Ο Μιχάλης Καλκάνης με το σχήμα του, Mihalis Kalkanis Group, κυκλοφόρησε πρόσφατα τον καινούργιο του δίσκο, "Emotions", με την ετικέτα της United We Fly. Το σχήμα αποτελείται από τον ίδιο, τον αδερφό του, Χρήστο Καλκάνη, στο κλαρινέτο, τον Ορέστη Μπενέκα σε πιάνο, πλήκτρα και λούπες, τον Λευτέρη Ανδριώτη στη λύρα και τον Βασίλη Μπαχαρίδη στα κρουστά. Ο δίσκος δεν εκτείνεται πολύ στον χρόνο, διαρκώντας μόλις 40', αλλά προλαβαίνει να αγγίξει πολλούς ήχους και μελωδίες καταλήγωντας να είναι ένα μεστό αποτέλεσμα που ακούγεται απολαυστικά. Εμείς συζητήσαμε με τον συνθέτη και μουσικό για τα συναισθήματα που χώρεσε ο δίσκος, τη ζωντανή ηχογράφηση στο Μέγαρο Μουσικής, την προσέγγισή του στα διαφορετικά όργανα που παίζει και διάφορα άλλα. Διαβάστε όσα μας είπε και ακούστε τον δίσκο παρακάτω.
MixGrill: Καλημέρα σας! Πού και πώς σας βρίσκουμε αυτό το καλοκαίρι, έναν περίπου μήνα μετά την κυκλοφορία του καινούργιου δίσκου; Χωράνε διακοπές ή προετοιμάζονται ζωντανές παρουσιάσεις και άλλες δραστηριότητες;
Μιχάλης Καλκάνης: Με βρίσκετε στην Αθήνα προς το παρόν, για λίγες μέρες ακόμη όμως... Προς το παρόν σχεδιάζουμε την παρουσίαση του δίσκου ή οποία θα είναι ίσως και μέσα στον Σεπτέμβριο. Κάποιες μέρες διακοπών θα χωρέσουν σίγουρα πάντως, τις περιμένω πώς και πώς όπως όλοι μας νομίζω!
MG: Τα οκτώ κομμάτια ηχογραφήθηκαν ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Ισχύει η υπόθεσή μου πως η ζωντανή ηχογράφηση ήταν στα σχέδια σας εκ των προτέρων; Ο συγκεκριμένος χώρος πώς προέκυψε; Χρειάστηκε να προσπαθήσετε πολύ για να τον «κλείσετε»;
Μ.Κ.: Ο βασικός στόχος του δίσκου ήταν να αποτυπώνει το ταξίδι του σχήματος από τις μέχρι τώρα ζωντανές εμφανίσεις, οπότε θέλαμε και η ηχογράφηση να είναι αντίστοιχα ζωντανή. Όπως και να έχει σε αυτού του είδους τη μουσική η οποία έχει και αυτοσχεδιαστικά στοιχεία, το interaction των μουσικών «επιβάλλει» με κάποιο τρόπο τη ζωντανή ηχογράφηση.
Το καλοκαίρι πριν την ηχογράφηση του δίσκου είμασταν για δέκα μέρες στο Μέγαρο για πρόβες προετοιμάζοντας την παράστασή μας στη Μικρή Επίδαυρο. Εκείνες τις μέρες τις θυμάμαι πολύ όμορφα, πήγαινα κάθε μέρα πρωί-πρωί, πριν ξεκινήσει η πρόβα και μελετούσα με τις ώρες. Ήταν μια πολύ όμορφη αίθουσα, ήθελα να βρίσκομαι εκεί όλη μέρα παίζοντας μουσική. Έτσι όταν ήρθε η στιγμή να πάρω την απόφαση για το πού θα γίνει η ηχογράφηση του δίσκου, το Μέγαρο ήταν ήδη στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Δεν ήταν εύκολη και απλή επιλογή, θα μπορούσαμε να επιλέξουμε ένα στούντιο ηχογράφησης όπως συνήθως. Θυμάμαι να είμαι δέκα μέρες στα τηλέφωνα και τα email μέχρι να το κλείσω. Αλλά άξιζε τον κόπο. Η επίδραση του χώρου είναι νομίζω εμφανής στον ήχο του δίσκου και χαίρομαι πολύ για αυτή την επιλογή εκ των υστέρων. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον καλλιτεχνικό διευθυντή του Μεγάρου κ. Γιάννη Βακαρέλη για την πολύ θετική του διάθεση η οποία βοήθησε πολύ σε αυτό το εγχείρημα.
