Σε 3 μερούλες, θα ακούσω ζωντανά τον δίσκο που με συνεπήρε από χθες το βράδυ, στο Fuzz club στην Αθήνα. Ο Γάλλος Yann Tiersen, ο εμπνευστής των soundtrack της Amelie και Goodbye Lenin κυκλοφόρησε ένα ακόμα studio άλμπουμ. Ξεκινώντας αντίστροφα με την αυτοκριτική μου για τη γραφή της παρουσίασης αυτής δηλώνω με σθένος μη αντικειμενική. Ξεκίνησα να την γράφω ενώ άκουγα τον δίσκο σε ένα αλά γαλλικού τύπου ρετρό cafe στο Κιάτο Κορινθίας. Εναποθέτω λοιπόν στη δική σας κρίση αν θα με πιστέψετε ή όχι.
Ότι δεν θα είναι ο ίδιος Tiersen που γνωρίσαμε με το πιάνο, το ακορντεόν και το βιολί του, είχα αρχίσει να το υποψιάζομαι από τον δίσκο του 2010 'Dust Lane'. Ο καλλιτέχνης δηλώνει σε συνέντευξή του την οποία διαβάζετε εδώ ότι το ύφος του δεν άλλαξε, απλά εξελίσσεται φυσικά και μένει ακόμα πιστός στα πρώτα punk rock ακούσματα της εφηβείας του. Διαγράψτε λοιπόν από το μυαλό σας τα ρετρό βαλσάκια και προετοιμαστείτε για την μετάβαση από το ρομαντισμό της άνοιξης στον ερωτισμό του φθινοπώρου. Για αυτό πιστεύω ότι το 'Skyline' κυκλοφόρησε και την πιο αρμόζουσα εποχή για τον απόηχο του, στις 17 Οκτωβρίου.
Τον δίσκο ανοίγει το Another Shore, ένα ολόκληρο τραγούδι-εισαγωγή για το γενικότερο ύφος που θα ακολουθήσει ο δημιουργός. Χωρίς κλασική δομή και με πλούσια ενορχήστρωση, θυμίζει τον πολυφωνικό ήχο των Broken Social Scene, με τη διαφορά ότι αυτοί είναι μία κολεκτίβα μουσικών. Αντιθέτως, ο Tiersen κατόρθωσε να συνθέσει τον δίσκο αυτό, κυρίως μοναχικά, μετατρέποντας το σπίτι του σε στούντιο και η αυτονομία αυτή οφείλεται στη δεινότητα του με πολλά μουσικά όργανα.
Ύστερα από το 'Dust Lane', ο Tiersen καθιέρωσε τον αγγλικό στίχο. Τα φωνητικά ωστόσο φαίνεται ότι δεν είναι προτεραιότητα για τον συγκεκριμένο μουσικό. Συνδράμει και ο ίδιος μαζί με guest ερμηνευτές, αλλά σε αρκετά τραγούδια αλλοιώνει τη φωνή με πιο ηλεκτρονική χροιά ή χρησιμοποιεί άλλους ήχους όπως ουρλιαχτά. Για παράδειγμα το Exit 25 Block 20, με άφησε αποσβολωμένη, τρομαγμένη, υπνωτισμένη. Είναι ένα στοιχειωμένο τραγούδι, αποκρουστικό όπου ακούγονται ουρλιαχτά και ήχοι από γυαλιά, ενώ παράλληλα ακούγεται μία ρομποτική άψυχη φωνή όπως στο Filter Happier των Radiohead. Η όλη αίσθηση του είναι μία παράκρουση, σαν να γυρνάς γρήγορα γύρω από τον εαυτό σου σε ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες.
Μετά έρχεται το Hesitation, το οποίο ακολουθεί την αγωνία με μία αμήχανη κατάσταση νιρβάνα, μία παράλυση. Θα μπορούσε να είναι η απόγνωση στον πλήρη βαθμό, η νηνεμία ύστερα από την καταιγίδα. Όμως σιγά σιγά οι αισθήσεις επανέρχονται, αν και μουδιασμένος στην αρχή, συνειδητοποιείς σιγά σιγά ολόκληρη την απόγνωση που το διακατέχει. Ο Tiersen βέβαια σε αυτό το δίσκο είναι αποφασισμένος να μην ακολουθήσει έως το τέλος τα σκοτεινά, σκονισμένα μονοπάτια που τον τράβηξαν στο 'Dust Lane'. 'Αποφασισμένα αισιόδοξος' προσπαθεί να αλλάξει την προηγούμενη οπτική μας μέσα από τη μουσική, με ένα κομμάτι γεμάτο ελπίδα, το Forgive me που ακολουθεί. The trail λέγεται το προτελευταίο τραγούδι και ήδη έχω αρχίσει να αισθάνομαι την κάθαρση. Μετά από το δράμα και τα σκαμπανεβάσματα που αναβιώνει ο δίσκος αυτός, το προαναφερόμενο και το Vanishing Point αναλαμβάνουν να καθησυχάσουν τον ακροατή ότι όλα τελικά είναι παροδικά. 'Αποφασισμένα αισιόδοξος' θα τον περιέγραφα αν ήταν απαραίτητο να υιοθετήσω δύο μόνο λέξεις.
