[από την Ευδοξία Μπινοπούλου]
Όταν ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Πέτρος Μάρκελλος πεθαίνει σε ατύχημα, μια κίτρινη μυθολογία φουντώνει σχετικά με την προσωπική του ζωή και δεν επιτρέπει στην ερωμένη του να αντιμετωπίσει την απώλεια. Αποτυχημένη ηθοποιός, η Ευρυδίκη Καραντώνη ζούσε στη σκιά του και, μέσα στην απελπισία της, βρίσκει διέξοδο σε μια τραγελαφική σταυροφορία υπεράσπισης του νεκρού. Δημιουργεί μια ιστοσελίδα και διηγείται το χρονικό του δεσμού τους αλλάζοντας τα γεγονότα με ωραιοποιημένες αφηγήσεις. Σταδιακά, χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα και πείθεται ότι το φάντασμα του Μάρκελλου βρίσκεται σπίτι της. Προβάλλει στο Ίντερνετ την καθημερινότητά της και ζητά από τους θεατές να αναζητήσουν μαζί της το φάντασμα. Το γελοίο κυνήγι μιας σκιάς θα εκτραπεί επικίνδυνα όταν κάποιος, που θεωρεί ότι η μετάδοση απευθύνεται σ’ αυτόν, αποφασίζει ν’ ανταποκριθεί στην πρόσκληση της Ευρυδίκης και να τη σώσει από τη μοναξιά και τη δυστυχία της.
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου «Η ερωμένη και η σκιά της», ο Κυριάκος Μαργαρίτης και η Ευδοξία Μπινοπούλου συζητούν για τις τεθλασμένες οδούς της επιθυμίας, για τον κανιβαλισμό της τηλεόρασης, για την έμπνευση που δε γνωρίζει χρόνο, και αποφεύγουν επιμελώς να μιλήσουν για την Κύπρο.
Αγαπητέ Κυριάκο, δεν είσαι ούτε καν τριάντα, έτσι; Και με τι θράσος έρχεσαι σε μια χώρα όπου τα κυπριακά ηχούν στ’ αυτιά μας κάπως σαν σουαχίλι, εκδίδεις έντεκα βιβλία μέσα σε δέκα χρόνια και συνεχίζεις ακάθεκτος; Κι αυτό σ’ το λέω ως φαν σου και όχι ως επιμελήτρια, άρα αναγκαστική αναγνώστρια, των βιβλίων σου.
Αγαπητή Ευδοξία, επειδή έχω καλομάθει στα «αγαπημένε συγγραφέα» και επειδή μας βλέπουνε, λέω να αφήσουμε τα «αγαπητέ/ή» για μια χειρότερη μέρα. Κατά τ’ άλλα και όσο κι αν εσύ διαφωνείς, είμαι υποχρεωμένος να δηλώσω «ποια τριάντα;» – μέχρι αυτό τον Ιούλιο, εγώ θεωρώ ότι δεν είμαι καν είκοσι εννιά. Το θράσος μου, από την άλλη, είναι κατά πολύ γηραιότερο – κι έτσι πρέπει να είναι: μ’ αυτό ξεκινάς ώσπου να έρθουν όλα τα άλλα και μ’ αυτό αντέχεις ακόμα όταν όλα τ’ άλλα χαθούν. (Δικό μου αυτό, γράψ’ το.) Επίσης, είσαι λιγουλάκι υπερβολική με τα σουαχίλι και τα σχετικά, μπορεί να χάνεται καμιά συλλαβή στην εκφορά αλλά, γενικά μιλώντας, μια χαρά συνεννοούμαστε, συχνά με νοήματα ή με ακόμα καλύτερες κινήσεις. Κι από πού κι ως πού βρίσκεις ότι συνεχίζω ακάθεκτος; Μάλλον καχεκτικός συνεχίζω – αλλά συνεχίζω κι αυτό έχει σημασία: Δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω, είπε ο Μπέκετ. Και συνέχισε.