Η δύση κι η ανατολή στις νέες συνθέσεις...
MG: Έχουν περάσει λίγα χρόνια από τη δημιουργία της ομάδας που απαρτίζει το Group. Είχατε συνεργαστεί και νωρίτερα με τους συγκεκριμένους μουσικούς (εξαιρώντας φυσικά τον αδερφό σας); Προϋπήρξε η ομάδα ως παρέα ή επιλέξατε τους μουσικούς με βάση τα όργανά τους και την αισθητική που θέλατε να πετύχετε;
Μ.Κ.: Ναι με τον αδερφό μου παίζουμε παρέα από 10-11 χρονών είναι η αλήθεια... Φυσικά ο κάθε ένας μας κάνει και τα δικά του project. Ο Χρήστος για παράδειγμα έχει ήδη ξεκινήσει ένα πολύ ενδιαφέρον δικό του project με τίτλο Christos Kalkanis Solo. Τον Λευτέρη Ανδριώτη τον γνωρίζω πολλά χρόνια, από το Μουσικό Σχολείο, και η πρώτη συνεργασία μας ήταν στον πρώτο μου δίσκο ("Scarbotough Tales"). Και με τον Ορέστη Μπενέκα γνωριζόμαστε από παλιά, σπουδάζαμε παρέα στη Θεσσαλονίκη στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης. Ο Βασίλης Μπαχαρίδης ήταν η πιο πρόσφατη γνωριμία αλλά «κουμπώσαμε» γρήγορα. Η επιλογή της ομάδας έγινε με βάση τον ήχο που είχα στο μυαλό μου. Ο κάθε ένας από τα παιδιά φέρνει ένα δικό του μουσικό κόσμο και νιώθω ιδιαίτερα τυχερός και ευγνώμων που ανταποκρίθηκαν με χαρά στην πρόσκλησή μου οι συγκεκριμένοι άνθρωποι και μουσικοί!
MG: Πότε ξεκινήσατε να δουλεύετε τις συγκεκριμένες συνθέσεις; Προορίζονταν εξ αρχής για το Group και τα όργανά του ή υπήρχε και η σκέψη μιας ακόμα πιο προσωπικής κυκλοφορίας όπως το ντεμπούτο του 2009; Απορρίψατε κάποιες συνθέσεις για τον συγκεκριμένο δίσκο, είτε λόγω ύφους είτε για να είναι η συνολική διάρκεια σε «εύκολα» μεγέθη;
Μ.Κ.: Χμμμ τα κομμάτια του δίσκου δεν γράφτηκαν όλα μαζί μια συγκεκριμένη περίοδο. Για παράδειγμα, στον δίσκο υπάρχει το "Flowing", μία σύνθεση που υπάρχει και στον πρώτο μου δίσκο αλλά με το Mihalis Kalkanis Group πήρε μια άλλη διάσταση οπότε ήθελα πολύ να μπει στον συγκεκριμένο δίσκο. Αντίθετα, το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το "For You", το έγραψα λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν οι ηχογραφήσεις. Τα παιδιά το άκουσαν στο Μέγαρο για πρώτη φορά. Ένας δίσκος είναι σαν μια ταινία για εμένα. Έχει αρχή, μέση και τέλος και αφηγείται μια ιστορία. Έτσι σε όλο το ταξίδι, από τη σύνθεση των κομματιών, μέχρι τις ηχογραφήσεις, την επιλογή και σειρά των κομματιών, τις μίξεις κλπ αισθάνομαι κάπως σαν σκηνοθέτης. Από ένα σημείο και μετά η ίδια η ιστορία που θέλεις να αφηγηθείς σε καθοδηγεί για το πόσα κομμάτια θα μπουν και με ποια σειρά.
