Ας ξεκινήσουμε με μία άποψη-παραδοχή: Οι The Waterboys είναι ουσιαστικά ο κιθαρίστας και τραγουδιστής τους Mike Scott. Αυτός ήταν που ίδρυσε το συγκρότημα το 1983 στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, αυτός παραμένει μέχρι και σήμερα το μοναδικό μόνιμο μέλος τους, αυτός έχει γράψει, είτε μόνος του είτε με τους εκάστοτε συνοδοιπόρους του, όλη τη μουσική και τους στίχους. Κυρίως, όμως, αυτός είναι εκφραστής μιας Μεγάλης Ιδέας η οποία διατρέχει το συγκρότημα όλα αυτά τα χρόνια το συγκρότημα και μετουσιώνεται σε ξεχωριστή μουσική πρόταση. Και αν το λογοπαίγνιό μας θυμίζει λίγο... νεοελληνική Ιστορία, ο στόχος μας ήταν άλλος. Μιλάμε για τον όρο "Big Music", ο οποίος ξεκίνησε από τίτλος τραγουδιού και έγινε κομμάτι της ταυτότητάς τους.
Σύμφωνα με τον Scott, η μουσική πρόταση των The Waterboys απέχει αρκετά από ό,τι κομίζει η προσωπικότητα ενός τραγουδιστή-τραγουδοποιού όπως ο Neil Young ή ο Bruce Springsteen και τα συγκροτήματά τους. Περισσότερο προσφέρει μια διαρκώς εξελισσόμενη εξερεύνηση των μουσικών στοιχείων της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, αναμειγνύοντας μπλουζ και R&B με ατόφια ροκ μουσική. Όσο και αν δεν ήταν αυτή η πρόθεσή του όταν ξεκίνησαν την πορεία τους.
Ο Mike Scott ήταν φοιτητής φιλοσοφίας και αγγλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου όταν, όπως πολλοί άλλοι επίδοξοι μουσικοί, ενθουσιάστηκε από την πανκ μουσική. Το 1977, μια χρονιά κομβική για αυτό το είδος, ο νεαρός μουσικός μετατόπισε τα ενδιαφέροντά του από τους ροκ ήχους της δεκαετίας του '60 και των αρχών της δεκαετίας του '70. Εκτός από τη διεύθυνση ενός fanzine (με το όνομα "Jungleland" από το ομότιτλο τραγούδι του Springsteen), έπαιζε σε συγκροτήματα καθόλη τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων. Συνέχισε περνώντας μέσα από μπάντες όπως οι Karma, οι The Bootlegs και οι Another Pretty Face.
Μετακομίζοντας στο Λονδίνο, το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Funhouse (από το ομώνυμο άλμπουμ των Stooges), συνεχίζοντας την πορεία του. Αλλά ο Scott όλο και λιγότερο ενδιαφερόταν να συνεχίσει με τις επιθετικές και περιοριστικές αυστηρότητες του πανκ, μετατοπίζοντας τα ενδιαφέροντά του σε πιο λεπτούς ήχους, καθώς άνθιζε ήδη ο post-punk κόσμος. Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το όνομα The Waterboys, ένα όνομα που πήρε από το τραγούδι "The Kids" του Lou Reed το 1973, το οποίο είχε στους στίχους την λέξη "the Waterboy".
Αναμιγνύοντας επιρροές πανκ και ροκ με τυπικό post-punk, το ντεμπούτο τους, που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1983, απέδωσε τους μελωδικούς, μοντέρνους ήχους του new wave χωρίς τα synths. Ήταν ένας εντυπωσιακός δίσκος μουσικά, με την ξεχωριστή φωνή του Scott πάντα παρούσα από την αρχή ως χαρακτηριστικού ήχου των The Waterboys και την τάση για εκτεταμένες διασκευές που καθιέρωσαν τον ήχο της μπάντας. Το "A Girl Called Johnny" (ένας φόρος τιμής στην Patti Smith), φανέρωσε την αγάπη τους για τις blues μελωδίες, γεμάτες σαξόφωνο και πιάνο. Ο πρώιμος ήχος του συγκροτήματος συγκρίθηκε με τους U2 και το άλμπουμ περιελάβανε ένα τραγούδι, το "I Will Not Follow", το οποίο θεωρήθηκε από κάποιους ως έμμεση απάντηση στο ντεμπούτο single των U2 από το 1980, "I Will Follow".
