Τι παράξενη εποχή. Όχι τώρα με την πανδημία, δεν αναφέρομαι σε αυτή. Σκοτεινή και παράξενη ετούτη η εποχή, που τραγουδούσε ο Μούτσης. Μιλώ για τα χρόνια τα τελευταία (καμία δεκαπενταριά, δηλαδή) που τα social media μπήκαν δυναμικά στις ζωές μας και τις σάρωσαν. Προσοχή: δεν είναι νεογερίστικο το κείμενο αυτό, ούτε γεροντίστικο. Δεν πάω να πω, δηλαδή, το κακό που μας έκαναν τα μαραφέτια αυτά. Άλλωστε, έκαστος υπεύθυνος για τις πράξεις ή τις ... απραξίες του. Άλλο θέλω να πω εγώ.
Μέσα στα χρόνια της ζωής μου είχα την τύχη να δημιουργήσω (όχι μόνος μου, βεβαίως - it takes two to tango) σχέσεις πολύτιμες. Φιλικές, ερωτικές, συγγενικές, συναδελφικές κ.ο.κ. Κάποιοι έμειναν, οι πολλοί προσπέρασαν για άλλες πολιτείες, μερικοί μπαινοβγαίνουν και πάει λέγοντας.
Κοίτα, τώρα, τι συμβαίνει φίλτατε αναγνώστη μου (και θα σου συμβαίνει κι εσένα): οι πολύ αγαπημένοι, κάθε τόσο, θα πάρουν ένα τηλέφωνο που θα έχει για κεντρικό του θέμα και ερώτηση το κάτωθι:
- Τι έχεις; Είσαι καλά; Είδα αυτό που πόσταρες κι ανησύχησα.
Άλλες φορές:
- Το τελευταίο τραγούδι που ανέβασες ήταν θλιμμένο. Είσαι καλά;
Δεν θα σου γράψω ψέματα εδώ: αν το τραγούδι είναι θλιμμένο ή το post σε ανησύχησε, πιθανότατα κάτι έχω. Αλλά δεν θέλω να σου πω, τις πιο πολλές φορές. Κι ας συγκινούμαι από το ενδιαφέρον σου. Κι ας εκτιμώ το τηλεφώνημα σου. Δεν κάνω κι εγώ το ίδιο, βλέπεις.
Από την άλλη, όμως, φίλε μου καλέ κι αγαπημένε, παλιόφιλε, μήπως να αποδεχτούμε την κατάσταση μας; Μήπως να μην προσποιούμαστε ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, γιατί τίποτα δεν είναι όπως παλιά; Το λέει και η Λινά σε εκείνο το στίχο της: ... μου λέει αγάπη μου, η αγάπη δεν κρατιέται μ' ένα τηλέφωνο κι εκείνο βιαστικό.
Δεν πειράζει. Ή πειράζει και λίγο. Ή και πολύ. Και δεν βγάζω την ουρά μου απέξω. Ένοχος είμαι κι εγώ. Αλλά είμαι και διατεθειμένος να πληρώσω το (όποιο) τίμημα.
Γράφω εσχάτως μια φράση: δεν έχω κολλητούς, πια. Έχω παλιούς καλούς φίλους. Και δεν είναι κακό. Πολύτιμο είναι και αυτό. Δεν το έχουν όλοι.
Κάτι τελευταίο. Δεν θέλω να σου πω τι έχω, αν πράγματι έχω κάτι. Κι ας είναι ζωή κλεμμένη η ζωή που δε μοιράζεται.
Υ.Γ. Κάποτε, πριν χρόνια, έγραψα έναν ζαβό στίχο, από αυτούς που συνηθίζω και δεν μελοποιεί ποτέ κανένας (ούτε κι εγώ ο ίδιος). Τον παραθέτω κι αυτόν εδώ (μην κρίνετε ίνα μην κριθείτε):
Στο ακουστικό κρεμιέμαι
και φωνήεντα αρθρώνω
να ευχηθώ με ένα πόνο
μα κομπιάζω και κρατιέμαι
Οι εποχές έχουν αλλάξει
όλοι γράφουν δε μιλάνε
και τη σκούφια τους πετάνε
μην τυχόν και μπουν σε τάξη
Πάρε με στο τηλέφωνο τραγούδαγε ο Χιώτης
αν ζούσε σήμερα θαρρώ θα ήτανε ιππότης
γιατί στους χαλεπούς καιρούς αυτής εδώ της ζήσης
να γράφεις πρέπει γρήγορα αν θέλεις να κερδίσεις
Αν θέλεις να αναγνωριστείς από θεούς κι ανθρώπους
πρέπει να προσεταιριστείς όλους τους νέους τρόπους
αφή να πεις την όραση την ακοή σου πείνα
να σε οδηγεί στην αγορά μια αλλιώτικη ρουτίνα
Στο προφορικό τα χάνω
και κοιτάω να τη γλυτώσω
αποφεύγω να ενδώσω
πες ότι δεν έχω πλάνο
Θα θυμώσω καμιά στάλα
Θα φωνάξω και θα σπάσω
πληκτρολόγιο θα κάψω
και θα βγω να παίξω μπάλα