MG: Στο δελτίο τύπου της κυκλοφορίας αναφέρεται: «ακουστικά όργανα συνυπάρχουν αρμονικά με ηλεκτρονικούς και επεξεργασμένους ήχους, δίνοντας συνοχή σε μελωδικά μοτίβα που άλλοτε “ακουμπάνε” περισσότερο στη Δύση και θυμίζουν κινηματογραφικά soundtracks και άλλοτε “μυρίζουν” Ελλάδα και Βαλκάνια». Ξεκινώντας από τη Δύση, πιστεύετε το σύντομο χρονικό διάστημα που ζήσατε / σπουδάσατε στην Αγγλία σάς επηρεάζει (ακόμα) στη σύνθεσή σας; Πέρα από τις γνώσεις που αποκτήσατε, νιώθετε πως ακούτε κάπως διαφορετικά ή συσχετίζεστε/επηρεάζεστε εντονότερα με/από όσα εξελίσσονται τα τελευταία χρόνια στο νησί. Φέρνω για παράδειγμα μερικές από τις κυκλοφορίες της Gondwana Records ή της Ninja Tune.
Μ.Κ.: Όντως, στην Αγγλία έζησα ένα χρόνο για το μεταπτυχιακό μου με τίτλο MRes in Creative Music Technology και είναι μια εμπειρία που ακόμη θυμάμαι πολύ έντονα. Υπήρχαν και δύσκολες στιγμές φυσικά, αλλά είναι πολύ σημαντικό νομίζω να βγεις για λίγο από το comfort zone που ο καθένας μας έχει, και να βρεθείς σε ένα μέρος χωρίς φίλους, οικογένεια κάνοντας ένα restart. Κάτι αντίστοιχο έζησα και πρόσφατα στη Γενεύη όπου έζησα για δύο χρόνια με την οικογένειά μου αυτή τη φορά. Και οι δύο αυτές εμπειρίες νομίζω ότι με έχουν επηρρεάσει πολύ ως άνθρωπο πρώτα και στη συνέχεια φυσικά στον τρόπο που γράφω και παίζω μουσική. Είναι πολύ διαφορετικό να επισκεφτείς για κάποιες μέρες μια άλλη χωρά με το να ζήσεις ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στήνοντας την καθημερινότητά σου εκεί. Τη Ninja Tune την ανακάλυψα στη διάρκεια των σπουδών μου στην Αγγλία, και σίγουρα αισθάνεσαι με διαφορετικό τρόπο αυτές τις μουσικές και τη συγκεκριμένη αισθητική όταν έχεις ζήσει εκεί. H Gondwana Records δεν υπήρχε τότε, πλέον είναι ίσως η αγαπημένη μου από τις νέες δισκογραφικές, μου αρέσει πολύ η αισθητική της και αισθάνομαι πολύ οικεία με τις μουσικές και την όλη οπτική της.
MG: Περνώντας στα πιο κοντινά μας. Έχετε αναφέρει σε συνεντεύξεις σας ότι από πολύ μικρή ηλικία είχατε επαφή με τη μουσική. Υπήρχαν και παραδοσιακά ακούσματα (ηχογραφημένα ή ζωντανά, π.χ. σε γιορτές / πανηγύρια κλπ) από τις διάφορες περιοχές της χώρας ή ήρθαν αργότερα οι μουσικές αυτές; Πόσο έντονη είναι η βιωματική σας σχέση με παραδοσιακές μουσικές και ρυθμούς;
Μ.Κ.: Ναι, ήμουν πολύ τυχερός που μεγάλωσα σε μια μουσική οικογένεια, αλλά και σε ένα περιβάλλον όπου ήταν ανοικτό σε διαφορετικές μουσικές και κουλτούρες. Ο πατέρας μου είναι τελειόφοιτος στο κλασικό πιάνο από το Ωδείο Αθηνών, αλλά παράλληλα είναι ένας άνθρωπος που αγαπάει την ελληνική λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, και αυτό είναι κάτι που μου μεταδόθηκε και εμένα. Είτε ακούγοντάς τον απλά να παίζει στο πιάνο τέτοιες μουσικές, είτε από τις μουσικές που ακουγόντουσαν στο σπίτι, είτε όπως είπατε και εσείς από πανηγύρια, γιορτές κλπ. Αργότερα βοήθησε πολύ νομίζω και το Μουσικό Γυμνάσιο Παλλήνης, όπου θυμάμαι χαρακτηριστικά στα διαλείμματα να στήνονται «αυτοσχέδια τζαμαρίσματα» από ροκάδες και παραδοσιακούς μαζί. Η γιαγιά μου επίσης τραγουδούσε παραδοσιακά τραγούδια ενώ έκανε δουλειές (κάτι συνηθισμένο για τις γυναίκες της τότε γενιάς). Όλα αυτά τα «ρουφάς» συνειδητά ή ασυνείδητα όταν είσαι παιδί, εντυπώνονται μέσα σου και τα κουβαλάς μια ζωή.
