Μάνος Μοναστηριώτης

Μάνος Μοναστηριώτης: Ζούμε την εποχή που οι ανίκανοι ή οι μέτριοι καθορίζουν ποιοι και πόσο θα προβληθούν

Συνέντευξη με αφορμή το live του, το Σάββατο 10 Ιουνίου, στο RestArt.
Διαβάστηκε φορες
Ο Μάνος Μοναστηριώτης είναι ένας πρωτοεμφανιζόμενος τραγουδοποιός, ο οποίος μάς συστήθηκε πέρυσι, μέσα από τα 11 τραγούδια του παρθενικού του άλμπουμ, Να Περιμένω Το Αύριο (MLK).

Καθώς ετοιμάζεται για την πρώτη του συναυλιακή εμφάνιση μετά από καιρό (το Σάββατο 10 Ιουνίου, στο RestArt, Εμμανουήλ Μπενάκη 42, στο κέντρο της Αθήνας), ο Μοναστηριώτης μιλάει στο Mix Grill για τον δίσκο του, για την τραγουδοποιία του αλλά και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι νεοεισερχόμενοι στον χώρο του τραγουδιού...

Ξεκινώντας από το επερχόμενο live σου, τι θα παρουσιάσεις και με ποιους συνεργάτες;

Αποφάσισα να κάνω κι εγώ ένα live, μέσα σε όλες τις αντιξοότητες και τα παράξενα που μου έτυχαν τους τελευταίους μήνες, με βασικό άξονα τα τραγούδια του πρώτου μου δίσκου «Να Περιμένω Το Αύριο», κάποια ακυκλοφόρητα τραγούδια, αλλά κι αγαπημένα μου κομμάτια σε διασκευή, λιτά, με την κιθάρα μου. Μαζί μου θα είναι στα πλήκτρα και το μαντολίνο ένα νέο παιδί, ο Αλέξανδρος Γόγολος, ενώ θα με συνδράμει κιθαριστικά ένας φίλος αγαπημένος, ο Θάνος Πλούμπης. Προσπαθώ πάντα τα τραγούδια να μην είναι ατάκτως ερριμμένα, αλλά να υπάρχει μια νοηματική και συναισθηματική σύνδεση. Φυσικά όποιος θέλει να εκτεθεί ζωντανά μ’ ένα του τραγούδι ή με τον λόγο του, είναι ελεύθερος κι επιβάλλεται να το κάνει!

Το ντεμπούτο άλμπουμ σου έκλεισε πρόσφατα έναν χρόνο κυκλοφορίας. Πες μας κάποια πράγματα για το υλικό και για το πώς αυτό συνοψίζεται από τον τίτλο.

Το υλικό του πρώτου μου δίσκου ουσιαστικά γεννήθηκε μέσα στα χρόνια της κρίσης, από το 2009 μέχρι το 2015. Ο τίτλος Να Περιμένω Το Αύριο είναι, λοιπόν, κάπως σιβυλλικός, αφού ο καθένας μας μπορεί να ονειρεύεται ή να περιμένει το δικό του αύριο, ακόμα κι αν μέσα του πιστεύει πως μπορεί και να μην υπάρχει (αισιοδοξία!). Μου αρέσει να τ’ αποκαλώ «τα τραγούδια της κρίσης», συχνά μάλιστα προτρέπω αυτούς που τ’ ακούνε να βάζουν το δικό τους σημείο στίξης στη φράση «να περιμένω το αύριο» (ερωτηματικό, θαυμαστικό, απλή τελεία). Προσωπικά, θα έβαζα ένα ερωτηματικό αμηχανίας! Αν προσέξει κανείς το εξώφυλλο -ένας δράκος, μια πεταλούδα κι ένα σκηνικό πόλης- μάλλον θα έχει τη δυνατότητα να ταυτιστεί με κάποιο από αυτά τα στοιχεία-στοιχειά.

Πώς σου φαίνεται σήμερα ο δίσκος;

Έναν χρόνο μετά, μπορώ να ομολογήσω ότι στα αυτιά μου ο δίσκος ακόμα ακούγεται φρέσκος, είναι πολύ νωρίς άλλωστε για να παλιώσει! Απλά ακόμα περιμένω αυτό το αύριο!