Εντάξει λοιπόν, αγαπημένε συγγραφέα, δε σου χαλάω χατίρι. Επίτρεψέ μου όμως να διαφωνήσω. Αν η συγγραφή σε έκανε καχεκτικό, τώρα θα είχες εξαϋλωθεί... Τέλος πάντων. Για πες μου τώρα κάτι άλλο: αυτή η άμοιρη η Ευρυδίκη γιατί κυνηγάει τη σκιά της;
Θα απαντήσω αφού πάρω το εξαϋλωμένο και φασματικό συγγραφικό μου υφάκι – λοιπόν: Δεν ξέρω αν το έκανες επίτηδες, αλλά αυτή η απείρως κοινότοπη έκφραση «κυνηγά τη σκιά της» είναι όλο το κείμενο. Κι αυτό είναι καλά νέα, έχω αγωνία να γίνομαι κοινότοπος· στους κοινούς τόπους συναντιούνται οι άνθρωποι, κατά τα άλλα χωρίζουν και χάνονται. Πίσω στο θέμα, όμως, που ευτυχώς μας περιμένει υπομονετικά και δε σηκώνεται να φύγει. Η Ευρυδίκη, λοιπόν, κάνει ακριβώς αυτό, κυνηγά τη δική της σκιά και όχι το φάντασμα του νεκρού εραστή της – ας έχει πείσει τον εαυτό της ότι ο νεκρός είναι το ποθούμενο. Θυμάσαι αυτά που λέγαμε στην επιμέλεια: στον πυρήνα του κειμένου βρίσκεται ο μηχανισμός της ερωτικής –και κάθε άλλης– επιθυμίας.
Η Ευρυδίκη δεν ποθεί τον αγαπημένο που χάθηκε αλλά τον εαυτό της έτσι όπως κατασκευαζόταν μέσα από τα μάτια του νεκρού. Κατά κάποιον τρόπο, λαχταρά τον προσωπικό της μύθο. Δεν μπορεί να πενθήσει γιατί αυτό που έχασε δεν το είχε ποτέ, και αυτό που πραγματικά επιθυμεί δεν το υποψιάζεται ακόμα. Η Ευρυδίκη δεν έχει πρόσωπο, δεν είναι αυθεντική – ποτέ δεν ήταν, απλώς συντηρούσε έναν επινοημένο εαυτό μέσα από τη σχέση με τον εραστή της. Η επιθυμία της είναι σκέτα αυτάρεσκη, όπως είναι οι περισσότερες επιθυμίες των ανθρώπων. Ο θάνατος του Πέτρου τής στέρησε το προσωπείο που είχε ανάγκη για να ζει και αναζητώντας το φάντασμά του δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να κυνηγά τη δική της σκιά. Θα τη συναντήσει στο τέλος και θα λυτρωθεί οριακά. Για την ακρίβεια, η λύτρωση αρχίζει μετά το τέλος του κειμένου. Βλέπεις, κατά τη γνώμη μου, κάθε αυθεντικό μυθιστόρημα αρχίζει μετά την τελευταία του σελίδα. Δεν ξέρω αν συμβαίνει αυτό με την Ερωμένη, θα το ήθελα πάντως.
Χα χα, με τη διάθεση να το κανιβαλίσω (διόλου σπάνια), ένα καλό μυθιστόρημα είναι δηλαδή κάτι σαν ελληνική ταινία; Όπου όλα τελειώνουν με ένα γάμο αλλά –φευ– στην πραγματικότητα ύστερα από αυτόν αρχίζουν όλα; (Μόνο που ξεφεύγουν πια από την κωμωδία...)
Εν πάση περιπτώσει, για να σταθώ λίγο σε αυτό που είπες για τον «προσωπικό μύθο»: σαν να λέμε, live your myth through internet? Ευκολάκι, έτσι; Θέλω να πω, η ψηφιακή πραγματικότητα προσφέρει τόπο για πολλούς πολλούς μύθους.
Ο κανιβαλισμός είναι το αγαπημένο μου από τα χόμπι σου, το ξέρεις αυτό. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι ένα βικτοριανό μυθιστόρημα είναι κάτι σαν ελληνική ταινία. Ένα καλό μυθιστόρημα είναι καλύτερο από όλες τις ταινίες του κόσμου – ευτυχώς.
