Είναι πράγματα που λένε ότι δεν πρέπει να τα ανακατεύεις. Όπως, για παράδειγμα, τους δαίμονες. Ο καθένας έχει τους δικούς του να παλέψει, τι να μπλέκουμε τώρα και με των αλλωνών! Έλα μου όμως που δεν είναι πάντα έτσι...
Οι National κάνουν καθόλη τη διάρκεια της δισκογραφίας τους ένα ψυχογραφικό ταξίδι. Κάθε στίχος, κάθε τραγούδι και πολύ περισσότερο κάθε δίσκος αποτελεί μια προσωπική εξομολόγηση, βγαλμένη από τα εσώψυχα ενός ανθρώπου βασανισμένου. Είναι από τη μία οι δυστυχίες ή αστοχίες της ζωής, έρχεται από την άλλη και το μυαλό μας που παίζει τα δικά του συχνά ανεξέλεγκτα παιχνίδια και δένει το γλυκό. Κατά ένα μοναδικό τρόπο ωστόσο, καθένα από αυτά τα ψυχογραφήματα μπορεί να προσφέρει μια λύτρωση, μια κάθαρση. Κι αν το πετύχει αυτό έστω και για ένα άτομο από το κοινό, αυτή η συναυλία μπορεί άνετα να θεωρηθεί επιτυχημένη.
Η συναυλία των National όμως το βράδυ της Τρίτης 5 Νοεμβρίου στο Düsseldorf δεν ήταν απλώς επιτυχημένη. Ήταν μεγαλειώδης. Από τα μεγάλα που διαμορφώνουν την προδιάθεση και τη διάθεσή μας ως κοινό ως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Η πρώτη μου φορά σε μεγάλη αρένα για συναυλία στη Γερμανία, αφού ως τώρα είχα επισκεφτεί μόνο μικρότερους χώρους, ξεκίνησε με τους ευνοϊκότερους οιωνούς. Η δυνατή βροχή που μας συνόδεψε ως την είσοδο της Mitsubishi Electric Halle ταίριαζε τόσο αρμονικά ως προεόρτιο της συναυλίας, ώστε ούτε η επακόλουθη αυξημένη κίνηση στάθηκε ικανή να μας ξενερώσει στιγμή. Το άνετο πάρκινγκ, η ταχύτατη είσοδος, η καθαρότητα και το μέγεθος του χώρου συμπλήρωναν ένα εξαιρετικό παζλ.
Τη βραδιά άνοιξε το βρετανικό συγκρότημα This Is The Kit που συνοδεύει τους National σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιοδεία τους. Υποτονικοί φολκ ήχοι δεμένοι με ψυχεδελικά στοιχεία έδιναν το στίγμα. Θα ήταν μάλλον υπερβολικό να πούμε ότι πέρασαν και δεν ακούμπησαν, αλλά λίγο-πολύ η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Έπαιξαν εφτά-οχτώ τραγούδια, σκόρπισαν χαμόγελα στο κοινό με την όμορφη παρουσία της τραγουδίστριάς τους και μας αποχαιρέτησαν. Το κέρδος τους ήταν η αφιέρωση της εκτέλεσης του Sea of Love που τους έκανε ο Matt Berninger αργότερα, λέγοντας ότι είναι τιμή τους που περιοδεύουν μαζί.
Τα φώτα άναψαν. Καμιά εικοσαριά άνθρωποι ξεχύθηκαν στη σκηνή να αποσυναρμολογήσουν και να συναρμολογήσουν. Σε λιγότερο από μισή ώρα, τα φώτα έσβησαν ξανά. Ο κόσμος είχε ήδη γεμίσει τη σάλα, χωρίς ωστόσο η κατάσταση να γίνει αποπνικτική, τουλάχιστον στα ψηλά πατώματα... Άλλωστε ακόμα και sold out να ήταν η συναυλία, ο αριθμός των εισιτηρίων δε θα ήταν σε καμιά περίπτωση υπεράριθμος.
Είχαμε μείνει λοιπόν στα φώτα που ξαναέσβησαν. Η οθόνη στο πίσω μέρος της σκηνής έδειξε τα παρασκήνια με την προετοιμασία της εισόδου των National. Οι συζητήσεις στα πηγαδάκια σταμάτησαν ευθύς και οι επιδοκιμασίες ξεκίνησαν. Η μπάντα εμφανίστηκε με τα πέντε μέλη της και δύο επιπλέον μουσικούς επιφορτισμένους με πλήκτρα, τρομπέτες και φωνητικά - τα ονόματά τους δυστυχώς μου διέφυγαν. Ξεκίνημα με το I Should Live in Salt, το πρώτο τραγούδι από το Trouble Will Find Me. Ήταν δεδομένο ότι θα δινόταν έμφαση στο φετινό τους δίσκο, αλλά ήμασταν άψογα προετοιμασμένοι! Από την άνοιξη που κυκλοφόρησε εμπεδώνουμε συνεχώς το ρητό για τη μητέρα επανάληψη.
