Όπως ανέφερε και ο ίδιος ο Goran Bregovic κάποια στιγμή της βραδιάς, είχαν περάσει αρκετά χρόνια από την τελευταία φορά που εμφανίστηκε στην Ελλάδα. Μαζί με την «Wedding and Funeral Band» του έφερε σε περίπου δύο ώρες μερικές από τις μουσικές του, παλιές και παλιότερες, που το μεγαλύτερο μέρος του κοινού που γέμισε από νωρίς τη Μονή Λαζαριστών ευχαριστήθηκε.
Ο ίδιος, νόμιμα στην τρίτη ηλικία των 65+ εδώ και λίγο καιρό, ήταν ιδιαίτερα κεφάτος και επικοινωνούσε άνετα με το Ελληνικό κοινό, με το οποίο έχει αυτή τη ζεστή σχέση που δημιουργήθηκε από ορισμένους δίσκους περασμένων δεκαετιών. Το ίδιο και οι μουσικοί που τον πλαισίωσαν. Όμως, άλλα ήταν τα πράγματα που δημιούργησαν τις αρνητικές σκέψεις, οι οποίες επικράτησαν στο τέλος της δίωρης εμφάνισής τους.
Αρχικά, όσον αφορά τη μουσική, όλοι οι επί σκηνής ήταν αξιέπαινοι. Γεμάτα ζωντάνια ήταν τα πνευστά (Bokan Stankovic πρώτη τρομπέτα, μαζί με άλλους σε σαξόφωνο, κλαρινέτο, τρομπέτα και τρομπόνι), όμορφη φωνή και συνοδεία στην «μπότα» του Muki Redzepi και στο ύψος τους οι κυρίες στις παραδοσιακές Βουλγάρικες ενδυμασίες όταν τραγουδούσαν και στα Ελληνικά. Τι δουλειά είχαν όμως τα προηχογραφημένα τύμπανα και το μπάσο σε αυτό το playback που μερικές φορές επέβαλλε ατμόσφαιρα ενός κλαμπ; Καλύτερα να μείνουν τα τραγούδια λίγο πιο γυμνά, παρά να εκβιάζεται με αυτόν τον τρόπο η αίσθηση του «πάρτι», που μια χαρά υποστήριζαν τα πνευστά και ο ορεξάτος Bregovic.
Αν, παρά το αταίριαστο της υπόθεσης, δεχτούμε αυτή τη μουσική προσέγγιση, έρχεται η διάταξη του χώρου και η γενικότερη διοργάνωση για να τα κάνει χειρότερα. Είναι δυνατόν σε καλοκαιρινή συναυλία ενός μουσικού όπως ο Bregovic, που εμπνέει χορό, να υπάρχουν καρέκλες – αριθμημένες, περιφραγμένες, με ακριβότερο εισιτήριο – μέχρι μπροστά στη σκηνή; Ή, πώς γίνεται να δεχτεί αυτός που πλήρωσε παραπάνω για να καθίσει στην «πλατεία» να βλέπει τους «όρθιους» στις κερκίδες να έχουν καλύτερη θέα; Επί μιάμιση ώρα απανταχού οι καθισμένοι (των 35, των 26 και των 22 ευρώ) ξεχώριζαν από τα πλαϊνά στριμωγμένα διαζώματα όπου οι υπόλοιποι – νεώτεροι κυρίως – χόρευαν σχεδόν ασταμάτητα. Λίγο πριν το τέλος, με τραγούδια όπως το ‘Kalashnikov’ ή το ‘Bella Ciao’ σηκώθηκαν και κουνήθηκαν οι περισσότεροι, χαλαρωμένοι ίσως μετά την επιστροφή των μουσικών στη σκηνή. Πριν παρεξηγηθώ, δεν προτείνω να καταργηθούν οι καρέκλες στις συναυλίες. Κάποιοι τις έχουν ανάγκη και ήταν ευχάριστο θέαμα η παρουσία ορισμένων ΑΜΕΑ, αλλά από κάποιο σημείο και μετά αλλοιώνεται η εμπειρία της συναυλίας.