Για το ζήτημα του ίντερνετ, ας πω εξαρχής ότι δεν πάω να ασκήσω κριτική στο μέσο για δύο βασικούς λόγους – ο πρώτος: Κοίτα πού γίνεται αυτή η συζήτηση... Ο δεύτερος: Ασκώ κριτική σε ό,τι έχει νόημα και το ίντερνετ είναι η μεγαλύτερη ανοησία που κατακτήσαμε (αυτή είναι η λέξη) ως ανθρωπότητα. (Πολύ μ' αρέσει όταν γίνομαι απόλυτος.) Τέλος πάντων.
Πίσω στο μυθιστόρημα, η Ευρυδίκη χρησιμοποιεί το ίντερνετ για ένα λόγο που η ίδια αγνοεί. Η λέξη-κλειδί είναι: θέαμα. Το ίντερνετ καταφέρνει να θεαματικοποιεί την πραγματικότητα –και έτσι να την ακυρώνει– σε ολοκληρωτικό βαθμό. Η Ευρυδίκη το χρησιμοποιεί για να βιώσει το μεγάλο της ψέμα. Βλέπεις, μόνο η αλήθεια μπορεί να βιωθεί μοναχικά, ακριβώς επειδή είναι βαθύτατα κοινωνική και οικουμενική – καταργεί τη μοναξιά ακόμα και την ώρα της πιο τρομερής απουσίας. Το ψέμα, άκρως εγωκεντρικό και ατομικιστικό, αυτιστικό σχεδόν, προϋποθέτει την παρουσία κοινού, απρόσωπων ατόμων που θα τα πείσεις για να πείσεις τον εαυτό σου. Το ίντερνετ προσφέρει ακριβώς αυτό το κοινό και καθιστά εφικτή την επαφή με μια αμεσότητα που εμένα μου φαίνεται σχεδόν χυδαία, αν-ερωτική και τελείως μη ανθρώπινη.
Καλά, καλά, ας μη γινόμαστε χυδαίοι. Εντάξει, σχεδόν με έπεισες. Ως ορκισμένη οπαδός του ίντερνετ, πάντως, θα πω για εκατομμυριοστή φορά ότι σου δίνει τη δυνατότητα να ορίσεις εσύ τι είδους επαφή θα επιδιώξεις. Και όχι, η επαφή –που δείχνει άμεση, ή τέλος πάντων έχει μια άλλη αμεσότητα, αυτή που σου δίνεται επειδή κρύβεσαι πίσω από μια φωτεινή οθόνη (το 'πιασες το οξύμωρο, ε; Σιγά μην το άφηνες)– δεν μπορεί να συγκριθεί με την επαφή over a coffee ή, όπως θα έλεγες εσύ, της μπάρας. Εξού και δε δέχομαι το επιχείρημα «μα γιατί να γίνουμε φίλοι στο facebook? Ας βγούμε για έναν καφέ να τα πούμε». ΔΕ θέλεις να βγεις για καφέ με όλο τον κόσμο. Τουλάχιστον εγώ, πες με ακοινώνητη. Το διαδίκτυο σου δίνει την ευκαιρία μιας ανώδυνης κοινωνικοποίησης, αυτό. Όταν βέβαια τα όρια συγχέονται, έχουμε τα φαινόμενα Νικόλα Σπανού.
Ο οποίος... Αυτός, πάλι, τι ζόρι τραβάει, βρε Κυριάκο; Κάτι μου λέει ότι αν η Ευρυδίκη έχει πνίξει την επιθυμία της στην αυταρέσκεια, ο Νικόλας την έχει χάσει από χέρι.