Το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος, "A Pagan Place", κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1984, για να ακολουθήσει το "This is the Sea" τον Οκτώβριο του 1985. Ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας, γεμάτο λαμπερά μουσικά διαμάντια. Από τη συντριπτική λάμψη του εναρκτήριου κομματιού "Don't Bang the Drum" μέχρι τη μεγάλη μουσική ατμόσφαιρα του "The Pan Within", έως τα πιο ήσυχα και υπνωτιστικά vibes του "Spirit", "Old England" και "Trumpets" και τη ροκ ενέργεια του "Medicine Bow". Το άλμπουμ κλείνει με το κομψό, εκτεταμένο, ακουστικά οδηγημένο ταξίδι του ομότιτλου κομματιού και βέβαια περιέχει το "The Whole Of The Moon", που παραμένει το χαρακτηριστικότερο κομμάτι των The Waterboys μέχρι σήμερα.
Το "Fisherman’s Blues" του 1988 σηματοδότησε σημαντικές αλλαγές για το συγκρότημα. Ο Karl Wallinger έφυγε για να σχηματίσει τους World Party, ενώ ο Ιρλανδός βιολονίστας, Steve Wickham, ο οποίος είχε παίξει στο "This is the Sea", έγινε μόνιμο μέλος, με τους The Waterboys να μετακομίζουν ουσιαστικά στην Ιρλανδία. Ο Scott είχε περάσει χρόνο στο Δουβλίνο και είχε εμβαθύνει στην πλούσια μουσική κληρονομιά της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν μια αλλαγή στη μουσική κατεύθυνση, κατά την οποία το βιολί ήρθε στο προσκήνιο και το folk στοιχείο βγήκε μπροστά. Το "Fisherman's Blues" και το "We Will Not Be Lovers" ξεχώρισαν αμέσως και παραμένουν από τα πλέον αγαπητά τραγούδια τους.
Αν και τα άλμπουμ των Waterboys που ακολούθησαν ("Room To Roam", "A Rock In The Weary Land", "Dream Harder") δεν παρείχαν το ίδιο επίπεδο συγκινήσεων ούτε ήταν τόσο συνεπή από την αρχή μέχρι το τέλος όσο τα επικά τέσσερα πρώτα, υπήρχαν πράγματα που μπορούσε να αποκομίσει ο υπομονετικός ακροατής, με τη συνολική στροφή του γκρουπ σε πιο soul και country διαδρομές τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια να κρίνεται τελικά επιτυχημένη μουσικά. Μια θετική πτυχή κοινή με τους βετεράνους καλλιτέχνες, ειδικά εκείνους που είχαν επιτυχία νωρίς στην καριέρα τους και έχουν πιστούς ακόλουθους, είναι η μεγαλύτερη ελευθερία εξερεύνησης της τέχνης τους. Έτσι, ο Mike Scott αισθάνθηκε θαρραλέος να συνεχίσει να ωθεί τη μουσική του συγκροτήματος, και χάρη στις εξαιρετικές του δεξιότητες στη συγγραφή τραγουδιών κατάφερε να ανανεώσει το ενδιαφέρον μας για αυτούς.
Οι The Waterboys έχουν καλύψει άπειρα χιλιόμετρα στο μουσικό τους ταξίδι. Σε αυτό το ταξίδι δεκάδες μουσικοί βρέθηκαν πλάι στον Mike Scott τόσο στο στούντιο όσο και στη σκηνή, όμως λίγοι ήταν αυτοί που αγκυροβόλησαν τελικά μαζί του σε όλη (σχεδόν) τη διάρκεια της καριέρας του. Δύο από αυτούς ήταν οι Anto Thistlethwaite και Steve Wickham, η σημαντική συνεισφορά των οποίων κράτησαν την ιδέα ότι οι The Waterboys είναι μια μπάντα με σταθερή μουσική ταυτότητα.
Λίγες μπάντες εκεί έξω μπορούν να συγκριθούν με την ποιότητα και την συνέπεια των The Waterboys. Είτε λάτρεις του πρώιμου, μοντέρνου ροκ ήχου τους και των κελτικών λαϊκών τους τραγουδιών είτε της πιο πρόσφατης σύγχρονης ενασχόλησής τους με blues, country και soul ρυθμούς, οι οπαδοί τους μπορούσαν πάντα να πάρουν δύναμη από τα τραγούδια τους. Είναι ακριβώς ο τύπος της μπάντας που πρέπει να θαυμάζεται, να γίνεται σεβαστός και να γιορτάζεται, κάτι που θα έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε στη μεγάλη τους συναυλία στο Ηρώδειο στις 22 Ιουνίου. Και πώς αλλιώς; Μία μουσική βαθύτατα εμπνευσμένη από την αρχαιοελληνική μυθολογία, μία μπάντα που αγαπά τα ελληνικά συναυλιακά χώματα όσο λίγες, ένας χαρισματικός μουσικός που απευθύνει προσωπικό κάλεσμα στο ελληνικό κοινό. Τα «συστατικά» είναι όλα εδώ και με τη μαγευτική ατμόσφαιρα του ιστορικού ρωμαϊκού θεάτρου, η βραδιά προβλέπεται μυσταγωγική.