Δυο Λόγια για τον Thomas Bernhard
[αναμένοντας με αδημονία το βιβλίο «Τα βραβεία μου»,
μτφρ. Σπύρος Μοσκόβου, εκδ. Εστία – και ανακηρύσσοντας από το Bookspotting
Έτος Bernhard το 2011
[αναμένοντας με αδημονία το βιβλίο «Τα βραβεία μου»,
μτφρ. Σπύρος Μοσκόβου, εκδ. Εστία – και ανακηρύσσοντας από το Bookspotting
Έτος Bernhard το 2011
Γεννημένος στις 10 Φεβρουαρίου του 1931, σ’ ένα μοναστήρι, Άσυλο Παραστρατημένων Κοριτσιών, ο Τόμας Μπέρνχαρντ ήδη από τα παιδικά του χρόνια βρίσκεται από τη μεριά της οδύνης. Ο γενέθλιος τόπος του είναι το Χέερλεν, στις Κάτω Χώρες. Είναι νόθο τέκνο του μαραγκού Αλοϊσιου Ζούκερστατερ, από το Χέρντοφ, και της Έρτα Μπέρνχαρντ, η οποία κατέφυγε σ’ αυτό το γνωστό Άσυλο γιατί η γέννηση νόθου παιδιού αποτελούσε όνειδος στα μέρη τους. Ο Τόμας δεν θα γνωρίσει ποτέ τον φυσικό του πατέρα, ενώ η σχέση του με τη μητέρα του θα είναι έκτοτε τραυματική: «Έβλεπε σ’ εμένα καθαρότατα αυτόν που την κατέστρεψε, το ίδιο πρόσωπο, όπως ξέρω, γιατί είδα κάποτε, μια φορά, μια φωτογραφία του πατέρα μου. Η ομοιότητα σε άφηνε άναυδο. Το πρόσωπό μου δεν ήταν απλώς όμοιο με το πρόσωπο του πατέρα μου, ήταν το ίδιο πρόσωπο.
Η μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής της, η μεγαλύτερη ήττα, ήταν μπροστά της όταν εμφανιζόμουνα. Και την κάθε μέρα που έζησα μαζί της έπεφτε πάνω σ’ αυτήν την αποτυχία» [1]. Τον μικρό Τόμας θα αναθρέψει ουσιαστικά ο παππούς του, ο Γιοχάννες Φρόυμπυχλερ, ευρυμαθής αναρχικός συγγραφέας [2]. Ο τιμημένος, το 1937, με λογοτεχνικό βραβείο παππούς θα γίνει πρότυπο της ζωής και του έργου του Μπέρνχαρντ, πραγματικός μέντοράς του, ο οποίος θα τον εξοικειώσει με τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τη ζωγραφική και τη μουσική. Έμπλεος ευγνωμοσύνης, την οποία δεν έπαυε να εκδηλώνει δημοσίως και ιδιωτικώς με κάθε ευκαιρία, ο Μπέρνχαρντ γράφει: «Ο παππούς μου από την πλευρά της μητέρας μου με έσωσε από την εξαχρείωση και τη μονότονη δυσωδία της γήινης τραγωδίας, που μέσα σ’ αυτή έπαθαν ήδη ασφυξία δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια άνθρωποι.
Με έβγαλε αρκετά νωρίς, όχι δίχως μια επώδυνη διαδικασία σωφρονισμού, από το γενικό τέλμα, ευτυχώς πρώτα το κεφάλι, έπειτα τα υπόλοιπα. Μου επέστησε αρκετά νωρίς, μα πραγματικά ήταν ο μοναδικός, την προσοχή στο γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει ένα κεφάλι και στο τι σημαίνει αυτό. Ότι εκτός από την ικανότητα να βαδίζουμε έχουμε και την ικανότητα να σκεφτόμαστε, και ν’ αρχίσουμε όσο πιο σύντομα γίνεται»[3]. Είναι η αρχή. Ο Μπέρνχαρντ θα αγαπήσει από τότε τις προσωπικότητες που κινούνται πάντα στη μεθόριο, που αρνούνται με πείσμα την μέση οδό, που αρέσκονται να δοκιμάζουν την παρέκκλιση, την απόκλιση, την ατραπό της εμμονής στην απόλυτη ανθρωπινότητα, έστω κι αυτό σημαίνει εθελουσία έξοδο από την ασφάλεια και τη βολή. Προσωπικότητες αποσυνάγωγες, υψηλόφρονες παρίες, ιδεοληπτικοί και τελειοθήρες, «θεόθεν φυγάδες» όπως έλεγε ο Εμπεδοκλής και ήθελε να επαναλαμβάνει ο Νίκος Καρούζος. Προσωπικότητες όπως ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν και ο ανιψιός του, ο Πάουλ. Προσωπικότητες όπως ο ιδιοφυέστερος πιανίστας όλων των εποχών, ο Γκλεν Γκουλντ. Προσωπικότητες, όπως ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ, ο «Μπέκετ των Άλπεων», όπως τον είχαν βαφτίσει. Τέτοιοι θα είναι οι ήρωες των βιβλίων του.
[1] Τόμας Μπέρνχαρντ, ΄Ένα παιδί, στον τόμο Αυτοβιογραφία, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. Εξάντας, σ. 486.
[2] «Οι αναρχικοί είναι το αλάτι της Γης, έλεγε συνέχεια. Με γοήτευε και αυτή η ρήση, ήταν μια από τις συνηθισμένες ρήσεις του, που φυσικά μόνο σιγά σιγά συνέλαβα όλο, δηλαδή το πλήρες νόημά της […] Στη θεωρία εκμηδενίζω καθημερινά τα πάντα, καταλαβαίνεις, έλεγε. Στη θεωρία είναι δυνατόν, κάθε μέρα και κάθε στιγμή που θέλεις, να καταστρέφεις τα πάντα, να γκρεμίζεις, να αφανίζεις. Τη σκέψη αυτή τη θεωρούσε την πιο μεγαλειώδη. Εγώ ο ίδιος οικειοποιήθηκα τη σκέψη αυτή και παίζω μαζί της σ’ όλη μου τη ζωή. Σκοτώνω όταν θέλω, γκρεμίζω όταν θέλω. Εκμηδενίζω όταν θέλω» Ένα παιδί, σ. 475.
[3] Ένα παιδί, σ. 475-6.
Σχετικό θέμα