Έλα τώρα, βρε Ευδοξία, ξέρεις τι εννοώ, δεν είναι θέμα ηθικολογίας. Η χυδαιότητα και η προστυχιά της Ομορφιάς είναι πανάκριβη, γι' αυτό είναι λίγο αποκαρδιωτικό που τα έχουμε μπερδέψει όλα –τις λέξεις και το φορτίο τους– για χάρη μιας πρόχειρης φτήνιας. Κι επειδή μ' αρέσει να λέμε ένα εκατομμύριο φορές τα ίδια πράγματα, συμφωνώ με την ανώδυνη κοινωνικοποίηση – αλλά γιατί να μας νοιάζει κάτι τέτοιο; Η κοινωνία με και, κυρίως, στον άλλο οφείλει να είναι οδυνηρή, λυπημένη και χαρούμενη και πολύ άγρια, έως τέλους. Αλλιώς δεν έχει νόημα. Και για να πάω πάλι στο μυθιστόρημα, κράτα μόνο αυτό: γιατί να ανταλλάσσεις ατάκες στο facebook με έναν τύπο με τον οποίο δε θα πήγαινες ούτε καν για έναν καφέ; Κρίμα δεν είναι; Δε μας περισσεύει και τόσος χρόνος εδώ πέρα... Σε κάθε περίπτωση, περί ορέξεως, Jack Daniel's και πάω πάσο.
Πίσω στο κείμενο, η επιθυμία του Νικόλα είναι όντως πιο περίπλοκη σε σχέση με την Ευρυδίκη. Ισχύει και εδώ ο χαμένος –ανέκαθεν– εαυτός, το χαμένο αυθεντικό πρόσωπο. Και οι δυο το επιθυμούν. Και οι δυο το αναζητούν με τρόπους αν-αυθεντικούς – είναι ειρωνεία, αλλά αυτό ισχύει και για τους περισσότερους από εμάς, κατά τη γνώμη μου. Ο Νικόλας είναι, ας πούμε, μια ακραία περίπτωση ανθρώπου που έχει εμπλακεί στον φαύλο μηχανισμό της μιμητικής επιθυμίας – βλέπε Ρενέ Ζιράρ κτλ. Ο Νικόλας, με το σκοτεινό παρελθόν και την ταυτότητα που δεν μπορεί να αντέξει, επιλέγει ασύνειδα να επινοήσει τον εαυτό του κατά το πρότυπο του Πέτρου Μάρκελλου. Αυτό παροξύνεται προοδευτικά και, τελικά, ο Νικόλας οικειοποιείται το πρόσωπο του νεκρού. Δεν είναι καμιά περίπτωση διχασμένης προσωπικότητας, τίποτα τέτοιο. Πιστεύει πραγματικά ότι είναι ο Πέτρος και επιδιώκει να ολοκληρώσει τη μεταμόρφωση πλησιάζοντας την Ευρυδίκη. Το απλουστεύω λίγο αλλά μπορεί να πει κανείς ότι ο άνθρωπος είναι η επιθυμία του και, από αυτή την άποψη, αν ο Νικόλας θέλει να είναι ο Πέτρος, είναι υποχρεωμένος, σχεδόν νομοτελειακά, να επιθυμεί την επιθυμία του Πέτρου – να επιθυμεί την Ευρυδίκη. Στην πραγματικότητα, η τελευταία δεν είναι το αντικείμενο του ερωτικού πόθου για τον Νικόλα. Γι' αυτόν, η Ευρυδίκη δεν είναι παρά ένας διαμεσολαβητής. Μέσα από αυτήν, ο Νικόλας αναζητά το πραγματικό αντικείμενο του πόθου το οποίο, στα όρια μιας νεκρόφιλης ομοφυλοφιλικής εκτροπής, είναι ο ίδιος ο Πέτρος – η σκιά ή το φάντασμά του.
«Η ζωή μου αντί για κύκλος τριγωνάκι σκαληνό»... Για να μνημονεύσουμε και τον αγαπημένο, μακαρίτη πλέον, Νίκο Παπάζογλου.
Προσφιλές θέμα τα τρίγωνα, ε; Λογοτεχνία, κουτσομπολίστικος Τύπος... όλοι συναντώνται εκεί.
Ναι... Πρώτα ο Ρασούλης, τώρα ο Παπάζογλου, σαν να ξεκληρίζεται ένας υπέροχα καρναβαλικός θίασος. Αμηχανία, καμιά φορά είναι ισχυρότερη ακόμα κι απ' τη λύπη για όλα αυτά.
