Από την Ελευθερία της Έκφρασης,
στην Έκφραση της Ελευθερίας, I
[Σε δύο μέρη, το πρώτο σήμερα και το δεύτερο στο Bookspotting της Παρασκευής, ένα κείμενο που θίγει το ζήτημα της βιβλιοφιλίας ως ανάσας ελευθερίας]
στην Έκφραση της Ελευθερίας, I
[Σε δύο μέρη, το πρώτο σήμερα και το δεύτερο στο Bookspotting της Παρασκευής, ένα κείμενο που θίγει το ζήτημα της βιβλιοφιλίας ως ανάσας ελευθερίας]
Απολαμβάνοντας, γλυκά συνεπαρμένος, το βιβλίο Μικρή Πραγματεία περί Αμεριμνησίας του κάθε άλλο παρά αμέριμνου Denis Grozdanovitch (ένα βιβλίο που εξέδωσε η Πόλις, μεταφρασμένο κομψά από τον Ξένια Σκουρά) στάθηκα πολλήν ώρα σε μιαν υποσημείωση του συγγραφέα, στη σελίδα 218. Μιλώντας πολύ κομψά και διεισδυτικά για το επίτευγμα του Marcel Proust, ο Grozdanovitch, μεταξύ άλλων πρωταθλητής νέων Γαλλίας στο τένις, πρωταθλητής στο σκουός, σκακιστής, λάτρης της φωτερής μύχιας ελευθερίας που προσφερόταν κάποτε στα ελληνικά νησιά, και δεινός αναγνώστης, μας πληροφορεί ότι «σ’ ένα βιβλίο πολύ γνωστό στη χώρα του, ο Γιόζεφ Τσάπσκι, πολωνός αντιστασιακός που απέδρασε από ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, αφηγείται ότι διαβάζοντας αποσπάσματα από το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, κατάφερε να ανεβάσει το ηθικό των συγκρατουμένων του». Ό,τι ακολουθεί δεν είναι παρά το ξεδίπλωμα ορισμένων συνειρμών που προκάλεσε και γέννησε αυτή η υποσημείωση. Στο φόντο αυτών των συνειρμών ανασκιρτάει η πεποίθησή μου ότι τα βιβλία είναι, ιδίως στους καιρούς μας, οι ψηφίδες του ωραιότερου μωσαϊκού που μπορεί να υπάρχει: της ελευθερίας.
Πράγματι, ο κόσμος αρχίζει ν’ αλλάζει, όταν αλλάζει, απ’ την στιγμή που ορισμένες ιδέες και ορισμένες ευαισθησίες, διατυπωμένες με ενάργεια, κομψότητα και πάθος, τυπωμένες στο χαρτί και δεμένες σε κάποιο βιβλιοδετείο του Άμστερνταμ (όπου δέθηκαν πολλά «επικίνδυνα» συγγράμματα), του Παρισιού, της Βαρκελώνης, ή της Αθήνας, κάνουν την περιρρέουσα πραγματικότητα να φαίνεται λειψή. Τα βιβλία μπορούν να είναι επικίνδυνα για τη σαθρότητα, τους φρουρούς της και τους δοξολόγους της. Ακόμα και ως μαρτυρίες ή αναμνήσεις αυτού που όντως συνέβη ή συνελήφθη από τη σκέψη ή επινοήθηκε από τη φαντασία, είναι επίφοβα και οχληρά για τους τυράννους. Είναι γνωστή η ιστορία του Σι Χουάνγκ Τι, του λεγόμενου Πρώτου Αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε την κατασκευή του Σινικού Τείχους και συνάμα είχε προστάξει να καούν όλα τα βιβλία πριν από αυτόν. Κάτι που μιμήθηκαν οι χιτλερικοί στέλνοντας στην πυρά θησαυρούς του ανθρώπινου πνεύματος, μεταξύ άλλων του Φρόυντ και του Τόμας Μαν, και οι μαοϊκοί που επαίρονταν κτηνωδώς ότι είχαν εξαλείψει κάθε χνάρι του Δυτικού Πολιτισμού. Λιγότερο γνωστή, αλλά εξίσου αποτρόπαια ενδεικτική, είναι η καταδίκη σε ισόβια μιας καθηγήτριας, στο Ιράν επί Σάχη, επειδή βρέθηκε στην κατοχή της ένα αντίτυπο της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ!!!
