Αύγουστος 2015
Ο Nathaniel Rateliff ξεκίνησε την πορεία του ως μουσικός πριν από περίπου δέκα χρόνια, πειραματιζόμενος με την κιθάρα της μητέρας του. Οι κύριες επιρροές του ήταν οι δίσκοι που είχε στο φτωχικό σπίτι του στο Μισούρι και, σχεδόν αναπόφευκτα, στράφηκε προς την country και folk μουσική. Έπειτα από τρεις δίσκους στο ύφος αυτό και με συμμετοχή στην ταινία που προέκυψε από την περιοδεία του μαζί με άλλα όμοια, μικρότερα, σχήματα (Austin To Boston, 2014), δημιουργεί συγκρότημα και κάνει στροφή προς στη soul. Μία κίνηση ίσως απλής επιθυμίας και γούστου ή απλά τακτικής, αφού δεν κατάφερε να ξεχωρίσει ιδιαίτερα στα πυκνοδιάβατα μονοπάτια της μοναχικής country τραγουδοποιίας.
Από το πρώτο λεπτό, στο πολύ καλό ‘I Need Never Get Old’ γίνεται κατανοητή η διαφορά με το παρελθόν του και η προσέγγιση στο άλμπουμ αυτό. Κιθάρα στο φόντο μαζί με τη διακριτική παρουσία πνευστών, κυρίως στα ρεφρέν, να συνοδεύουν την εξαιρετική ερμηνεία του Rateliff. Το ύφος αυτό, με την έντονη παρουσία της soul, λίγων gospel στοιχείων και κάμποσο reverb, μοιάζει να ταιριάζει γάντι στη φωνή και τα τραγούδια που γράφει. Αναμφίβολα έχει περάσει προ πολλού το στάδιο του αρχάριου τραγουδοποιού, αλλά το γεγονός πως μόλις μερικά από τα τραγούδια του δίσκου πραγματικά ξεχωρίζουν, τον κάνει να φαίνεται πιο ικανός ως ερμηνευτής· για την ώρα. Το ‘S.O.B.’, με τα ρετρό παλαμάκια, είναι η πιο κεφάτη (και η καλύτερη) στιγμή εδώ και, όπως στο σύνολο του άλμπουμ, η παραγωγή του Richard Swift βοηθάει στο να υπάρχει η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ σύγχρονου και αναχρονιστικού ήχου. Η στροφή του Nathaniel Rateliff στα βήματα παλιότερων, όπως ο Van Morrison, είναι, σύμφωνα με αυτόν τον πρώτο δίσκο, όμορφη επιλογή.
Ο Nathaniel Rateliff ξεκίνησε την πορεία του ως μουσικός πριν από περίπου δέκα χρόνια, πειραματιζόμενος με την κιθάρα της μητέρας του. Οι κύριες επιρροές του ήταν οι δίσκοι που είχε στο φτωχικό σπίτι του στο Μισούρι και, σχεδόν αναπόφευκτα, στράφηκε προς την country και folk μουσική. Έπειτα από τρεις δίσκους στο ύφος αυτό και με συμμετοχή στην ταινία που προέκυψε από την περιοδεία του μαζί με άλλα όμοια, μικρότερα, σχήματα (Austin To Boston, 2014), δημιουργεί συγκρότημα και κάνει στροφή προς στη soul. Μία κίνηση ίσως απλής επιθυμίας και γούστου ή απλά τακτικής, αφού δεν κατάφερε να ξεχωρίσει ιδιαίτερα στα πυκνοδιάβατα μονοπάτια της μοναχικής country τραγουδοποιίας.
Από το πρώτο λεπτό, στο πολύ καλό ‘I Need Never Get Old’ γίνεται κατανοητή η διαφορά με το παρελθόν του και η προσέγγιση στο άλμπουμ αυτό. Κιθάρα στο φόντο μαζί με τη διακριτική παρουσία πνευστών, κυρίως στα ρεφρέν, να συνοδεύουν την εξαιρετική ερμηνεία του Rateliff. Το ύφος αυτό, με την έντονη παρουσία της soul, λίγων gospel στοιχείων και κάμποσο reverb, μοιάζει να ταιριάζει γάντι στη φωνή και τα τραγούδια που γράφει. Αναμφίβολα έχει περάσει προ πολλού το στάδιο του αρχάριου τραγουδοποιού, αλλά το γεγονός πως μόλις μερικά από τα τραγούδια του δίσκου πραγματικά ξεχωρίζουν, τον κάνει να φαίνεται πιο ικανός ως ερμηνευτής· για την ώρα. Το ‘S.O.B.’, με τα ρετρό παλαμάκια, είναι η πιο κεφάτη (και η καλύτερη) στιγμή εδώ και, όπως στο σύνολο του άλμπουμ, η παραγωγή του Richard Swift βοηθάει στο να υπάρχει η κατάλληλη ισορροπία μεταξύ σύγχρονου και αναχρονιστικού ήχου. Η στροφή του Nathaniel Rateliff στα βήματα παλιότερων, όπως ο Van Morrison, είναι, σύμφωνα με αυτόν τον πρώτο δίσκο, όμορφη επιλογή.
Σχετικό θέμα