καραντίνας; Ήταν νωρίτερα έτοιμος ο δίσκος και περιμένατε αυτή τη συγκυρία για την κυκλοφορία του;
Γιάννης Μήτσης: Με βρίσκετε εξαιρετικά χαρούμενο, καθώς μόλις κυκλοφόρησε ένας νέος δίσκος, με τίτλο «Σύννεφα Παντού», ο οποίος έγινε παρέα με υπέροχους συνεργάτες και φίλους. Η ηχογράφηση του ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2020 και ολοκληρώθηκε το Μάρτιο του 2021.
MG: Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από την προηγούμενη προσωπική σας κυκλοφορία. Τα τραγούδια που ακούμε εδώ είναι από όλο αυτό το διάστημα ή είναι κυρίως «παιδιά» της εποχής του κορωνοϊού;
ΓΜ: Με την ολοκλήρωση μίας προσωπικής δουλειάς κάθε καλλιτέχνης θεωρώ ότι αρχίζει αυτομάτως να δουλεύει την επόμενη. Προσωπικά δουλεύω τα τραγούδια μου σε επίπεδο ιδεών και μόλις πιστεύω πως έχω μαζέψει το υλικό, ξεκινώ την ηχογράφηση. Πάντα κάποια τραγούδια δοκιμάζονται πρώτα στο κοινό. Για παράδειγμα το «Μέρα Μεσημέρι» το παίζω χρόνια τώρα στα live.
MG: Δηλώσατε πως προσπαθήσατε να είστε δημιουργικός τον τελευταίο χρόνο για να αντιμετωπίστε το άγνωστο και τα συναισθήματα που προέκυψαν από τους περιορισμούς του εγκλεισμού. Επιδιώξατε να εντάξετε αυτά τα συναισθήματα στις μουσικές του δίσκου, ώστε κατά κάποιο τρόπο να ξορκιστούν, ή προσπαθήσατε να επικεντρωθείτε σε κάτι διαφορετικό;
ΓΜ: Το διάστημα της καραντίνας μου δόθηκε ο χρόνος να ξεκινήσω την ηχογράφηση του υλικού και να ολοκληρώσω το άλμπουμ. Το συναίσθημα, κάθε συναίσθημα, αποτελεί τον άξονα της δημιουργίας μου σε κάθε προσωπικό μου δίσκο. Δεν ξέρω αν είναι ξόρκι η δημιουργία. Αλλά σίγουρα είναι κάτι που έχω ανάγκη να εκφράσω, να μιλήσω γι' αυτό.
MG: Οι στίχοι προέρχονται κυρίως από τρεις συνεργάτες σας. Με ποιο κριτήριο έγινε η επιλογή των τραγουδιών για όσα ακούμε στο «Σύννεφα Παντού»; Έχετε τραγουδήσει στίχους του Κώστα Φασουλά και στο παρελθόν. Είναι κάποιο από τα τραγούδια αποκύημα των προηγούμενων συνεργασιών σας που βρήκε τώρα το δρόμο του σε άλμπουμ;
ΓΜ: Με τον Κώστα Φασουλά έχουμε κάνει μέχρι τώρα αρκετά κομμάτια. Ο Κώστας μου στέλνει τους στίχους που πιστεύει πως μου ταιριάζουν κι εγώ τους μελοποιώ. Στον Nomik, αντίθετα με τον Κώστα, έδωσα τις μελωδικές γραμμές κι εκείνος μου έγραψε τους στίχους. Έπειτα η τελική επιλογή γίνεται σύμφωνα με το αν το αποτέλεσμα καταφέρνει να αγγίξει την ψυχή μου ή όχι.
MG: Η κοινή σας πορεία με τον Nomik και τη Μάγδα Κατσάκου είναι σχετικά πιο σύντομη (μέχρι σήμερα). Δύο από τα τραγούδια σε στίχους τους («Κάπου Στον Παράδεισο» και «Ο Τόπος Μου», αντίστοιχα) είχαν κυκλοφορήσει πριν από ένα-δυο χρόνια με άλλους τίτλους από αυτούς που έχουν στο άλμπουμ. Τι οδήγησε αυτή την απόφαση; Πώς (και πότε) ξεκίνησε η συνεργασία σας με τους δύο αυτούς ανθρώπους ως στιχουργούς;
ΓΜ: Με τη Μάγδα γνωριστήκαμε τον τελευταίο καιρό μέσω του Κώστα Φασουλά όταν μου έδωσε στίχους της για να τους μελοποιήσω. Με τον Nomik δουλεύουμε αρκετά χρόνια. Από το 2011 παίζουμε μαζί στο πάλκο. Το πρώτο κοινό μας κομμάτι ήταν το «Μέρα Μεσημέρι», το οποίο παίζαμε στις κοινές μας εμφανίσεις. Το δεύτερο ήταν το «Κάπου Στον Παράδεισο». Τα δύο τραγούδια που κυκλοφόρησαν σε single, «Το Ποδήλατο» και το «Δεύτερη Ανάσα», ήταν προάγγελοι του νέου άλμπουμ. Σε αυτό όμως εμφανίζονται με διαφορετικό μιξ, άλλη δομή και νέα όργανα.