Σήμερα, η ελευθερία της έκφρασης μοιάζει κατακτημένη (τουλάχιστον στον Δυτικό Κόσμο), αλλά ως παρωδία. Οι πάντες νομίζουν ότι μιλούν, ενώ απλώς «παραθυρολογούν», στήνουν μια φαρσοκωμωδία ελευθερίας της έκφρασης, ενώ πρόκειται στην πραγματικότητα για έναν παραληρηματικό, ασύντακτο, ασπόνδυλο, άναρθρο και, όχι σπάνια, αναίσθητο βόμβο, για έναν θόρυβο όλο παράσιτα. Φοβάμαι, ότι ακόμα και στα καφενεία, στα στέκια όπου κάποτε ανθούσαν αναλύσεις που θα τις ζήλευαν και οι πιο λαμπροί καθηγητές κοινωνιολογίας (ή μάλλον: κυρίως αυτοί!), οι θαμώνες πια παπαγαλίζουν αυτόν τον ασυνάρτητο βόμβο. Δεν γαλουχείσαι ατιμωρητί από την τεθλασμένη λαλιά της τηλεοπτικής ασυδοσίας. Στερούμενη την έκφραση της ελευθερίας, η ελευθερία της έκφρασης καταντάει να είναι μια αναπηρία και συνάμα μια νεοαστυνομία της σκέψης και της πράξης. Η συστηματική εξαφάνιση των βιβλίων από την καθημερινή ζωή του σύγχρονου πολίτη τον καθιστά ολοένα και λιγότερο πολίτη. Όσο για το «σύγχρονος», περιορίζεται στο να σημαίνει την κατανάλωση, με το βλέμμα ή με το αυτί, των εν παραληρήματι και ατάκτως ερριμμένων κυρίαρχων γελοιοτήτων και ψευδολογιών.
Μια «εκδρομή στο παρελθόν» είναι ενίοτε λυτρωτική. Θυμίζει ότι ανέκαθεν υπήρχαν ελεύθερες φωνές. Δεν χάνουμε κάθε που τις αφουγκραζόμαστε. Ένα γεγονός, ολόιδιο μ’ αυτό που καταγράφει ο Grozdanovitch συνάντησα στις σελίδες του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι (μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδ. Άγρα), όπου έγκλειστοι στο Άουσβιτς συνομιλούν ενδελεχώς για τον Βιργίλιο, το Δάντη και τον Όμηρο, με μια ενάργεια, μιαν εμβρίθεια και μιαν ευαισθησία που δεν συναντάμε σήμερα ούτε καν στα φιλολογικά σαλόνια (ή μάλλον: κυρίως όχι σ’ αυτά!). «Ο Βιργίλιος είναι η Λογική, η Βεατρίκη η Θεολογία», λένε οι έγκλειστοι. Ο Λέβι και οι συγκρατούμενοί του, εκστασιασμένοι από την ανάμνηση κάποιων βιβλίων, τα ανασυνθέτουν νοερώς, μεταφράζουν από μνήμης, δίχως μολύβι και χαρτί, θαυμαστά αποσπάσματά τους, καταργούν τη φρίκη του στρατοπέδου συγκέντρωσης, κάνουν αύρα δροσερή το μακάβριο και δυσώδες χνώτο του θανάτου. «Θα έδινα τη σημερινή σούπα», γράφει ο Λέβι, «για να καταφέρω να ενώσω ‘non avevo alcuna’ με το τέλος. Προσπαθώ να το ανασυνθέσω με τη βοήθεια της ρίμας, κλείνω τα μάτια, δαγκώνω τα δάχτυλα: ανώφελο, κλεισμένα στη σιωπή. Στο μυαλό μου χορεύουν άλλοι στίχοι: ‘…la terra lagrimosa diede vento…’, όχι, δεν είναι αυτό. Είναι αργά, είναι αργά, φτάσαμε στην κουζίνα, πρέπει να ολοκληρώσουμε».
