Ο Πρόδρομος Doe τραγουδάει και γράφει στίχους στο συγκρότημα Jane Doe, έχει εκδώσει μερικά βιβλία, σχεδιάζει επιτραπέζια παιχνίδια, παίζει μπάσκετ και διάφορα άλλα. Μια ακόμα ασχολία του είναι η παρουσίαση στο Mix Grill της στήλης «100 αγαπημένοι ελληνικοί στίχοι από το 2000 και μετά».
Αλκίνοος Ιωαννίδης - Πατρίδα
Νεροποντή [2009]
Η αλήθεια είναι πως παρότι εκτιμώ αφάνταστα τον Αλκίνοο Ιωαννίδη ως μουσικό, ως ενορχηστρωτή, γενικότερα ως περσόνα, δεν πιστεύω πως είναι πολύ καλός στιχουργός. Προφανώς και κρατάει ένα επίπεδο, δεν ευτελίζει τις λέξεις, δεν καταφεύγει σε ευκολίες, τον βρίσκω όμως συντηρητικό και στην τεχνική και στην επιλογή των θεμάτων του (όπου ο έρωτας εμφανίζεται τρεις στις πέντε φορές).
Δυο φορές τον έχει ξεπεράσει αυτόν το σκόπελο: τη μία το 1997 με το
αριστουργηματικό «Έχω Μια Λέξη» και ξανά το 2009 με το κομμάτι με το οποίο θα ασχοληθούμε σήμερα: το «Πατρίδα».
Είναι τουλάχιστον οξύμωρο πως εκείνος που κατάφερε να περιγράψει άψογα την Ελλάδα (και όχι μόνο) των τελευταίων πενήντα χρόνων είναι ένας Κύπριος. Φυσικά ο Αλκίνοος Ιωαννίδης δεν υπακούει σε μία ταυτότητα: Κύπριος, Έλληνας, Άπατρις με ρίζες βαθιά χωμένες στις γαίες που έχει περπατήσει. Παράδοξο ε;
Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν.
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά.
Οι προσωπικές μνήμες της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο, το Βελιγράδι στο οποίο βρέθηκε την τραγική περίοδο των βομβαρδισμών ο Αλκίνοος, τα Βαλκάνια σαν σκακιέρα γεωπολιτικών παιχνιδιών μπλέκονται με τη μεγαλομανία των ολυμπιακών αγώνων, τις συγκρούσεις με την αστυνομία και το τραγικό περιστατικό με τους τέσσερις ανθρώπους που απανθρακώθηκαν στο κτίριο Κ. Μαρούση, που ενώ η πυροσβεστική προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά τα ματ έριχναν δακρυγόνα προς το μέρος τους.
Εδώ στην άσχημη πόλη που απ' την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απ' την Ομόνοια να πετάν' δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα.
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας, η καημένη,
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή
Ναι, το «Πατρίδα» δεν είναι ένα αισιόδοξο τραγούδι. Πώς θα μπορούσε να είναι, ειδικά την περίοδο που γράφτηκε. Με τη φτώχεια στο κατώφλι αμέτρητων σπιτιών, τους ναζί στη βουλή, στους δρόμους και στη ζωή μας γενικότερα, με έναν λαό που προτίμησε να πιαστεί ξανά από εθνικοπατριωτικές φανφάρες, μισαλλοδοξία και άκρατο ρατσισμό για να καλύψει τα κενά που άφησε στη ζωή του η περιβόητη κρίση, που έγινε αποκούμπι και δικαιολογία για αμέτρητες ασχήμιες.
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης αφήνει τη μικρή του διαθήκη (σαν άλλος Μιχάλης
Κατσαρός) στη τελευταία στροφή του τραγουδιού. Εκεί που στέκεται μπροστά στον παραμορφωτικό καθρέφτη και κοιτάει τον ακροατή. Εκεί που δηλώνει ποιος είναι εκείνος και ποιος δεν είναι αυτός.
Εκεί που δίνει απάντηση σε έναν άλλον τραγουδοποιό με τον οποίο πολλοί τον
έχουν κατά καιρούς συγκρίνει και δεν φοβάται να αναμετρηθεί μαζί του. Γιατί όταν εκείνος έκανε στροφή προς την πατρίδα και τραγουδούσε «ζήτω η Ελλάδα... κι όποιος δεν καταλαβαίνει δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει», δεν ήξερε πως το 2009 ένα από τα «παιδιά» του θα του έφτυνε κατάμουτρα την απάντηση: «όχι δεν καταλαβαίνω, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω».
Γκέγκε Νιόνιο;
Δε θέλω ο εαυτός μου να 'ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα 'ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου.
Με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις, ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο.
Κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω
Διαβάστε επίσης