Και κάπου εδώ, σε αυτό το σημείο, αντιλαμβάνομαι πως έχω συμπληρώσει 500 λέξεις για την εισαγωγή και δεν έχω λόγια για το κύριο θέμα. Ό,τι και να προσπαθήσω να γράψω θα αποτύχει παταγωδώς να περιγράψει έστω και στο ελάχιστο εικόνες και συναισθήματα από μια κορυφαία συναυλιακή βραδιά. Οι φωτισμοί εναλλάσσονταν και συνδυάζονταν άψογα με τα βίντεο που προβάλλονταν στην οθόνη. Το συγκρότημα ήταν εξαιρετικό, οι ενορχηστρώσεις φλέρταραν με τις στούντιο εκτελέσεις, με κορυφαία εξαίρεση το Humiliation, του οποίου το φινάλε ντύθηκε με λίγο από τον παροξυσμό του Mr. November που ακολούθησε. Ο Matt Berninger αλόνιζε τη σκηνή, μορφάζοντας και παραμιλώντας όταν δεν τραγουδούσε. Η έκφραση «σαν θηρίο στο κλουβί» έχει βγει ακριβώς για κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όσο απόμακρος και αποστασιοποιημένος φαινόταν όταν δεν είχε το μικρόφωνο, άλλο τόσο δοτικός ήταν όταν το σφιχταγκάλιαζε. Δεν ξέρω αν έχει ακόμα προβλήματα με εξαρτήσεις. Η αλήθεια είναι ότι και από κοντά δίνει την εικόνα ενός ανθρώπου με έντονη ψυχολογική αστάθεια. Όταν όμως τραγουδούσε, ένιωθες ότι είχες ξαπλώσει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή και σου μίλαγε αυτός για τη ζωή τη δικιά σου.
Σου διηγιόταν ιστορίες για την αγάπη και το μίσος, τη φιλία και την αποξένωση. Σου μίλησε κάμποσες φορές για τη Jenny - έτσι την έλεγε αυτός, εσύ αν θέλεις δώσ' της άλλο όνομα - που φωτίζει πάντα το δρόμο του σε μέρες σκοτεινές και νύχτες χωρίς φεγγάρι. Σου θύμισε την πρώτη σας συνάντηση με το Mistaken for Strangers κάπου μια πενταετία πίσω. Σε έκανε να χοροπηδήξεις όπως στο εκρηκτικό Terrible Love - πόσο στ’ αλήθεια το είχες υποτιμήσει.
It takes an ocean not to break / It takes awhile to settle down.
Σε γείωσε με το Sorrow και το I Need My Girl - γι΄αυτό και του συγχώρεσες που δεν έκανε νύξη για το Fireproof. Και η εμφάνιση που ξεπέρασε το δίωρο έκλεισε με το Pink Rabbits. Και εκεί ξάφνου χάθηκες από τη σάλα. Βρέθηκες σε κάτι που έμοιαζε με δωμάτιο, άραξες πίσω σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και έπιασες να ξεφυλλίζεις ένα άλμπουμ. Μάλλον δικό σου θα ’ταν, αλλά για κάποιο λόγο κάθε φωτογραφία έμοιαζε με αυτές που συνοδεύουν τις κορνίζες όταν τις αγοράζεις. Άψογα χαμόγελα, αδέξια φορεμένα σε αταίριαστους ανθρώπους σε άσχετα μέρη. Τίποτα δε σου φαινόταν οικείο. Στην ευχή. Μπελάς που μας βρήκε βραδιάτικα, είπες, και γύρισες σελίδα. Δεν είχες πιει σταγόνα αλκοόλ, αλλά ήσουν σίγουρος ότι θα ξυπνούσες το επόμενο πρωινό σαν από μεθύσι. Χειροκρότησες επίμονα, αποχαιρέτησες με ευγνωμοσύνη και όταν σε αντάμειψε με τη setlist την κράτησες περήφανα στο χέρι σαν τρόπαιο κυνηγιού. Σου είχε πει ότι θα ήταν ανώδυνο. Τελικά, δεν ήταν καθόλου έτσι. Δε σ’ ένοιαξε. Έφυγες αγκαλιά με όλους σου τους δαίμονες, χαμογελώντας πλατιά. Η σιγουριά για το αύριο ήταν πια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου.