Για να πάρω τα πράγματα όμως από την αρχή (λίγο αργά το θυμήθηκα) έχω παραλείψει να αναφέρω τι συμβαίνει μετά το εισαγωγικό κομμάτι. Με το τραγούδι I'm gonna live anyhow, ο Tiersen διαγράφει τον πεσιμισμό. Παραμένει σκοτεινός σε ορισμένα σημεία του, τα οποία τα ξεπερνά με τη χαρά της μουσικής, όπως κάνουμε και στη ζωή μας. Στο Monuments προσέχω ιδιαίτερα τα drums και καταλαβαίνω γιατί έχει δέσει η συνεργασία του Tiersen με τον Neil Turpin. Τα φωνητικά είναι πειραγμένα, αλλοιωμένα, αποδίδοντάς μία ρομαντική, φθινοπωρινή, ίσως και ερωτική διάθεση. Το κλείσιμο του τραγουδιού θυμίζει παλιό πικάπ που έχει χαλάσει αλλά συνεχίζει να παίζει παραμορφωμένους ρετρό δίσκους σε κάποιο έρημο cafe που έχει χάσει πια την αλλοτινή του δόξα.
Για το τέλος φύλαξα το Gutter, ένα κομμάτι που μου θύμισε αρκετά τον δίσκο 'Puur' των Woven hand, ίσως και Sigur Ros γιατί συνεργάστηκε με τον Ken Thomas. Με γυναικεία φωνητικά, σαν σειρήνα, το τραγούδι αυτό μας καλεί να προσπαθήσουμε να φτάσουμε στη θάλασσα. Σε μία θάλασσα αγριεμένη, σκούρα κάτω από γκρίζο ουρανό. Όμως όπως σε ολόκληρο το δίσκο, η υπόσχεση υπάρχει εκεί. Ο ουρανός δεν θα μείνει για πολύ γκρίζος, και κάποια στιγμή τα σύννεφα θα διαλυθούν για να δούμε το χρυσαφί του χρώμα. Αρκεί να ξέρουμε που θα κοιτάξουμε και να προσέξουμε ότι η αισιοδοξία της ζωής υπάρχει στη μουσική ότι κι αν κρύβουν οι στίχοι.
Ότι δεν θα είναι ο ίδιος Tiersen που γνωρίσαμε με το πιάνο, το ακορντεόν και το βιολί του, είχα αρχίσει να το υποψιάζομαι από τον δίσκο του 2010 'Dust Lane'. Ο καλλιτέχνης δηλώνει σε συνέντευξή του την οποία διαβάζετε εδώ ότι το ύφος του δεν άλλαξε, απλά εξελίσσεται φυσικά και μένει ακόμα πιστός στα πρώτα punk rock ακούσματα της εφηβείας του. Διαγράψτε λοιπόν από το μυαλό σας τα ρετρό βαλσάκια και προετοιμαστείτε για την μετάβαση από το ρομαντισμό της άνοιξης στον ερωτισμό του φθινοπώρου. Για αυτό πιστεύω ότι το 'Skyline' κυκλοφόρησε και την πιο αρμόζουσα εποχή για τον απόηχο του, στις 17 Οκτωβρίου.
Τον δίσκο ανοίγει το Another Shore, ένα ολόκληρο τραγούδι-εισαγωγή για το γενικότερο ύφος που θα ακολουθήσει ο δημιουργός. Χωρίς κλασική δομή και με πλούσια ενορχήστρωση, θυμίζει τον πολυφωνικό ήχο των Broken Social Scene, με τη διαφορά ότι αυτοί είναι μία κολεκτίβα μουσικών. Αντιθέτως, ο Tiersen κατόρθωσε να συνθέσει τον δίσκο αυτό, κυρίως μοναχικά, μετατρέποντας το σπίτι του σε στούντιο και η αυτονομία αυτή οφείλεται στη δεινότητα του με πολλά μουσικά όργανα.