MG: Μια ερώτηση με αφορμή τον Nomik και τον πρόσφατο δίσκο του σε ελληνικό στίχο. Ως ακροατής και ως μέλος της εγχώριας μουσικής δημιουργίας έχετε αισθανθεί μια στροφή αρκετών καλλιτεχνών προς τον ελληνικό στίχο, συγκριτικά τουλάχιστον με την αντίστοιχη κατάσταση προ δεκαετίας;
ΓΜ: Νομίζω πως ο κάθε δημιουργός είναι και πρέπει να νιώθει ελεύθερος να γράψει ό,τι θέλει και όπως το θέλει. Προσωπικά με εκπλήσσουν ευχάριστα τέτοιου είδους «στροφές».
MG: Στο ίδιο θέμα του ελληνικού στίχου, σε παλαιότερη συνέντευξή σας στο MixGrill το 2011, είχατε αναφέρει πως «δεν υπάρχουν λόγιοι άνθρωποι πίσω από τα μικρόφωνα στα ροκ συγκροτήματα». Πώς έχει εξελιχθεί αυτή η πεποίθησή σας στα χρόνια που μεσολάβησαν; Επιπλέον, βλέπετε αυτή την ανυπαρξία (αν ακόμα τη βλέπετε) ως αποτέλεσμα της ανυπαρξίας τέτοιων (νέων) ανθρώπων γενικά στον χώρο της μουσικής ή μπορεί να ευθύνεται κάτι άλλο, όπως π.χ. η υπερπληροφόρηση που προσφέρει το διαδίκτυο, για το γεγονός ότι άξιοι στιχουργοί μοιάζουν ανύπαρκτοι για σημαντικό μέρος του κοινού;
ΓΜ: Την τελευταία δεκαετία εμφανίστηκε μία νέα γενιά καλλιτεχνών στον χώρο, η γενιά των τριαντάρηδων, η οποία έφερε έναν νέο ήχο και λόγο στα τραγούδια. Έχουμε πολύ αξιόλογους συνθέτες, στιχουργούς και μουσικούς σε όλα τα είδη της ελληνικής σκηνής και αυτό είναι φυσικά θαυμάσιο. Τώρα σχετικά με την υπερπληροφόρηση του διαδικτύου και τον καταιγισμό των πληροφοριών, ναι, είναι γεγονός. Μπορείς όμως να βρεις από σκουπίδια έως και διαμάντια. Οι εποχές όμως δεν είναι αυθύπαρκτες, αλλά αλληλένδετες. Νέοι μουσικοί παίζουν με τους «παλιούς», ένας νέος στιχουργός γράφει ένα κομμάτι για κάποιον και συμμετέχει στη δουλειά του... κι έτσι συνεχίζεται η ιστορία. Υπάρχουν φυσικά και καλλιτέχνες που το κάνουν μόνοι τους από την αρχή και πολλές φορές κερδίζουν αμέσως το κοινό και τους συναδέλφους τους.
MG: Πώς αντιλαμβάνεστε την επιρροή του χρόνου στην αντίληψη της μουσικής και εν γένει της τέχνης; Είναι μήπως αναγκαία η πάροδος κάποιου χρόνου ώστε να εκτιμηθούν ευρέως ορισμένοι στιχουργοί;
ΓΜ: Ο ανθρώπινος χρόνος είναι πιο μικρός από το χρόνο του έργου. Αν αντιληφθούμε το έργο ως μία κουκκίδα στη σφαίρα του πολιτισμού ο χρόνος κινείται τόσο οριζόντια όσο και κάθετα μέσα σε αυτήν. Γνωρίζουμε πολλές περιπτώσεις στην ιστορία που ο ίδιος πολιτισμός ανακαλύπτει έργα του, παλιότερης εποχής, τα ξαναδιαβάζει και τα αντιλαμβάνεται εκ νέου. Ένα έργο μπορεί να μιλήσει στην εποχή του, μπορεί όμως και να χρειαστεί χρόνο για να «ακουστεί».