Οι National κάνουν καθόλη τη διάρκεια της δισκογραφίας τους ένα ψυχογραφικό ταξίδι. Κάθε στίχος, κάθε τραγούδι και πολύ περισσότερο κάθε δίσκος αποτελεί μια προσωπική εξομολόγηση, βγαλμένη από τα εσώψυχα ενός ανθρώπου βασανισμένου. Είναι από τη μία οι δυστυχίες ή αστοχίες της ζωής, έρχεται από την άλλη και το μυαλό μας που παίζει τα δικά του συχνά ανεξέλεγκτα παιχνίδια και δένει το γλυκό. Κατά ένα μοναδικό τρόπο ωστόσο, καθένα από αυτά τα ψυχογραφήματα μπορεί να προσφέρει μια λύτρωση, μια κάθαρση. Κι αν το πετύχει αυτό έστω και για ένα άτομο από το κοινό, αυτή η συναυλία μπορεί άνετα να θεωρηθεί επιτυχημένη.
Η συναυλία των National όμως το βράδυ της Τρίτης 5 Νοεμβρίου στο Düsseldorf δεν ήταν απλώς επιτυχημένη. Ήταν μεγαλειώδης. Από τα μεγάλα που διαμορφώνουν την προδιάθεση και τη διάθεσή μας ως κοινό ως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Η πρώτη μου φορά σε μεγάλη αρένα για συναυλία στη Γερμανία, αφού ως τώρα είχα επισκεφτεί μόνο μικρότερους χώρους, ξεκίνησε με τους ευνοϊκότερους οιωνούς. Η δυνατή βροχή που μας συνόδεψε ως την είσοδο της Mitsubishi Electric Halle ταίριαζε τόσο αρμονικά ως προεόρτιο της συναυλίας, ώστε ούτε η επακόλουθη αυξημένη κίνηση στάθηκε ικανή να μας ξενερώσει στιγμή. Το άνετο πάρκινγκ, η ταχύτατη είσοδος, η καθαρότητα και το μέγεθος του χώρου συμπλήρωναν ένα εξαιρετικό παζλ.
Τη βραδιά άνοιξε το βρετανικό συγκρότημα This Is The Kit που συνοδεύει τους National σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιοδεία τους. Υποτονικοί φολκ ήχοι δεμένοι με ψυχεδελικά στοιχεία έδιναν το στίγμα. Θα ήταν μάλλον υπερβολικό να πούμε ότι πέρασαν και δεν ακούμπησαν, αλλά λίγο-πολύ η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Έπαιξαν εφτά-οχτώ τραγούδια, σκόρπισαν χαμόγελα στο κοινό με την όμορφη παρουσία της τραγουδίστριάς τους και μας αποχαιρέτησαν. Το κέρδος τους ήταν η αφιέρωση της εκτέλεσης του Sea of Love που τους έκανε ο Matt Berninger αργότερα, λέγοντας ότι είναι τιμή τους που περιοδεύουν μαζί.
Τα φώτα άναψαν. Καμιά εικοσαριά άνθρωποι ξεχύθηκαν στη σκηνή να αποσυναρμολογήσουν και να συναρμολογήσουν. Σε λιγότερο από μισή ώρα, τα φώτα έσβησαν ξανά. Ο κόσμος είχε ήδη γεμίσει τη σάλα, χωρίς ωστόσο η κατάσταση να γίνει αποπνικτική, τουλάχιστον στα ψηλά πατώματα... Άλλωστε ακόμα και sold out να ήταν η συναυλία, ο αριθμός των εισιτηρίων δε θα ήταν σε καμιά περίπτωση υπεράριθμος.
Είχαμε μείνει λοιπόν στα φώτα που ξαναέσβησαν. Η οθόνη στο πίσω μέρος της σκηνής έδειξε τα παρασκήνια με την προετοιμασία της εισόδου των National. Οι συζητήσεις στα πηγαδάκια σταμάτησαν ευθύς και οι επιδοκιμασίες ξεκίνησαν. Η μπάντα εμφανίστηκε με τα πέντε μέλη της και δύο επιπλέον μουσικούς επιφορτισμένους με πλήκτρα, τρομπέτες και φωνητικά - τα ονόματά τους δυστυχώς μου διέφυγαν. Ξεκίνημα με το I Should Live in Salt, το πρώτο τραγούδι από το Trouble Will Find Me. Ήταν δεδομένο ότι θα δινόταν έμφαση στο φετινό τους δίσκο, αλλά ήμασταν άψογα προετοιμασμένοι! Από την άνοιξη που κυκλοφόρησε εμπεδώνουμε συνεχώς το ρητό για τη μητέρα επανάληψη.
