Από την Ελευθερία της Έκφρασης,
στην Έκφραση της Ελευθερίας, I
[Σε δύο μέρη, το πρώτο σήμερα και το δεύτερο στο Bookspotting της Παρασκευής, ένα κείμενο που θίγει το ζήτημα της βιβλιοφιλίας ως ανάσας ελευθερίας]
στην Έκφραση της Ελευθερίας, I
[Σε δύο μέρη, το πρώτο σήμερα και το δεύτερο στο Bookspotting της Παρασκευής, ένα κείμενο που θίγει το ζήτημα της βιβλιοφιλίας ως ανάσας ελευθερίας]

Πράγματι, ο κόσμος αρχίζει ν’ αλλάζει, όταν αλλάζει, απ’ την στιγμή που ορισμένες ιδέες και ορισμένες ευαισθησίες, διατυπωμένες με ενάργεια, κομψότητα και πάθος, τυπωμένες στο χαρτί και δεμένες σε κάποιο βιβλιοδετείο του Άμστερνταμ (όπου δέθηκαν πολλά «επικίνδυνα» συγγράμματα), του Παρισιού, της Βαρκελώνης, ή της Αθήνας, κάνουν την περιρρέουσα πραγματικότητα να φαίνεται λειψή. Τα βιβλία μπορούν να είναι επικίνδυνα για τη σαθρότητα, τους φρουρούς της και τους δοξολόγους της. Ακόμα και ως μαρτυρίες ή αναμνήσεις αυτού που όντως συνέβη ή συνελήφθη από τη σκέψη ή επινοήθηκε από τη φαντασία, είναι επίφοβα και οχληρά για τους τυράννους. Είναι γνωστή η ιστορία του Σι Χουάνγκ Τι, του λεγόμενου Πρώτου Αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε την κατασκευή του Σινικού Τείχους και συνάμα είχε προστάξει να καούν όλα τα βιβλία πριν από αυτόν. Κάτι που μιμήθηκαν οι χιτλερικοί στέλνοντας στην πυρά θησαυρούς του ανθρώπινου πνεύματος, μεταξύ άλλων του Φρόυντ και του Τόμας Μαν, και οι μαοϊκοί που επαίρονταν κτηνωδώς ότι είχαν εξαλείψει κάθε χνάρι του Δυτικού Πολιτισμού. Λιγότερο γνωστή, αλλά εξίσου αποτρόπαια ενδεικτική, είναι η καταδίκη σε ισόβια μιας καθηγήτριας, στο Ιράν επί Σάχη, επειδή βρέθηκε στην κατοχή της ένα αντίτυπο της Επιστήμης της Λογικής του Χέγκελ!!!

Μια «εκδρομή στο παρελθόν» είναι ενίοτε λυτρωτική. Θυμίζει ότι ανέκαθεν υπήρχαν ελεύθερες φωνές. Δεν χάνουμε κάθε που τις αφουγκραζόμαστε. Ένα γεγονός, ολόιδιο μ’ αυτό που καταγράφει ο Grozdanovitch συνάντησα στις σελίδες του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος του Πρίμο Λέβι (μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, εκδ. Άγρα), όπου έγκλειστοι στο Άουσβιτς συνομιλούν ενδελεχώς για τον Βιργίλιο, το Δάντη και τον Όμηρο, με μια ενάργεια, μιαν εμβρίθεια και μιαν ευαισθησία που δεν συναντάμε σήμερα ούτε καν στα φιλολογικά σαλόνια (ή μάλλον: κυρίως όχι σ’ αυτά!). «Ο Βιργίλιος είναι η Λογική, η Βεατρίκη η Θεολογία», λένε οι έγκλειστοι. Ο Λέβι και οι συγκρατούμενοί του, εκστασιασμένοι από την ανάμνηση κάποιων βιβλίων, τα ανασυνθέτουν νοερώς, μεταφράζουν από μνήμης, δίχως μολύβι και χαρτί, θαυμαστά αποσπάσματά τους, καταργούν τη φρίκη του στρατοπέδου συγκέντρωσης, κάνουν αύρα δροσερή το μακάβριο και δυσώδες χνώτο του θανάτου. «Θα έδινα τη σημερινή σούπα», γράφει ο Λέβι, «για να καταφέρω να ενώσω ‘non avevo alcuna’ με το τέλος. Προσπαθώ να το ανασυνθέσω με τη βοήθεια της ρίμας, κλείνω τα μάτια, δαγκώνω τα δάχτυλα: ανώφελο, κλεισμένα στη σιωπή. Στο μυαλό μου χορεύουν άλλοι στίχοι: ‘…la terra lagrimosa diede vento…’, όχι, δεν είναι αυτό. Είναι αργά, είναι αργά, φτάσαμε στην κουζίνα, πρέπει να ολοκληρώσουμε».

Σ’ ένα άλλο στρατόπεδο θανάτου, στο Μπούχενβαλντ, οι μελλοθάνατοι μαθαίνουν να νικάνε την έλλειψη ύπνου, την κόπωση της ζωής, το φάσμα του ολέθρου απαγγέλλοντας ποιήματα του Ρεμπώ, του Βαλερύ, του Μπωντλαίρ, από στήθους, «από το βάθος της καρδιάς μας» καθώς λέει ο Χόρχε Σεμπρούν στο Ο νεκρός που μας χρειάζεται (μτφρ. Οντέτ Βαρών-Βασάρ, εκδ. Εξάντας). Τα βιβλία, έστω και ως ανάμνηση, προσφέρουν μια λύτρωση μοναδική, μια λύτρωση που ο σημερινός νεοέλληνας αγνοεί, παραβλέπει, πετάει, μαζί με τόσα άλλα θαύματα, μαζί με τόσα άλλα άνθη, στους χοίρους και στα σκυλιά. «Ν’ ανταλλάξουμε σημεία», γράφει ο Σεμπρούν, «κάποιες λέξεις, νέα του κόσμου, αδελφικές χειρονομίες, ένα χαμόγελο, ένα αποτσίγαρο, σπαράγματα ποιημάτων. Θραύσματα πια, κλαδάκια, καλαμάκια σκόρπια, γιατί κι η μνήμη θρυμματιζόταν, συρρικνωνόταν. Τα πιο πολύστιχα ποιήματα, που τα ξέραμε απέξω, από το βάθος της καρδιάς μας, Το μεθυσμένο καράβι, Το θαλασσινό κοιμητήρι, Το ταξίδι, ανάγονταν πια σε λίγες ξεκομμένες στροφές, αταίριαστες. Που ήταν βέβαια ακόμα πιο συγκλονιστικές, έτσι καθώς αναδύονταν μέσα από τις ομίχλες του αφανισμένου παρελθόντος».