Στο Άουσβιτς επίσης, σύμφωνα με το μυθιστόρημα του Αντουάν Μπιγιό, Η σύγχυση του μαθητή Βίτγκενσταϊν (μτφρ. Βάσω Μέντζου, εκδ. Ολκός) οι κρατούμενοι αντιστέκονταν στην αδιανόητη οδύνη παίζοντας μετά μανίας το «Παιχνίδι της Επιδεξιότητας», ήτοι έκαναν, ανά δύο, «κόντρες» γνώσεων με αφορμή ένα βιβλίο της επιλογής τους. Αυτές οι σωτήριες αναίμακτες μονομαχίες διεξάγονταν με τους κανόνες του τένις: «15, 30, ύστερα 40, αβαντάζ, παιχνίδι, σετ και ματς… Εάν ο παίκτης που έκανε σερβίς, δηλαδή ρωτούσε, έπαιρνε μια σωστή απάντηση, το σερβίς το έκανε ο αποδέκτης και τότε απαντούσε ο παίκτης που είχε κάνει σερβίς. Η ανταλλαγή συνεχιζόταν ώσπου να δοθεί κάποια λανθασμένη απάντηση. Εάν η ερώτηση ήταν ‘εκτός – μια μέρα χωρίς κάποια σημείωση στο ημερολόγιο, ένας λανθασμένος τίτλος ποιήματος – ο βαθμός ανήκε στον αποδέκτη, με τον όρο ότι θα αποκάλυπτε την απάτη ή το ακούσιο λάθος εκείνου που έκανε το σερβίς». Όταν ο homo sapiens ανταλλάσσει θερμές χειραψίες με τον homo ludens, θριαμβεύει ακόμα και μες στο πιο πηχτό σκοτάδι το φως της ανθρωπότητας. Οι σοφοί Σούφι έλεγαν, όχι και τόσο αλαζονικά εντέλει: «Όλοι οι άνθρωποι είναι νεκροί, εκτός από τους λάτρεις των βιβλίων».
Σ’ ένα άλλο στρατόπεδο θανάτου, στο Μπούχενβαλντ, οι μελλοθάνατοι μαθαίνουν να νικάνε την έλλειψη ύπνου, την κόπωση της ζωής, το φάσμα του ολέθρου απαγγέλλοντας ποιήματα του Ρεμπώ, του Βαλερύ, του Μπωντλαίρ, από στήθους, «από το βάθος της καρδιάς μας» καθώς λέει ο Χόρχε Σεμπρούν στο Ο νεκρός που μας χρειάζεται (μτφρ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, εκδ. Εξάντας). Τα βιβλία, έστω και ως ανάμνηση, προσφέρουν μια λύτρωση μοναδική, μια λύτρωση που ο σημερινός νεοέλληνας αγνοεί, παραβλέπει, πετάει, μαζί με τόσα άλλα θαύματα, μαζί με τόσα άλλα άνθη, στους χοίρους και στα σκυλιά. «Ν’ ανταλλάξουμε σημεία», γράφει ο Σεμπρούν, «κάποιες λέξεις, νέα του κόσμου, αδελφικές χειρονομίες, ένα χαμόγελο, ένα αποτσίγαρο, σπαράγματα ποιημάτων. Θραύσματα πια, κλαδάκια, καλαμάκια σκόρπια, γιατί κι η μνήμη θρυμματιζόταν, συρρικνωνόταν. Τα πιο πολύστιχα ποιήματα, που τα ξέραμε απέξω, από το βάθος της καρδιάς μας, Το μεθυσμένο καράβι, Το θαλασσινό κοιμητήρι, Το ταξίδι, ανάγονταν πια σε λίγες ξεκομμένες στροφές, αταίριαστες. Που ήταν βέβαια ακόμα πιο συγκλονιστικές, έτσι καθώς αναδύονταν μέσα από τις ομίχλες του αφανισμένου παρελθόντος».