
Από την Ελευθερία της Έκφρασης,
στην Έκφραση της Ελευθερίας, IΙ
[Το πρώτο μέρος, στη χθεσινή Radio Propaganda, 02/09/2010]
Ακριβώς πριν από έναν αιώνα, το 1905, ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο άνθρωπος που μας χάρισε τον Λόρδο Τζιμ και το Νοστρόμο, το Με τα μάτια ενός Δυτικού και την Καρδιά του Σκότους, μπόρεσε πολύ σεμνά να υπερασπιστεί με τη σειρά του τα βιβλία: «Έχει ειπωθεί, πάει πολύς καιρός, πως τα βιβλία έχουν τη μοίρα τους. Όντως έχουν, και μοιάζει πάρα πολύ με αυτήν του ανθρώπου. Μοιράζονται μαζί μας τη μεγάλη αβεβαιότητα του εξευτελισμού ή της δόξας, της αυστηρής δικαιοσύνης και της βλακώδους δίωξης, της συκοφαντίας και της παρεξήγησης, την ντροπή της μη επάξιας επιτυχίας. Απ’ όλα τα άψυχα αντικείμενα, απ’ όλα τα δημιουργήματα του ανθρώπου, τα βιβλία είναι τα πλησιέστερα προς εμάς, γιατί περιέχουν την ίδια μας τη σκέψη, τις φιλοδοξίες μας, τις διαμαρτυρίες μας, τις ψευδαισθήσεις μας, την πίστη μας στην αλήθεια και την επίμονη ροπή μας προς το λάθος, Αλλά πάνω απ’ όλα, μας μοιάζουν λόγω του αβέβαιου της ζωής τους» (Έμπνευση και Δημιουργία, εκδ. Printa).
Ο Μπόρχες έλεγε ότι η μεγαλύτερη λογοτεχνική του φιλοδοξία ήταν να γράψει ένα βιβλίο, ένα κεφάλαιο, μια παράγραφο που να είναι το παν για τους πάντες. Όλος ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σ’ ένα βιβλίο, διατεινόταν ο ποιητής και φίλος των αγγέλων της αγνότητας, όπως αποκαλούσε τους ωραίους αναρχικούς των καιρών του, ο Στεφάν Μαλλαρμέ. Ο λεγόμενος ερημίτης της Πράγας, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο Φραντς Κάφκα μπόρεσε να γράψει ότι το βιβλίο πρέπει να είναι το τσεκούρι που σπάζει την παγωμένη θάλασσα μέσα μας. Ενώ ο τρυφερός, μεταξένιος και βελούδινος Ρολάν Μπαρτ έμελλε να πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι γράφω σημαίνει κάνω τον κόσμο κομμάτια και τον συνθέτω πάλι απ’ την αρχή. Στις μέρες μας, λιγότερο φιλόδοξες λιγότερο διαυγείς λιγότερο μεγαλειώδεις μέρες, δύσκολα συναντάς κάτι άλλο εξόν από έναν πολυφωνικό μονότονο μονόλογο περί ολοένα και πιο αφηρημένων δικαιωμάτων, ολοένα και πιο αόριστων διεκδικήσεων, ολοένα και πιο χαμερπών βλέψεων. Ο αισιόδοξος εντός μου θέλει να θεωρεί ότι πρόκειται για μεταβατικό στάδιο, όπως λέγαμε παλιά. Το μούδιασμα, η αμηχανία, η σπασμωδικότητα που δεσπόζουν στην επικράτεια της ανάγνωσης και της γραφής θα δώσουν, σιγά-σιγά στην αρχή και μετά απότομα, τη θέση τους σε πιο τολμηρές, ευφάνταστες και υψιπετείς διαθέσεις. Το μεθοδικό διάβασμα, πάντα σε συνδυασμό με ορισμένες πειραματικές συμπεριφορές, είναι οπωσδήποτε το νούμερο ένα βήμα προς το γόνιμο γράψιμο, ήτοι προς τη διατύπωση σκέψεων και ευαισθησιών που θα καταφέρουν να μας αναστατώσουν, ήτοι προς τη διάνοιξη δρόμων ελευθερίας, ήτοι προς το πέρασμα στην ηλικία της λογικής.