Όσο για τα τρίγωνα, σκέφτομαι ότι η γεωμετρία της ζωής μας είναι ενίοτε ιδιαιτέρως αιχμηρή. Διαφωνώ, όμως, για τη συνάντηση, μοιάζει να είναι έτσι αλλά γι' αυτό ακριβώς πρέπει να έχουμε κατά νου τις διαφορές. Οι κιτρινιάρηδες του Τύπου κουτσομπολεύουν χωρίς να έχουν καν εκείνη τη ρωμαλέα και, ενίοτε, αθώα ηλιθιότητα της συνοικιακής Κατίνας. Η λογοτεχνία κουτσομπολεύει μόνο με τον Άνθρωπο επειδή μπορεί να κουτσομπολεύει διαρκώς με τον Θεό. Βαρύγδουπο αλλά δεν μπορεί να είναι όλα ανάλαφρα, θα παραήταν βολικό και, βέβαια, αφόρητα βαρετό...
Η προσευχή είναι το κουτσομπολιό της αιωνιότητας. Και η λογοτεχνία, στις πιο καλές της στιγμές, δε διαφέρει και πολύ από την προσευχή. Ερωτόλογα –αληθινά– δίχως κανένα τέλος.
Χμμ. Παύση αμηχανίας γιατί, σπάνιο φαινόμενο, δε διαφωνώ σε τίποτα.
Θα επιμείνω όμως στον κιτρινιάρικο Τύπο (με κεφαλαίο, δεν αναφέρομαι σε κανέναν συγκεκριμένο τύπο, μη μας σκάσουν και μηνύσεις). Κι αυτό διότι, ως «παιδί» της πρώτης, ουσιαστικά, αστικής γενιάς (πόσοι έχουμε γονείς οι οποίοι μεγάλωσαν σε αστικό περιβάλλον; Ελάχιστοι) αισθάνομαι τρομερή αμηχανία (να την πάλι) απέναντι στο κουτσομπολιό – είτε αθώα ηλιθιώδες είτε κακοπροαίρετα φτηνό. Και ως μέλος μιας απελπιστικά μικρής και αλλόκοτης ομάδας, διαθέτω μια τηλεόραση που λειτουργεί αποκλειστικά ως επιφάνεια αναγκαστικού ξεσκονίσματος.
Κι έτσι περνάμε από τους καρνάβαλους στους κανίβαλους. Γιώργος και Γεωργία, στο μυθιστόρημα (τυχαίο; Δε νομίζω).
Ε, κάπου έπρεπε να συμφωνήσουμε, αλλιώς δε θα είχε νόημα να διαφωνούμε, αγαπημένη μου επιμελήτρια.
Ξέρεις, μας διαφεύγει η φρίκη του κουτσομπολιού, το έχουμε καταχωρίσει ως μια αφελή αλλά όχι και τόσο φοβερή συνήθεια και το προσπερνούμε αδιάφορα. Στην πραγματικότητα, τίποτα πιο κοντινό στο φόνο δεν υπάρχει από το κουτσομπολιό. Ο αργός λόγος, η κατάκριση, η καταλαλιά. Όλα αυτά συνιστούν –και συνίστανται στο– κουτσομπολιό. Σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο και δεν το παίρνουμε χαμπάρι. Είναι ανατριχιαστικό να σκεφτείς ότι δύο ή περισσότεροι άνθρωποι συναντιούνται μόνο και μόνο για να κατηγορήσουν ή να σχολιάσουν ή να εμπαίξουν έναν άλλο. Και ξέρεις, η κορυφαία στιγμή κουτσομπολιού στην Ιστορία δεν είναι άλλη από αυτή που ζήσαμε πρόσφατα.
Μιλάω, φυσικά, για τη Σταύρωση.