Το τρίτο και τελευταίο «παράπονο» είναι μικρότερης σημασίας και αφορά στον ίδιο τον μουσικό. Αυτή την περίοδο ο Goran Bregovic ετοιμάζει ένα καινούριο album με τίτλο ‘Three Letters From Sarajevo’, για το οποίο όμως δεν μας είπε κουβέντα. Αυτός ίσως να έχει να κάνει βέβαια με το ότι δε σχετίζεται άμεσα με την Wedding And Funeral Band που ήταν μαζί του. Τον πιο πρόσφατο δίσκο του πάντως (Champagne For Gypsies, 2012) τον τίμησε με αρκετά τραγούδια (‘Presidente’, ‘Quantum Utopia’, ‘Hopa Cupa’), όπως τίμησε – και τιμάει ανέκαθεν – τη μουσική των γύφτων. Φυσικά, δε θα μπορούσαν να λείπουν τα τραγούδια με τα οποία έγινε γνωστός στην Ελλάδα, με τις φωνές της Πρωτοψάλτη και του Νταλάρα, όπως τα ‘Παραδέχτηκα’, ‘Βενζινάδικο’, ‘Θεός Αν είναι’ και το ‘Ederlezi’. Έκανε μια βόλτα κι απ’ το Arizona Dream με το ‘In The Death Car’, ενώ από τα καθαρά δικά του τραγούδια ξεχώρισαν το ‘Gas Gas’ που άνοιξε τη βραδιά και το ‘Mesecina’ λίγο πριν το κλείσιμο περίπου στις 23:30.
Παρά τα όσα αναφέρθηκαν, ακόμα και στριμωγμένος στο πλάι, παραξενεμένος από το playback, ο χορός υπήρχε. Είναι σα να πατάει ένα κουμπί αυτού του είδους η μουσική. Όπως και να γίνει, όμως, ήταν μια κουτσουρεμένη συναυλία. Η «μισή» μουσική (λόγω των προηχογραφημένων), η «μισή» κίνηση (λόγω των καρεκλών στην αρένα), ακόμα και η «μισή» γλώσσα, καθώς τα Σέρβικα είχαν μικρή απήχηση στο κοινό, εκτός ορισμένων γνωστών φράσεων και τα Ελληνικά των Βαλκάνιων κυριών ήταν αξιοπρεπή και συμπαθητικά, αλλά όχι ικανά να ενθουσιάσουν. Θα μπορούσαν να τα πούνε στην αρχική τους μορφή, των Bijelo Dugme ως επί το πλείστον, αλλά αυτό είναι μια ιστορία για μια άλλη φορά.
Ο ίδιος, νόμιμα στην τρίτη ηλικία των 65+ εδώ και λίγο καιρό, ήταν ιδιαίτερα κεφάτος και επικοινωνούσε άνετα με το Ελληνικό κοινό, με το οποίο έχει αυτή τη ζεστή σχέση που δημιουργήθηκε από ορισμένους δίσκους περασμένων δεκαετιών. Το ίδιο και οι μουσικοί που τον πλαισίωσαν. Όμως, άλλα ήταν τα πράγματα που δημιούργησαν τις αρνητικές σκέψεις, οι οποίες επικράτησαν στο τέλος της δίωρης εμφάνισής τους.
Αρχικά, όσον αφορά τη μουσική, όλοι οι επί σκηνής ήταν αξιέπαινοι. Γεμάτα ζωντάνια ήταν τα πνευστά (Bokan Stankovic πρώτη τρομπέτα, μαζί με άλλους σε σαξόφωνο, κλαρινέτο, τρομπέτα και τρομπόνι), όμορφη φωνή και συνοδεία στην «μπότα» του Muki Redzepi και στο ύψος τους οι κυρίες στις παραδοσιακές Βουλγάρικες ενδυμασίες όταν τραγουδούσαν και στα Ελληνικά. Τι δουλειά είχαν όμως τα προηχογραφημένα τύμπανα και το μπάσο σε αυτό το playback που μερικές φορές επέβαλλε ατμόσφαιρα ενός κλαμπ; Καλύτερα να μείνουν τα τραγούδια λίγο πιο γυμνά, παρά να εκβιάζεται με αυτόν τον τρόπο η αίσθηση του «πάρτι», που μια χαρά υποστήριζαν τα πνευστά και ο ορεξάτος Bregovic.