MG: Θα ήθελα να συνδέσω τις προηγούμενες ερωτήσεις και με τον ρόλο του ραδιοφώνου. Έχετε υπάρξει και (πειρατικός) παραγωγός στο παρελθόν. Ακούτε ακόμα ραδιόφωνο; Πώς σας φαίνεται η αντιστοίχιση μικρών ή/και ανεξάρτητων διαδικτυακών ραδιοφωνικών σταθμών με τους πειρατικούς εκείνης της εποχής;
ΓΜ: Ακούω καθημερινά ραδιόφωνο και δε νομίζω να πάψω να ακούω. Ακούω και διαδικτυακά. Στα αυτιά μου φτάνουν και τα δύο με τον ίδιο τρόπο. Η δική μου επιλογή είναι ποιο μεταξύ εκατομμυρίων θα επιλέξω. Το διαδικτυακό δεν μπορεί να είναι πειρατικό. Ο καθένας μπορεί να το κάνει αρκεί να πληρώσει τη συνδρομή του στην πλατφόρμα που θα το υποστηρίξει. Οι άνθρωποι που «κάνουν» ραδιόφωνο (είτε πειρατικό, είτε διαδικτυακό) έχουν και τους λόγους τους αλλά και τη γνώση του κοινού τους.
MG: Θα έλεγα πως πλέον το διαδικτυακό ραδιόφωνο είναι ένα αρκετά εύκολο χόμπι. Ωστόσο, πιστεύετε ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί μία προσπάθεια - ακούσια ίσως, ή τέλος πάντων όχι πάντα στρατηγικά σχεδιασμένη - να καλυφθούν κενά που προκύπτουν από τον τρόπο λειτουργίας του σύγχρονου συμβατικού ραδιοφώνου, δημόσιου και ιδιωτικού;
ΓΜ: Στο διαδίκτυο βρίσκεις μουσικές δισκοθήκες, όπως το Spotify, που ο καθένας στην ουσία μπορεί να κάνει τις επιλογές του δικού του ραδιοφώνου. Από την άλλη ένα ζωντανό ραδιόφωνο με παραγωγούς όλο το 24ωρο χρειάζεται αρκετά χρήματα για να υποστηριχθεί, οπότε και διαφημίσεις. Υπάρχουν σπουδαίοι καλλιτέχνες που δεν παίζονται στα ραδιόφωνα. Η εποχή που ζούμε είναι νομίζω μεταβατική στον τομέα αυτό.
MG: Ας επιστρέψουμε στον καινούργιο δίσκο. Η παραγωγή έγινε από τον Γιώργο Ανδρέου, με τον οποίο δουλέψατε εξ αποστάσεως λόγω των συνθηκών. Ξεκίνησε από νωρίς στη δημιουργική διαδικασία η συνεργασία αυτή; Η εξ αποστάσεως συνεργασία πώς σας φάνηκε; Κάποια από τα αρνητικά στοιχεία που επιφέρει το γεγονός ότι δεν βρίσκεστε στο ίδιο δωμάτιο είναι μάλλον προφανή. Βρήκατε κάτι θετικό στη διαδικασία αυτή, και γενικά στην εκ διαδικτύου συνεργασία, που θα κρατούσατε και για το μέλλον;
ΓΜ: Ο Γιώργος Ανδρέου είναι ένας από τους σπουδαίους συνθέτες της χώρας μας. Αγαπώ τα τραγούδια του. Είναι μεγάλος «χειριστής» του ήχου, ενορχηστρωτής και δεξιοτέχνης μουσικός. Ο Γιώργος ανέλαβε τον δίσκο στο σημείο που εγώ είχα τελειώσει με τις ηχογραφήσεις. Του έδωσα το ελεύθερο να κάνει ό,τι πιστεύει με τα κομμάτια μου. Του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη. Το αποτέλεσμα ήταν πέρα από τις δικές μου δυνατότητες. Ο Γιώργος μου παρέδωσε έναν δίσκο όπως δεν τον είχα φανταστεί.
MG: Ακούμε να ξεχωρίζουν τα πλήκτρα στο πρώτο, ομώνυμο τραγούδι, αλλά και νέι («Να ‘ξερες») και έγχορδα με δοξάρι («Θα Ξανανταμώσουμε»). Ποια ήταν η προσέγγιση που ακολουθήσατε στην ενορχήστρωση; Υπήρξαν μουσικές ιδέες ή όργανα που δεν πραγματοποιήθηκαν, είτε λόγω των δυσκολιών της καραντίνας είτε για άλλους λόγους;
ΓΜ: Σε αυτόν τον δίσκο αντιμετώπισα το κάθε κομμάτι ως ξεχωριστή οντότητα. Χειρίστηκα το καθένα με διαφορετικό τρόπο, δίχως κανένα ενδοιασμό, για τον αν θα έπρεπε να έχει έναν ενιαίο ήχο. Ήθελα το κάθε κομμάτι να έχει τη δική του ατμόσφαιρα και ο στόχος αυτός επετεύχθη. Χρησιμοποίησα κατά βάση ελληνικούς ρυθμούς με ένα πιο ανοιχτό, παγκόσμιο ηχόχρωμα.
