Ο θείος Μιλτιάδης γυμνός, πεσμένος στο πάτωμα. Σε κακή κατάσταση. Ημιθανής, θα λέγανε στα δελτία. Γύρω του ένα τεράστιο σπίτι να προσπαθεί να τον πλακώσει. Κι εκείνος, ιδεολόγος και υπερασπιστής της μοναξιάς, ενδεχομένως να αναθεωρεί την ύστατη αυτή ώρα όλα όσα τον έφτασαν ως εδώ.
Σε προειδοποιώ, φίλτατε αναγνώστη: το κείμενο που θα διαβάσεις (αν το επιλέξεις) είναι βαρύ για Κυριακάτικο. Συνεχίζεις, λοιπόν, με δική σου ευθύνη.
Πού είχα μείνει; Α, ναι.
Ο θείος Μιλτιάδης δεν έκανε οικογένεια. Ούτε φίλους έκανε. Ούτε παρέες. Ήθελε κι έμεινε μόνος ως το τέλος με αποκλειστική συντροφιά τα βιβλία του. Αυτά ήταν τα παιδιά του, αυτά και οι φίλοι του. Ελάχιστες κοινωνικές συναναστροφές, ακόμα και με εμάς, την οικογένειά του. Σεμνός, ευγενικός, πατροπαράδοτος, αλλά μόνος.
Αν με ρωτάς, τον έβρισκα πάντοτε γοητευτικό και θαρραλέο. Αντιλαμβανόμουν τις αποφάσεις του, αποδεχόμουν τις παραξενιές του κι εκτιμούσα την στάση του. Ίσως και να τη ζήλευα λίγο. Βλέπεις, συνοδευόταν από ένα ιδιαίτερο ταλέντο με τρομερή κλίση προς τη γνώση. Ήξερα, όμως. Όπως, είμαι βέβαιος, ότι ήξερε κι εκείνος.
Πρώτα ήρθε η ηλικία. Το γήρας. Αργότερα, ήρθε η οικονομική κρίση. Κι ύστερα, μια αρρώστια. Κι έπειτα, η πανδημία. Ο θείος Μιλτιάδης έπρεπε να τα αντιμετωπίσει μόνος του. Να υποστηρίξει την ιδεολογία και την επιλογή του. Είχαν αρχίσει τα δύσκολα. Τα πιο δύσκολα από όλα.
Μέσα στην πανδημία, τον καύσωνα και τις φωτιές, η ανιψιά του τον βρήκε πεσμένο στο πάτωμα. Κι εκείνος, παραδόθηκε αμαχητί στη φροντίδα της, δίχως να έχει καλά - καλά τις αισθήσεις του. Θα τα σκέφτεται όλα αυτά στο νοσοκομείο που βρίσκεται. Πώς θα τα σκέφτεται, όμως; Ως νικητής ή ως ηττημένος; Έχει καμία σημασία η νίκη και η ήττα σε αυτή τη φάση;
Καλά να είναι, τηρουμένων των αναλογιών, ο θείος Μιλτιάδης, μου πυροδότησε μια σκέψη.
Τι κάνεις αν διαγνωσθείς με μια ασθένεια που - αργά ή γρήγορα - θα σε «στείλει»; Τι κάνεις, ειδικά αν είσαι μόνος στη ζωή; Τραβάς την πρίζα όσο προλαβαίνεις να το κάνεις από μόνος σου; Ή ελπίζεις μιαν ελπίδα μάταιη που μοιραία θα σε καταστήσει «καταπατητή» της ιδεολογίας σου;
Μεγαλώνουμε και πορευόμαστε ως το τέλος ξεπερνώντας, μικρές ή μεγάλες, ασθένειες και στραπάτσα. Πώς φερόμαστε, όμως, μπροστά στην τελευταία «γρίπη»;
Τι σου λέω Κυριακάτικα; Κι έξω έχει καιρό για βόλτες. Παράτα με και κάνε τη δική σου. Εγώ θα σκέφτομαι ανελέητα ως το τέλος. Το έχω πλέον καταλάβει/αποδεχτεί.
Βάλτε να πιούμε.