Αυτή η μάλλον διασκεδαστική αντιπαράθεση του Μυωπικού με τον Διορατικό είναι εύγλωττη ως προς το πόσο πιο ελεύθερα γίνονται τα τείνοντα προς την ελευθερία πνεύματα όταν διαβάζουν εν πνεύματι ελευθερίας, όταν απαλλάσσονται διά του διαβάσματος από τις όποιες αγκυλώσεις τους, όταν συντάσσονται με την ακαριαία και συγκλονιστική ρήση του Μπαλτάσαρ Γραθιάν: «Οι λέξεις είναι εφαλτήρια πράξεων». Τέτοιο πνεύμα ήταν ο Μισέλ ντε Μονταίνι (αγαπημένος μεταξύ άλλων του Τόμας Μπέρνχαρντ και του Guy Debord), ο οποίος ανάμεσα στο δοκίμιό του περί της μέθης και το περί της ωμότητας παρεμβάλλει το Περί Βιβλίων, όπου, τόσο ελεύθερα, μας λέει: «Όποιος ψάχνει για γνώσεις, ας τις ψαρέψει εκεί που κατοικούν: τίποτα δεν υπάρχει που να επαγγέλλομαι λιγότερο. Εδώ είναι οι ιδέες μου, με τις οποίες δεν προσπαθώ καθόλου να δώσω μια γνώση των πραγμάτων αλλά του εαυτού μου» (Δοκίμια, Δεύτερος Τόμος, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, εκδ. Εστία). Λίγο πιο κάτω, θυμίζοντας το πρόγραμμα του Πασκάλ («Qu’on ne dise pas que je n’ai rien dit de nouveau: la disposition des matières est nouvelle») αλλά και προλογίζοντας συγκλονιστικά τη μέθοδο détournement του Isidore Ducasse, τα συστηματικά μοντάζ του Walter Benjamin, και τα επιτεύγματα του Debord, προειδοποιεί: «Ας μη στραφεί η προσοχή στο υλικό, αλλά στο σχήμα που του δίνω». Βέβαια, έτσι μπορούν να εκφρασθούν ελεύθερα οι μεθοδικοί αναγνώστες, αυτοί που αναζητούν στα βιβλία απόλαυση και ομορφιά και χειρονομίες υψίστης αυτονομίας. Ο Μονταίνι λέει: «Δεν ζητάω από τα βιβλία παρά να μου προσφέρουν ευχαρίστηση μέσω μιας τίμιας ψυχαγωγίας. Ή, αν μελετάω, δεν αναζητώ παρά τη μάθηση που πραγματεύεται τη γνώση του εαυτού μου και που με διδάσκει πώς να πεθάνω καλά και πώς να ζω καλά». Συνεπώς: «Λέω ελεύθερα την άποψή μου για κάθε πράγμα, ακόμα και για εκείνα που ίσως ξεπερνούν την επάρκειά μου και που διόλου δεν νομίζω πως είναι της δικαιοδοσίας μου. Κι έτσι, η γνώμη που εκφράζω γι’ αυτά είναι επίσης διακήρυξη του μέτρου της διορατικότητάς μου, όχι το μέτρο των πραγμάτων».
Ακούγοντας το «The Book Lovers», αυτό το μικρό βιβλιοφιλικό αριστούργημα των Divine Comedy, δεν μπορώ να μη φέρω στο νου τον στίχο του Δάντη, «κι εκείνη τη μέρα δεν διαβάσαμε τίποτε άλλο», που τόσο θαυμαστά συνοψίζει, για όσους ξέρουν να ζουν και να διαβάζουν, του έρωτος την μαγική ουσία, και να μην επαναλάβω τα λόγια αυτού που δικαίως χαρακτηρίστηκε ο πιο ελεύθερος άνθρωπος του αιώνα του: «Οι φιλόδοξοι νιώθουν την ανάγκη να γράψουν, ή ακόμα και να δημοσιεύσουν τα γραπτά τους, για να κοινοποιήσουν αφηρημένα την αφηρημένη τους ύπαρξη, πιστεύοντας ότι έτσι της δίνουν κάποια υπόσταση. Αλλά σ’ αυτόν τον τομέα για να ξέρει κάποιος να γράψει πρέπει να έχει διαβάσει, και για να ξέρει να διαβάσει πρέπει να ξέρει να ζήσει».