MG: Στον δίσκο συμμετέχει και η Κορίνα Λεγάκη σε τρία τραγούδια. Σε κάθε προσωπική κυκλοφορία σας υπάρχει η παρουσία μιας γυναικείας φωνής. Πώς προέκυψε η συγκεκριμένη συνεργασία; Έχετε κάποιο σημαντικό κριτήριο για τις φωνές που συμμετέχουν στους δίσκους σας;
ΓΜ: Μου αρέσει να τραγουδώ με γυναίκες. Ο λόγος είναι πως θέλω μία φωνή κάπως υψίφων ώστε να μπορεί να τραγουδά πάνω από τη δική μου οκτάβα. Το κάθε τραγούδι είναι μία προσωπική κατάθεση, κάτι το ιερό. Η Κορίνα πήγε ακριβώς εκεί και τραγούδησε μαζί μου όπως το είχα φανταστεί. Είναι άλλωστε μία μεγάλη φωνή.
MG: Πώς προσεγγίζετε τη δική σας ερμηνεία; Τι ή ποιοι/ες σας εμπνέουν σε αυτό το κομμάτι; Ποια είναι η πιο ενδιαφέρουσα πρόκληση που αντιμετωπίζετε πίσω απ’ το μικρόφωνο;
ΓΜ: Δεν είχα ποτέ στο νου μου κάποια άλλη φωνή που ήθελα να της μοιάζω. Την ώρα της ηχογράφησης είναι η μόνη στιγμή που έχω την ευκαιρία να ακούσω τη δική μου φωνή. Κάθε φράση που ακούγεται από τα ηχεία πρέπει να εκφράζει το είναι μου, να ταράζει τον ψυχισμό μου.
MG: Το εξώφυλλο και τα σχέδια που εμφανίζονται σε κάθε τραγούδι (στο YouTube) είναι του Σταύρου Παναγιωτάκη. Δώστε μας, σας παρακαλώ, λίγες λεπτομέρειες για αυτό. Συμμετείχατε και εσείς ή οι στιχουργοί με ιδέες στο εικαστικό κομμάτι;
ΓΜ: Με τον Σταύρο Παναγιωτάκη είμαστε χρόνια φίλοι. Έχουμε συνεργαστεί και στο παρελθόν κάνοντας μία μουσική-εικαστική περφόρμανς στο ΜoMus (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης). Ο Σταύρος γνώριζε αυτά τα τραγούδια όταν ήταν ακόμα σε μορφή ντέμο, με μία κιθάρα και φωνή. Μερικά με άλλους στίχους ή άλλα ρεφρέν. Όταν ολοκληρώθηκε ο δίσκος του ζήτησα να κάνει το εξώφυλλο του άλμπουμ. Του έβαλα να ακούσει το άλμπουμ, του έδωσα τον τίτλο του δίσκου και των δέκα κομματιών και μου έδωσε πίσω τα έργα που βλέπετε.
MG: Ο δίσκος κυκλοφορεί από τη Formiggart, ψηφιακά για την ώρα. Να περιμένουμε και CD και LP; Ανά τα χρόνια οι προσωπικές δουλειές σας έχουν κυκλοφορήσει από ανεξάρτητες, σχετικά μικρές εταιρείες (Πολύτροπον, Μικρός Ήρως). Πώς βλέπετε την εξέλιξη τέτοιων δισκογραφικών τα τελευταία χρόνια; Έχετε σκεφτεί να δραστηριοποιηθείτε σε αυτό το κομμάτι ή να κυκλοφορείτε μόνος σας τις δουλειές σας;
ΓΜ: Περιμένουμε από το φθινόπωρο να κυκλοφορήσει και σε φυσικό φορέα. Η έκδοση και προώθηση ενός δίσκου απαιτεί μια ξεχωριστή δεξιότητα, θα το αφήσω στους ειδικούς.
MG: Υπάρχουν σχέδια για το άμεσο μέλλον; Να περιμένουμε καλοκαιρινές συναυλίες; Να ελπίζουμε σε ζωντανή παρουσίαση στο Καφωδείο και αντίστοιχους χώρους;
ΓΜ: Δεν έχω κλείσει ακόμα κάποια συναυλία για το καλοκαίρι. Ελπίζω όμως «να ξανανταμώσουμε» σύντομα με χαρά...
Οι φωτογραφίες του Γιάννη Μήτση είναι του Άγγελου Ζυμάρα, το εξώφυλλο του δίσκου σχεδιάστηκε από τον Σταύρο Παναγιωτάκη.