Ακριβώς αυτό είναι το κουτσομπολιό και η αναγωγή του σε θεσμό μέσω του Τύπου είναι ένα από τα πιο ηλίθια νεοελληνικά επιτεύγματα. Αναφέρομαι και στην έντυπη μορφή, άλλωστε ξέρεις ότι τις εφημερίδες τις θεωρώ σπαταλημένο χαρτί, έξω από απειροελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτό, όμως, που συμβαίνει με την τηλεόραση είναι για γέλια και για κλάματα. Ο Γιώργος και η Γεωργία του κειμένου είναι αυτά τα ουδέτερα εξωγήινα πλάσματα, οι άνθρωποι της τηλεόρασης και των ειδήσεων, οι χαζοχαρούμενοι ηθικολόγοι των σατιρικών εκπομπών, οι κουτσομπόληδες των παραθύρων που αντικατέστησαν τα μπαλκόνια της κυρα-Κατίνας...
(Με πνίγει το δίκιο μου, ε; Τέλος πάντων, το κόβω εδώ γιατί θα μας κόψει η λογοκρισία αν συνεχίσω.)
Αντί επιλόγου, δυο σύντομα σχόλια που σ’ τα έχω ξαναπεί: 1. Η ζωή μας δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με την επικαιρότητα, αυτό το μέγα ψέμα. Είμαστε ανεπίκαιροι και γι' αυτό είμαστε διαρκώς καίριοι – άρα: σημαντικοί, γεμάτοι νόημα. Μιλάω για όλους τους ανθρώπους του κόσμου. 2. Όταν ο Παύλος Νιρβάνας ετοιμάστηκε να φωτογραφίσει τον Παπαδιαμάντη πριν από έναν αιώνα στη Δεξαμενή, εκείνος συναίνεσε απρόθυμα αλλά δεν παρέλειψε να τονίσει –μιλώντας στα γαλλικά– ότι: «Δεν πρέπει να διεγείρουμε την περιέργεια του κόσμου». Πες το αυτό στους γελαστούληδες της TV για να γελάσουμε κι εμείς λίγο πιο ανθρώπινα, επιτέλους. Η ζωή είναι πολύ πιο συναρπαστική, χαρμολυπημένη και ερωτική απ' όσο μας την πλασάρει κάθε βράδυ ο τύπος του Τύπου.
Ηθικό δίδαγμα: Να μην είμαστε αμήχανοι με τα μηχανεύματα του κουτσομπολιού. Να το χλευάζουμε και, βέβαια, να χλευάζουμε και τον εαυτό μας – γιατί όλοι συμμετέχουμε σ' αυτή την καθημερινή σταύρωση της Αλήθειας, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Στάσου, στάσου (μύγδαλα). Άλλον επίλογο επιθυμούσα, πριν από τις ευχές για αληθινή ανάσταση (έστω και μετά την Ανάσταση). Δώσ’ μου μια απάντηση σε αυτό: Μου φαίνεται ότι, από την εφηβεία σου και μετά, όπου άρχισες να γράφεις, η έμπνευση δε σε εγκαταλείπει ποτέ. Υπάρχουν στιγμές δίχως αυτή; Κι αν όχι (που αυτό υποψιάζομαι)... πώς το κάνεις;!
Θα προτιμούσα ένα μπολάκι με τα ωραιότατα φιστικάκια της αγαπημένης μου παμπ την οποία καλά γνωρίζεις αλλά συμβιβάζομαι και με ένα μυγδαλάκι – προσώρας.
Λοιπόν, χαίρομαι που μου δίνεις την ευκαιρία να ξαναγίνω κοινότοπος. Το ταλέντο και η έμπνευση είναι δυο λέξεις που, όπως και η εξυπνάδα, έχουν ελάχιστη σχέση με την τέχνη. Πάντως, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει έμπνευση, τότε σίγουρα δεν είναι αυτό που κάθεσαι και περιμένεις να «σου έρθει», αλλά αυτό που τσακίζεσαι και το βρίσκεις και το φέρνεις στο γραφείο σου για να γίνει καμιά δουλειά της προκοπής. Αυτή η λέξη –δουλειά– είναι η μόνη που μας ενδιαφέρει – ο Ροντέν το είχε πει πολύ πιο όμορφα αλλά δε θυμάμαι την ακριβή διατύπωση.