Το πιάνο, το κοντραμπάσο και τα Συναισθήματα
MG: Τα κύρια όργανά σας είναι το κοντραμπάσο και το πιάνο. Δυο ερωτήσεις έχω με αυτή τη βάση. Η πρώτη είναι αν νιώθετε κάποιον περιορισμό στο να επεκταθείτε σε παραδοσιακές μουσικές, υποθέτοντας ότι υπάρχει τέτοια πρόθεση; Εννοώ πως αλλιώς στέκεται η λύρα στα κρητικά, η γκάιντα στα θρακιώτικα και η τρομπέτα στα μακεδονικά - το μπάσο και το πιάνο πώς μπορούν να ξεχωρίσουν σε ένα τέτοιο πλαίσιο;
Μ.Κ.: Έχω κάνει και εγώ αυτές τις σκέψεις, ειδικά πιο μικρός. Σκέφτομαι τι ωραία που θα ήταν να είχα άλλες δυο-τρεις ζωές ώστε να προλάβω να μπω βαθύτερα στις παραδοσιακές μουσικές της Ηπείρου, της Θράκης, των νησιών κλπ. Αυτό που σκέφτομαι και επανεκτιμώ μεγαλώνοντας είναι ότι ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και κατ' επέκταση ο κάθε μουσικός είναι ξεχωριστός και μοναδικός. Ο στόχος μου όσον αφορά τη μουσική είναι να δουλεύω όσο μπορώ περισσότερο ώστε αυτή η μοναδικότητα και αλήθεια που εγώ κουβαλάω σαν Μιχάλης να εκφράζεται όσο το δυνατόν καλύτερα. Τα όργανα που εγώ έχω καταφέρει να μπω σε βάθος είναι το κοντραμπάσο και το πιάνο, οπότε έχει μεγάλο ενδιαφέρον για εμένα να εξερευνώ το πώς μπορούν αυτές οι παραδοσιακές μουσικές να εκφραστούν μέσα από αυτά τα όργανα και όχι από αυτά που έχουμε συνηθίσει να τις ακούμε. Οπότε ναι σίγουρα υπάρχουν περιορισμοί, σίγουρα όμως ανοίγεται και μια ευκαιρία για να ακουστεί κάτι καινούριο μέσα από το παλιό και παραδοσιακό.
MG: Η δεύτερη αφορά τη φύση των οργάνων, το πιάνο είναι συγκερασμένο, με τους «περιορισμούς» των διακριτών ασπρόμαυρων πλήκτρων κόντρα στη μαυριδερή συνέχεια του ασυγκέραστου κοντραμπάσου. Πώς αντιμετωπίζετε τέτοιες διαφορές, σας απασχολούν; Υπάρχει προτίμηση για τη διαδικασία της σύνθεσης σε ένα από τα δύο όργανα, είτε με βάση την παραπάνω διαφοροποίηση ή για άλλους λόγους;
Μ.Κ.: Σίγουρα υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Το πιάνο είναι ένα όργανο συγκερασμένο που μπορείς να έχεις ταυτόχρονα και αρμονία και μελωδία ενώ το κοντραμπάσο ασυγκέραστο και δύσκολα έχεις ταυτόχρονα και αρμονία και μελωδία. Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ τις διαφορές που έχουν οι μουσικές μου που έχουν βγει από το ένα ή το άλλο όργανο. Εξαρτάται από τη φάση που είμαι και αυτό που θέλω να εκφράσω για το ποιο από τα δύο θα επιλέξω.