Για την ηχογράφησή του συνεργάστηκες με τον Κώστα Παρίσση. Πώς λειτούργησε η συνεργασία σας και ποια ήταν η συνεισφορά του στο τελικό αποτέλεσμα;

Γνώριζα τη δουλειά του Κώστα και την πορεία του ως μουσικός και παραγωγός. Κι επειδή τα τραγούδια μου κάπου φλερτάρουν με μια άλλη εποχή, έχουν γενικά έναν επιθετικό λυρισμό ή μια νοσταλγία, ήθελα το τελικό άκουσμα να είναι φρέσκο και ν’ αφορά στο σήμερα. Ο Κώστας ξέρει ν’ αφουγκράζεται τις ατμόσφαιρες, γι’ αυτό και η συνεργασία μας ήταν κάθε άλλο παρά τυπικά επαγγελματική. Οι ηχογραφήσεις κύλησαν αβίαστα, με καφέδες, τσιγάρα και κουβεντούλα. Ό,τι καλύτερο δηλαδή! Ο Κώστας ξέρει να σέβεται τη φόρμα του τραγουδιού που θα του παρουσιάσεις, αλλά παράλληλα αφήνει και το δικό του στίγμα αβίαστα.



Ασκείς συχνά έντονη κριτική μέσα από τα social media στον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι νεότεροι δημιουργοί από τα ΜΜΕ. Να υποθέσω ότι δεν έχεις βρει το ενδιαφέρον που περίμενες για τη δουλειά σου; Ποια είναι τα προβλήματα που εντοπίζεις;

Το 2013 συμμετείχα σε κάποιον διαγωνισμό για νέους τραγουδοποιούς, συνθέτες και τραγουδιστές, με πρωτοβουλία μιας γνωστής στον χώρο εταιρείας. Αν και προκρίθηκα ως τραγουδοποιός μαζί με άλλα 47 παιδιά μέσα από 3,500 συμμετοχές, από τότε μέχρι σήμερα δε με πήρε κανείς τηλέφωνο από την εταιρεία, έστω για να με γνωρίσουν. Το ίδιο φυσικά συνέβη και με την πλειοψηφία των προκριθέντων. Έτσι αποφάσισα να πάρω την τύχη μου στα χέρια μου. Πριν από χρόνια, ο Σωκράτης Μάλαμας, έχοντας ακούσει κάποια τραγούδια μου, πέρα από τις συμβουλές που μου έδωσε, με προετοίμασε για το τι μπορεί να αντιμετωπίσω -και φυσικά είχε δίκιο.

Έρχομαι τώρα στα λατρεμένα μας ΜΜΕ και τον ρόλο τους. Δεν μπορεί να υπάρξει Τέχνη χωρίς χρηματοδότηση και χωρίς μια στοιχειώδη προβολή. Αυτό είναι μια σκληρή αλήθεια, γι ‘αυτό και όλοι πλέον χρηματοδοτούμε τις δουλειές μας, αλλά παράλληλα αναλαμβάνουμε και την προώθηση, αφού οι εταιρείες έχουν εδώ και χρόνια εκφυλιστεί και περιοριστεί στον ρόλο της κοπής και διανομής του CD.

Γύρω μας, λοιπόν, πετάνε κάποιοι απίστευτοι τύποι που δηλώνουν παραγωγοί ραδιοφώνου, συντάκτες, δημοσιογράφοι, μάνατζερ ή προστάτες των πνευματικών μας δικαιωμάτων, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους συμπληρώνουν μια τριγωνική σχέση που συνίσταται στις έννοιες: εταιρεία-χορηγός επικοινωνίας, ΜΜΕ, μαγαζιά. Έτσι ερχόμαστε στην πλήρη εξαθλίωση του ραδιοφώνου -πέρα από κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις- μέσα από playlists, συνεντεύξεις και παρουσιάσεις μιας παλαιάς φρουράς δέκα περίπου δημιουργών, που ακόμα λανσάρονται ως νέα ταλέντα. 

Ζούμε την εποχή που οι ανίκανοι ή οι μέτριοι καθορίζουν ποιοι και πόσο θα προβληθούν (με το αζημίωτο βέβαια) ή μέσα από τη γνωστή μέθοδο της κλίκας και του λιβανίσματος. Αν βάλεις σε όλα αυτά και το ελληνικό φαινόμενο της γεροντολαγνείας/δεινοσαυρισμού, έχεις μπροστά σου όλο το σκηνικό.

Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά, αισθάνομαι χαρούμενος που βρέθηκαν κάποιοι σπουδαίοι άνθρωποι, οι οποίοι, χωρίς να τους ζητήσω ή να μου ζητήσουν τίποτα, παρουσίασαν τη δουλειά μου κι αισθάνομαι την υποχρέωση πάντα να τους μνημονεύω.

Πώς θα μπορούσαν να λυθούν όλα αυτά τα θέματα που ανέφερες;

Με ρωτάς πώς θα λυθεί αυτός ο γόρδιος δεσμός; Με αξιοκρατία, πλουραλισμό αλλά και με την παρέμβαση των δημιουργών που βλέπουν καθαρά ότι θίγονται ως καλλιτέχνες.


Κατατάσσεις τον εαυτό σου στον λεγόμενο «έντεχνο» χώρο. Τι είναι για σένα το «έντεχνο» τραγούδι;

Ο όρος έντεχνο χρησιμοποιήθηκε στον αντίποδα του ψευτολαϊκοπόπ τραγουδιού του ’80 και ’90 κυρίως. Πρόκειται για όρους-υβρίδια που κι εγώ καταχρηστικά χρησιμοποιώ, περισσότερο σαν μια κατηγοριοποίηση που θυμίζει τις ετικέτες που υπάρχουν στα δισκάδικα. Από την άλλη μεριά, διαφωνώ εξίσου και με τη γνωστή ρήση «η μουσική είναι μία», όταν λέγεται από ανθρώπους που θεωρούν θεμιτές τις συνεργασίες-εξαμβλώματα από ανθρώπους του λεγόμενου έντεχνου με αντίστοιχους από την άλλη όχθη (σκυλάδικα, πίστα, ψευτορόκ κ.ά.). Η μουσική είναι όντως μία: αυτή που έχει λόγο ύπαρξης και προχωράει τη σκέψη σου και την ψυχή σου. Όχι, όμως, αυτή που αποτελεί φτηνή υπόκρουση κι αντικείμενο εκμετάλλευσης των ονείρων κάποιων παιδιών, μέσα από φτηνιάρικα talent show που αποτελούν καθαρά τηλεοπτικά προϊόντα ή το κατάλληλο σκηνικό για την παλινόρθωση της όποιας καριέρας. Σαφώς το έντεχνο συνδέθηκε με τις κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες του αστού κυρίως και μπολιάστηκε από διαφορετικά είδη, κάποιες φορές με επιτυχία. Όσο κι αν δε μας αρέσουν οι ετικέτες, υπάρχει σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στο τραγούδι της πίστας ή της σάχλας και σ’ αυτό που σέβεται τα μουσικά είδη κι αναδεικνύει τον λόγο. Προσωπικά, θα μου αρκούσε όσοι ακούσουν τα τραγούδια μου να βρουν μια δικιά τους αλήθεια μέσα σ’ αυτά.

Δεν πιστεύεις, όμως, ότι αυτή η ετικέτα (ή όποια άλλη) λειτουργεί περιοριστικά για έναν δημιουργό; Και δεν υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα στο να αντιτίθεται κάποιος στο σύστημα και την ίδια στιγμή να υιοθετεί μια από τις πλέον προβεβλημένες κατηγοριοποιήσεις του;

Το τραγούδι, όπως και κάθε μορφή Τέχνης, βρίσκεται μέσα στο σύστημα, από τη στιγμή που χρησιμοποιεί τα υλικά του για να προβληθεί. Αλλιώς, αυτά που γράφαμε θα τα κρατούσαμε στο συρτάρι μας και θα γκρινιάζαμε επειδή κανένας δεν ανακάλυψε την ιδιοφυία μας. Άλλο, όμως, να λειτουργείς όπως μπορείς μέσα στο σύστημα, κι άλλο να γίνεσαι ένα με αυτό. Χρειάζεται γερό στομάχι, είναι αλήθεια, για να μην τρως εκεί που φτύνεις και το αντίστροφο. Κι αυτό ισχύει σε οποιαδήποτε δουλειά. Από την άλλη μεριά, είναι αλήθεια ότι και στο λεγόμενο έντεχνο υπήρξε μια εποχή υπερβολικής προβολής, κάτι που δημιούργησε μια μανιέρα στον τρόπο έκφρασης, ακόμα κι από άξιους δημιουργούς, και παράλληλα απέκλεισε κάποιους άλλους ικανούς. Αυτό, άλλωστε, σημαίνει «καθεστώς» και η ευθύνη βαραίνει όχι μόνο τους μεσάζοντες και τις εταιρείες αλλά και το ίδιο το κοινό.