Όσο για το «πώς το κάνω», μου φαίνεται ότι ο καθένας έχει τον τρόπο του. Η περίπτωσή μου ίσως έχει λίγο περισσότερη πλάκα γιατί από τα δώδεκα ή κάπου εκεί και το πρώτο επικολυρικό μου ρομάντζο γράφω non-stop και δε σχεδιάζω να σταματήσω στο κοντινό μέλλον – με άλλα λόγια, αν όλα πάνε καλά και δε φάω κι άλλες εκδοτικές χυλόπιτες, ετοιμάσου να επιμεληθείς κάμποση φλυαρία ακόμα.
Χωρίς αστεία (χμ) η γραφή είναι ο οικείος μου τρόπος να υπάρχω μαζί με όλους τους άλλους ανθρώπους, αυτή μετρά τη δική μου συμμετοχή σε ό,τι αποκαλώ (πολύ συμβατικά) κοινό ανθρώπινο γίγνεσθαι. Επομένως, το «writer’s block» θα ισοδυναμούσε με πνιγμό, είναι κάτι που μου φαίνεται τελείως αδιανόητο και, ευτυχώς, δεν ξέρω πώς είναι, δεν το έχω ζήσει ποτέ εδώ και δεκαπέντε χρόνια και δεν το φοβάμαι καν, είμαι βέβαιος –μια από τις ελάχιστες βεβαιότητές μου– ότι δε θα μου συμβεί. Φοβάμαι το ενδεχόμενο να φτηνύνω τις λέξεις, να προδώσω την αρχική σύλληψη, να γράψω άσχημα, αλλά δε φοβάμαι το ενδεχόμενο να μην μπορώ να γράψω.
Η μεγάλη μου αγωνία είναι να προλάβω να γράψω αυτά που έχω κατά νου. Και σ’ το έχω πει ότι όλα τα κείμενα τα έχω σκεφτεί εδώ και χρόνια, τώρα απλώς τα αφήνω να μπουν σε σειρά προτεραιότητας και γράφω αυτό που κάθε φορά πιέζει περισσότερο να γραφεί. Κάπως έτσι μου δίνεται –γιατί δωρεά είναι, μη γελιόμαστε– η ευλογία να ισορροπώ ανάμεσα σε ιδιοσυγκρασιακή παρόρμηση και αυστηρά πειθαρχημένη καθημερινή εργασία ή ανάμεσα σε βίωμα και μυθοποιητικό πέρασμα στη γραφή ή, κυρίως και πάνω απ' όλα, ανάμεσα σε Λόγο και λόγια.
Αυτό το τελευταίο ας κρατήσουμε για επίλογο – νομίζω ότι θα συμφωνήσεις. Δεν είναι δικό μου, ανήκει σε ένα μεγάλο συμπατριώτη μου ποιητή, τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη – εγώ έχω κάνει μόνο ορισμένες παρεμβάσεις. Σε ένα κείμενό του, λοιπόν, ο Χαραλαμπίδης επισημαίνει το εξής πολύτιμο: Λένε ότι οι άγιοι κάνουν το Λόγο σάρκα. Οι λογοτέχνες κάνουν το ίδιο και ανόμοιο, κάνουν το Λόγο λόγια κι έτσι μπορούμε ακόμα να μιλάμε για τον Θεό και να μιλάμε με τον Θεό – να μιλάμε με την Αγάπη.
Έτσι ζει στ' αλήθεια ο άνθρωπος και το μυθιστόρημα, Ευδοξία, δεν είναι υπόθεση λέξεων, πλοκής, διδαγμάτων, απόψεων ή ιδεών, το μυθιστόρημα είναι υπόθεση ζωντανών ανθρώπινων προσώπων. Αυτό αναζητούμε όλοι εμείς που γράφουμε και διαβάζουμε και που είμαστε όλοι οι άνθρωποι του κόσμου. Αναζητούμε τα χαμένα αγαπημένα μας πρόσωπα, το δικό μας και των υπολοίπων, για να συναντηθούμε και να γιορτάσουμε επιστρέφοντας σε έναν τόπο τελείως, απόλυτα κοινό.
Κι ευτυχώς δεν υπάρχει τίποτα πιο κοινότοπο από την Αγάπη.
Κυριακός Μαργαρίτης - Εκδόσεις Ψυχογιός