MG: Ο συνάδελφός σας, κοντραμπασίστας Πέτρος Κλαμπάνης, σε περσινή συνέντευξή του μάς είχε αναφέρει πως «το μπάσο είναι ένα σχετικά ανεξερεύνητο όργανο», με αφορμή και τη χρήση του σώματος του οργάνου ως κρουστό και μέσα σε ψηφιακές λούπες - όπως κάνετε κι εσείς (π.χ. στο “Momentum”). Πώς θα σχολιάζατε τη φράση αυτή;
Μ.Κ.: Συμφωνώ απολύτως. Ο Πέτρος είναι φίλος και θαυμάζω τον τρόπο που κινείται και δημιουργεί. Χαίρομαι πολύ που η γενιά μας έχει κάνει σημαντικά βήματα στην εξερεύνηση αυτού του οργάνου, ο καθένας μας με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Το "Momentum" είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα κομματιού που πολύ δύσκολα θα είχα συνθέσει σε άλλο όργανο, θέλοντας να ολοκληρώσω εδώ την απάντησή μου στην προηγούμενή σας ερώτηση. Θυμάμαι ότι το έγραψα πριν λίγους μήνες, μία μέρα που ένιωθα ένα μείγμα συναισθημάτων οργής, δυναμισμού και αντίστασης τα οποία ήθελα να εκφράσω (με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας αλλά και στην προσωπική μας ζωή ενίοτε). Δανείστηκα το ρυθμικό σχήμα ενός νταουλιού από ένα παραδοσιακό κομμάτι που άκουγα εκείνες τις μέρες, το οποίο το μετέφερα στο κοντραμπάσο χτυπώντας το σώμα του. Στη συνέχεια βγήκε η μελωδία αυτοσχεδιάζοντας με το δοξάρι εντάσσοντας ασυνείδητα τεχνικές που μελετάω για την κλασική μουσική.
MG: Επιστρέφω στο “Emotions”. Πιστεύετε έχουν χωρέσει πολλά από τα συναισθήματά σας στον δίσκο αυτό; Υπήρξαν κάποια που έμειναν απ’ έξω, επιτηδευμένα ενδεχομένως, φιλτραρισμένα κατά τη διάρκεια της σύνθεσης ή της ερμηνείας;
Μ.Κ.: Τα συναισθήματα είναι χρώματα για εμένα, τα οποία μπορεί τα βασικά να είναι επτά-οκτώ αλλά οι αποχρώσεις τους είναι άπειρες. Δεν μπορείς και δεν υπάρχει λόγος φυσικά σε έναν πίνακα να χρησιμοποιήσεις όλα τα χρώματα. Διαλέγεις κάποια συνειδητά ή ασυνείδητα, τα οποία σε εκφράζουν τη δεδομένη στιγμή ή περίοδο, και δουλεύεις με αυτά.
MG: Οι τίτλοι των κομματιών; (Πώς) σχετίζονται με αυτά τα συναισθήματα;
Μ.Κ.: Σε κάποια από τα κομμάτια ο συσχετισμός αυτός είναι περισσότερος ξεκάθαρος ενώ σε άλλα λιγότερο. Για παράδειγμα το πρώτο κομμάτι, το "Alone", είναι ένα κομμάτι που έγραψα όταν ήμουν όντως μόνος μου στο σπίτι, θέλοντας να εκφράσω την πίκρα αλλά και μια περίεργη δύναμη που νιώθεις κάποιες στιγμές που είσαι και νιώθεις μόνος. To τελευταίο κομμάτι του δίσκου με τίτλο "For You" το εμπνεύστηκα ξαπλωμένος πριν κοιμηθώ, «άκουσα» τη μελωδία στο μυαλό μου και σηκώθηκα αμέσως να την ηχογραφήσω πρόχειρα πριν την ξεχάσω. Είναι ένα κομμάτι που εκφράζει για εμένα αυτό που νιώθεις όταν ρίχνεις τον εγωισμό σου και βιώνεις τη χαρά του να προσφέρεις πραγματικά σε κάποιον που είναι πολύ σημαντικός για εσένα, όταν σκέφτεσαι τι τον κάνει πραγματικά χαρούμενο.