Βιοπορίζεσαι ως φιλόλογος καθηγητής. Θα προτιμούσες να ήταν η τραγουδοποιία η «κανονική» δουλειά σου, ή θεωρείς εξίσου σημαντικό τον ρόλο του εκπαιδευτικού;

Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η φιλολογία και η μουσική για μένα ήταν πάντα ένα ενιαίο σύνολο, ένα μωσαϊκό πάνω στο οποίο μπορούσα να περπατήσω χωρίς αναστολές, χρησιμοποιώντας πάνω κάτω τα ίδια υλικά. Δουλεύω στην τάξη με τον λόγο, ψάχνοντας την αλήθεια, μέσα από την αρχαία και νέα Ελληνική Γραμματεία ή την Ιστορία. Αλλά και στη μουσική πάλι με κώδικες καταπιάνομαι, αναζητώντας την προσωπική μου αλήθεια κι εκτόνωση. Ποτέ δεν θεώρησα την τραγουδοποιία και την ποίηση, με την οποία επίσης συχνά καταπιάνομαι, ως επάγγελμα. Αισθάνομαι έτσι πιο ελεύθερος, να γράφω ό,τι θέλω κι όπως θέλω, χωρίς να με περιορίζει η οικονομική δέσμευση. Σε μια ουτοπική-ιδανική κοινωνία, ίσως δεν θα έπρεπε οι καλλιτέχνες να αμείβονται, γιατί αυτό  μοιραία συνεπάγεται εκπτώσεις στην ίδια τους την Τέχνη. Από την άλλη πλευρά, σέβομαι απεριόριστα αυτούς που προσπαθούν να ζήσουν από την Τέχνη τους, κυρίως τους μουσικούς. Ίσως γιατί δεν προσπάθησα αρκετά ή δεν έτυχε να γίνω καλός σολίστας.

Θα υπάρξουν και επόμενες ζωντανές εμφανίσεις σου;

Μακάρι να  μπορούσα να παίζω πιο συχνά. Αλλά είμαι και σ’ αυτό παράξενος! Θέλω το μαγαζί να έχει χαρακτήρα, καλό ήχο και κόσμο που να μπορεί ν’ ακούσει τις ιστορίες μου. Αισθάνομαι αμήχανα όταν πρέπει να μαζέψω δικούς μου ανθρώπους για μία ζωντανή εμφάνιση. Κι εδώ ερχόμαστε στο άλλον μείζον θέμα: πόσο στηρίζει το κοινό τα καινούργια, γιατί ακόμα και τα δοκιμασμένα στο παρελθόν πλέον δεν τραβάνε κόσμο. Το κοινό έχει κι αυτό τις δικές του ευθύνες, γιατί δεν ψάχνει ούτε ψάχνεται, αλλά αντιμετωπίζει την τέχνη σαν κομμάτι ενός παζλ που οι ψηφίδες του πρέπει να του είναι εύκολα αναγνωρίσιμες. Τα ίδια, όμως, δεν ισχύουν και στον χώρο της πολιτικής, αλλά και των ανθρώπινων σχέσεων;

Κλείνοντας, τι σκέφτεσαι για την επόμενη δισκογραφική σου δουλειά;

Σε ό,τι αφορά το επόμενο βήμα μου, υπάρχουν ήδη αρκετά τραγούδια που τα δοκιμάζω κάποιες φορές και ζωντανά. Χρειάζομαι χρόνο για να τα εντάξω σε κάποια ενότητα αλλά μάλλον δε θ’ αργήσω πολύ. Αυτή την περίοδο πιο πολύ με απασχολεί η δημιουργία ενός πιο σταθερού μουσικού σχήματος που θα μπορέσει να υποστηρίξει τη δυναμική εσωστρέφεια που έχουν τα τραγούδια μου. Προς το παρόν, ραντεβού το Σάββατο στις 10 Ιουνίου στο RestArt, και στις 30 Ιουνίου με μια μικρή συμμετοχή μου στο Giocondart, παρέα με καλούς, νέους τραγουδοποιούς.

Αξιολόγηση
Βαθμολογήστε το άρθρο
10,0 / 10 (σε 1 αξιολογήσεις)
Για να αξιολογήσετε επιλέξτε το επιθυμητό αστέρι

Κωδικός επιβεβαίωσης, γράψτε τους χαρακτήρες που βλέπετε στην εικόνα

Διαβάστε ακόμα