Αν, παρά το αταίριαστο της υπόθεσης, δεχτούμε αυτή τη μουσική προσέγγιση, έρχεται η διάταξη του χώρου και η γενικότερη διοργάνωση για να τα κάνει χειρότερα. Είναι δυνατόν σε καλοκαιρινή συναυλία ενός μουσικού όπως ο Bregovic, που εμπνέει χορό, να υπάρχουν καρέκλες – αριθμημένες, περιφραγμένες, με ακριβότερο εισιτήριο – μέχρι μπροστά στη σκηνή; Ή, πώς γίνεται να δεχτεί αυτός που πλήρωσε παραπάνω για να καθίσει στην «πλατεία» να βλέπει τους «όρθιους» στις κερκίδες να έχουν καλύτερη θέα; Επί μιάμιση ώρα απανταχού οι καθισμένοι (των 35, των 26 και των 22 ευρώ) ξεχώριζαν από τα πλαϊνά στριμωγμένα διαζώματα όπου οι υπόλοιποι – νεώτεροι κυρίως – χόρευαν σχεδόν ασταμάτητα. Λίγο πριν το τέλος, με τραγούδια όπως το ‘Kalashnikov’ ή το ‘Bella Ciao’ σηκώθηκαν και κουνήθηκαν οι περισσότεροι, χαλαρωμένοι ίσως μετά την επιστροφή των μουσικών στη σκηνή. Πριν παρεξηγηθώ, δεν προτείνω να καταργηθούν οι καρέκλες στις συναυλίες. Κάποιοι τις έχουν ανάγκη και ήταν ευχάριστο θέαμα η παρουσία ορισμένων ΑΜΕΑ, αλλά από κάποιο σημείο και μετά αλλοιώνεται η εμπειρία της συναυλίας.
Το τρίτο και τελευταίο «παράπονο» είναι μικρότερης σημασίας και αφορά στον ίδιο τον μουσικό. Αυτή την περίοδο ο Goran Bregovic ετοιμάζει ένα καινούριο album με τίτλο ‘Three Letters From Sarajevo’, για το οποίο όμως δεν μας είπε κουβέντα. Αυτός ίσως να έχει να κάνει βέβαια με το ότι δε σχετίζεται άμεσα με την Wedding And Funeral Band που ήταν μαζί του. Τον πιο πρόσφατο δίσκο του πάντως (Champagne For Gypsies, 2012) τον τίμησε με αρκετά τραγούδια (‘Presidente’, ‘Quantum Utopia’, ‘Hopa Cupa’), όπως τίμησε – και τιμάει ανέκαθεν – τη μουσική των γύφτων. Φυσικά, δε θα μπορούσαν να λείπουν τα τραγούδια με τα οποία έγινε γνωστός στην Ελλάδα, με τις φωνές της Πρωτοψάλτη και του Νταλάρα, όπως τα ‘Παραδέχτηκα’, ‘Βενζινάδικο’, ‘Θεός Αν είναι’ και το ‘Ederlezi’. Έκανε μια βόλτα κι απ’ το Arizona Dream με το ‘In The Death Car’, ενώ από τα καθαρά δικά του τραγούδια ξεχώρισαν το ‘Gas Gas’ που άνοιξε τη βραδιά και το ‘Mesecina’ λίγο πριν το κλείσιμο περίπου στις 23:30.
Παρά τα όσα αναφέρθηκαν, ακόμα και στριμωγμένος στο πλάι, παραξενεμένος από το playback, ο χορός υπήρχε. Είναι σα να πατάει ένα κουμπί αυτού του είδους η μουσική. Όπως και να γίνει, όμως, ήταν μια κουτσουρεμένη συναυλία. Η «μισή» μουσική (λόγω των προηχογραφημένων), η «μισή» κίνηση (λόγω των καρεκλών στην αρένα), ακόμα και η «μισή» γλώσσα, καθώς τα Σέρβικα είχαν μικρή απήχηση στο κοινό, εκτός ορισμένων γνωστών φράσεων και τα Ελληνικά των Βαλκάνιων κυριών ήταν αξιοπρεπή και συμπαθητικά, αλλά όχι ικανά να ενθουσιάσουν. Θα μπορούσαν να τα πούνε στην αρχική τους μορφή, των Bijelo Dugme ως επί το πλείστον, αλλά αυτό είναι μια ιστορία για μια άλλη φορά.