MG: Θα ήθελα να κάνω και μια αναφορά στο “Believe” που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, μια σύνθεσή σας για την απαγγελία του ποιήματος «Πιστεύω» του Τάσου Λειβαδίτη από τον Δημήτρη Καταλειφό. Είναι κάτι που θα ξανακάνατε, ίσως με κάποιον άλλο ποιητή ή ποιήτρια; Αντιμετωπίζετε διαφορετικά τη διαδικασία μιας τέτοιου είδους σύνθεσης από όταν π.χ. γράφετε για το Group ή για κάποιο τραγούδι (όχι απαγγελία); Επηρεάζει ο γραπτός λόγος τον συνθέτη;
Μ.Κ.: Ναι είναι πολύ ιδιαίτερο κομμάτι για εμένα... η μουσική μου συνομιλεί με το ποίημα του μεγάλου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη «Πιστεύω» μέσα από την καθηλωτική απαγγελία του Δημήτρη Καταλειφού. Μου άρεσε πολύ σαν διαδικασία και είναι κάτι που σίγουρα θα ήθελα να ξαναδοκιμάσω στο μέλλον, αλλά θα προτιμούσα να έρθει με τον ίδιο φυσικό τρόπο που ήρθε και αυτό. Σίγουρα έπαιξε μεγάλο ρόλο ο στίχος σε πολλά επίπεδα. Και στο κλίμα της μουσικής αλλά και στον τρόπο που δούλεψα σε δεύτερο επίπεδο κάνοντας κάτι σαν ζωγραφική. Έτσι αισθανόμουν καθώς έψαχνα και δοκίμαζα τα κενά ανάμεσα στους στίχους και τη μουσική ή ταιριάζοντας τους στίχους με συγκεκριμένες μουσικές φράσεις-ήχους. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι με τον τελευταίο στίχο που λέει «Πιστεύω στα σκυλιά που όταν γαβγίζουν σηκώνουν το κεφάλι, σαν κάποιον να κοιτάζουν που περνάει πιο ψηλά...» και στη συνέχεια οι ήχοι που ακούγονται από το κοντραμπάσο παραπέμπουν σε ένα απόκοσμο γάβγισμα / παράπονο... για εμένα τουλάχιστον!
MG: Κλείνοντας, θυμάμαι ότι στην προηγούμενη συνέντευξή σας στο MixGrill το 2019 είχατε αναφέρει ότι λατρεύετε την εξερεύνηση στη φύση. Είναι ακόμα ένα πάθος που είναι «στην άκρη» αυτό; Σκέφτεστε τέτοιες εξορμήσεις συνδυαστικά με τη δουλειά σας; Είτε ως πηγή έμπνευσης, είτε για μια διαφορετική ζωντανή εμφάνιση, ως αντίθεση στο αστικό περιβάλλον στο οποίο παρουσιάζεται ως επί το πλείστον η μουσική σας.
Μ.Κ.: Πολύ ωραίες ιδέες! Η φύση αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη έμπνευση για εμένα. Η τελειότητα και η ομορφιά της δεν σταματάει να με γεμίζει, να με μαθαίνει και να με εμπνέει. Δεν έχω καταφέρει ακόμη να έχω την πιο συχνή επαφή που θα ήθελα μαζί της, όμως και αυτή η έλλειψη ίσως να λειτουργεί καλλιτεχνικά. Σίγουρα με βοηθάει να το σκέφτομαι έτσι τουλάχιστον (γέλια)... Είμαι ιδιαίτερα ανοιχτός σε ιδέες που έχουν να κάνουν με ζωντανή παρουσίαση μουσικής σε ιδιαίτερους χώρους, πόσο μάλλον σε ένα ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον. Νομίζω ότι υπάρχει και μια τέτοια ανερχόμενη τάση, ειδικά στο εξωτερικό προς το παρόν για τέτοιου είδους διαφορετικές εμπειρίες. Για να δούμε τι θα έρθει!
Οι φωτογραφίες του Μιχάλη Καλκάνη είναι του Τάσου Βρεττού. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο του δίσκου είναι του Βαγγέλη Πατσιάλου.