Μοιάζουν οι καλλιτέχνες και οι δημιουργοί, σε παγκόσμιο επίπεδο, με τον τίτλο του τραγουδιού του Bruce Springsteen: Last Man Standing.
Σύμφωνα με το annual report της IFPI που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες, οι πληρωμένες συνδρομές για streaming υπηρεσίες μουσικής είχαν αύξηση της τάξεως του 18,5% μέσα στο 2020. Άνοδος, δηλαδή, στα κέρδη της Μουσικής Βιομηχανίας και εν καιρώ πανδημίας (πολύ λογικό - χαμηλό κόστος για σίγουρη ψυχαγωγία εν μέσω περιοριστικών μέτρων εξόδου από το σπίτι). Παράλληλα, οι υπόλοιποι (παραδοσιακοί) τρόποι διάδοσης της ηχογραφημένης μουσικής εμφάνισαν πτώση 4,7% μέσα στη χρονιά που πέρασε. Λογικό κι αυτό: ήταν που ήταν στραβό το κλίμα, το έφαγε και ο γάιδαρος.
Το μεγάλο στοίχημα της βιομηχανίας, κατά την άποψή μου, που δεν φαίνεται καθαρά καθώς το καλύπτει η οικονομική γενική ανάπτυξή της, είναι ανθρωποκεντρικού χαρακτήρα. Η πανδημία εμπόδισε σχεδόν καθολικά τις ζωντανές εμφανίσεις των καλλιτεχνών. Ουσιαστικά, ακύρωσε το επάγγελμα για ένα χρόνο και ποιος ξέρει πόσο ακόμα. Η αύξηση των κερδών της βιομηχανίας δεν είναι ικανή να υποκαταστήσει τα «διαφυγόντα κέρδη» των συναυλιών. Δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες εκείνοι που βρέθηκαν χωρίς καθόλου έσοδα μέσα στο 2020. Κι όπως κανένας από εμάς δεν είναι υποχρεωμένος να «κάνει κουμάντα» με τέτοιους ορίζοντες, καθόλου δεν είναι και οι άνθρωποι που «γιατροπορεύουν» τις ψυχές μας με τα έργα τους.
Λίγους μήνες πριν, σε ένα δημοφιλές podcast των New York Times, εντοπίστηκε στην ουρά ενός συσσιτίου μια τραγουδίστρια της Όπερας. Μια σοπράνο, που μελέτησε, κοπίασε, πάσχισε να καταφέρει να γίνει αυτή η προικισμένη τραγουδίστρια, βρισκόταν στην ουρά για ένα πιάτο φαγητό. Δικά μας παραδείγματα υπάρχουν, επίσης, με καλλιτέχνες που ζορίζονται να τα «φέρουν βόλτα».
Το μεγάλο, λοιπόν, στοίχημα της μουσικής βιομηχανίας είναι να μπορέσει να φροντίσει αυτούς τους ανθρώπους, εντοπίζοντας κάθε χρήση των έργων τους, πληρώνοντάς τους περισσότερα δικαιώματα και δίνοντάς τους κίνητρα για να συνεχίσουν να γράφουν. Η στροφή στα παλιά επιτυχημένα και «σίγουρα» ρεπερτόρια, αλλά και η προσήλωση στα γενικά νούμερα (κι όχι σε όλο το φάσμα του μουσικού οικοσυστήματος) μπορεί να απαξιώσει την τραγουδοποιία. Και χρειαζόμαστε καινούργια τραγούδια, νέους τραγουδοποιούς και τραγουδιστές.
Προς το παρόν, η νέα μουσική βρίσκει κίνητρο στην ανάγκη έκφρασης. Ο βιοπορισμός καλύπτεται από παράλληλες δραστηριότητες (διδασκαλία, καθημερινή πρωινή εργασία κ.ο.κ.) και η ψευδαίσθηση «νανουρίζεται» από την (όποια) αναγνωρισιμότητα και επιτυχία. Στα επόμενα χρόνια, ωστόσο, κανείς δεν εγγυάται ότι το επάγγελμα του τραγουδοποιού θα συνεχίσει να θέλγει νέους υποψηφίους.
Σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που το τραγούδι είναι συνυφασμένο με αμέτρητες στιγμές κοινωνικές και προσωπικές, οφείλουμε όλοι να του (ανταπο)δώσουμε αυτά που αξίζει.