Ύστερα από το 'Dust Lane', ο Tiersen καθιέρωσε τον αγγλικό στίχο. Τα φωνητικά ωστόσο φαίνεται ότι δεν είναι προτεραιότητα για τον συγκεκριμένο μουσικό. Συνδράμει και ο ίδιος μαζί με guest ερμηνευτές, αλλά σε αρκετά τραγούδια αλλοιώνει τη φωνή με πιο ηλεκτρονική χροιά ή χρησιμοποιεί άλλους ήχους όπως ουρλιαχτά. Για παράδειγμα το Exit 25 Block 20, με άφησε αποσβολωμένη, τρομαγμένη, υπνωτισμένη. Είναι ένα στοιχειωμένο τραγούδι, αποκρουστικό όπου ακούγονται ουρλιαχτά και ήχοι από γυαλιά, ενώ παράλληλα ακούγεται μία ρομποτική άψυχη φωνή όπως στο Filter Happier των Radiohead. Η όλη αίσθηση του είναι μία παράκρουση, σαν να γυρνάς γρήγορα γύρω από τον εαυτό σου σε ένα δωμάτιο γεμάτο καθρέφτες.
Μετά έρχεται το Hesitation, το οποίο ακολουθεί την αγωνία με μία αμήχανη κατάσταση νιρβάνα, μία παράλυση. Θα μπορούσε να είναι η απόγνωση στον πλήρη βαθμό, η νηνεμία ύστερα από την καταιγίδα. Όμως σιγά σιγά οι αισθήσεις επανέρχονται, αν και μουδιασμένος στην αρχή, συνειδητοποιείς σιγά σιγά ολόκληρη την απόγνωση που το διακατέχει. Ο Tiersen βέβαια σε αυτό το δίσκο είναι αποφασισμένος να μην ακολουθήσει έως το τέλος τα σκοτεινά, σκονισμένα μονοπάτια που τον τράβηξαν στο 'Dust Lane'. 'Αποφασισμένα αισιόδοξος' προσπαθεί να αλλάξει την προηγούμενη οπτική μας μέσα από τη μουσική, με ένα κομμάτι γεμάτο ελπίδα, το Forgive me που ακολουθεί. The trail λέγεται το προτελευταίο τραγούδι και ήδη έχω αρχίσει να αισθάνομαι την κάθαρση. Μετά από το δράμα και τα σκαμπανεβάσματα που αναβιώνει ο δίσκος αυτός, το προαναφερόμενο και το Vanishing Point αναλαμβάνουν να καθησυχάσουν τον ακροατή ότι όλα τελικά είναι παροδικά. 'Αποφασισμένα αισιόδοξος' θα τον περιέγραφα αν ήταν απαραίτητο να υιοθετήσω δύο μόνο λέξεις.
Για να πάρω τα πράγματα όμως από την αρχή (λίγο αργά το θυμήθηκα) έχω παραλείψει να αναφέρω τι συμβαίνει μετά το εισαγωγικό κομμάτι. Με το τραγούδι I'm gonna live anyhow, ο Tiersen διαγράφει τον πεσιμισμό. Παραμένει σκοτεινός σε ορισμένα σημεία του, τα οποία τα ξεπερνά με τη χαρά της μουσικής, όπως κάνουμε και στη ζωή μας. Στο Monuments προσέχω ιδιαίτερα τα drums και καταλαβαίνω γιατί έχει δέσει η συνεργασία του Tiersen με τον Neil Turpin. Τα φωνητικά είναι πειραγμένα, αλλοιωμένα, αποδίδοντάς μία ρομαντική, φθινοπωρινή, ίσως και ερωτική διάθεση. Το κλείσιμο του τραγουδιού θυμίζει παλιό πικάπ που έχει χαλάσει αλλά συνεχίζει να παίζει παραμορφωμένους ρετρό δίσκους σε κάποιο έρημο cafe που έχει χάσει πια την αλλοτινή του δόξα.
Για το τέλος φύλαξα το Gutter, ένα κομμάτι που μου θύμισε αρκετά τον δίσκο 'Puur' των Woven hand, ίσως και Sigur Ros γιατί συνεργάστηκε με τον Ken Thomas. Με γυναικεία φωνητικά, σαν σειρήνα, το τραγούδι αυτό μας καλεί να προσπαθήσουμε να φτάσουμε στη θάλασσα. Σε μία θάλασσα αγριεμένη, σκούρα κάτω από γκρίζο ουρανό. Όμως όπως σε ολόκληρο το δίσκο, η υπόσχεση υπάρχει εκεί. Ο ουρανός δεν θα μείνει για πολύ γκρίζος, και κάποια στιγμή τα σύννεφα θα διαλυθούν για να δούμε το χρυσαφί του χρώμα. Αρκεί να ξέρουμε που θα κοιτάξουμε και να προσέξουμε ότι η αισιοδοξία της ζωής υπάρχει στη μουσική ότι κι αν κρύβουν οι στίχοι.