Και κάπου εδώ, σε αυτό το σημείο, αντιλαμβάνομαι πως έχω συμπληρώσει 500 λέξεις για την εισαγωγή και δεν έχω λόγια για το κύριο θέμα. Ό,τι και να προσπαθήσω να γράψω θα αποτύχει παταγωδώς να περιγράψει έστω και στο ελάχιστο εικόνες και συναισθήματα από μια κορυφαία συναυλιακή βραδιά. Οι φωτισμοί εναλλάσσονταν και συνδυάζονταν άψογα με τα βίντεο που προβάλλονταν στην οθόνη. Το συγκρότημα ήταν εξαιρετικό, οι ενορχηστρώσεις φλέρταραν με τις στούντιο εκτελέσεις, με κορυφαία εξαίρεση το Humiliation, του οποίου το φινάλε ντύθηκε με λίγο από τον παροξυσμό του Mr. November που ακολούθησε. Ο Matt Berninger αλόνιζε τη σκηνή, μορφάζοντας και παραμιλώντας όταν δεν τραγουδούσε. Η έκφραση «σαν θηρίο στο κλουβί» έχει βγει ακριβώς για κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Όσο απόμακρος και αποστασιοποιημένος φαινόταν όταν δεν είχε το μικρόφωνο, άλλο τόσο δοτικός ήταν όταν το σφιχταγκάλιαζε. Δεν ξέρω αν έχει ακόμα προβλήματα με εξαρτήσεις. Η αλήθεια είναι ότι και από κοντά δίνει την εικόνα ενός ανθρώπου με έντονη ψυχολογική αστάθεια. Όταν όμως τραγουδούσε, ένιωθες ότι είχες ξαπλώσει στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή και σου μίλαγε αυτός για τη ζωή τη δικιά σου.
Σου διηγιόταν ιστορίες για την αγάπη και το μίσος, τη φιλία και την αποξένωση. Σου μίλησε κάμποσες φορές για τη Jenny - έτσι την έλεγε αυτός, εσύ αν θέλεις δώσ' της άλλο όνομα - που φωτίζει πάντα το δρόμο του σε μέρες σκοτεινές και νύχτες χωρίς φεγγάρι. Σου θύμισε την πρώτη σας συνάντηση με το Mistaken for Strangers κάπου μια πενταετία πίσω. Σε έκανε να χοροπηδήξεις όπως στο εκρηκτικό Terrible Love - πόσο στ’ αλήθεια το είχες υποτιμήσει.
It takes an ocean not to break / It takes awhile to settle down.
Σε γείωσε με το Sorrow και το I Need My Girl - γι΄αυτό και του συγχώρεσες που δεν έκανε νύξη για το Fireproof. Και η εμφάνιση που ξεπέρασε το δίωρο έκλεισε με το Pink Rabbits. Και εκεί ξάφνου χάθηκες από τη σάλα. Βρέθηκες σε κάτι που έμοιαζε με δωμάτιο, άραξες πίσω σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και έπιασες να ξεφυλλίζεις ένα άλμπουμ. Μάλλον δικό σου θα ’ταν, αλλά για κάποιο λόγο κάθε φωτογραφία έμοιαζε με αυτές που συνοδεύουν τις κορνίζες όταν τις αγοράζεις. Άψογα χαμόγελα, αδέξια φορεμένα σε αταίριαστους ανθρώπους σε άσχετα μέρη. Τίποτα δε σου φαινόταν οικείο. Στην ευχή. Μπελάς που μας βρήκε βραδιάτικα, είπες, και γύρισες σελίδα. Δεν είχες πιει σταγόνα αλκοόλ, αλλά ήσουν σίγουρος ότι θα ξυπνούσες το επόμενο πρωινό σαν από μεθύσι. Χειροκρότησες επίμονα, αποχαιρέτησες με ευγνωμοσύνη και όταν σε αντάμειψε με τη setlist την κράτησες περήφανα στο χέρι σαν τρόπαιο κυνηγιού. Σου είχε πει ότι θα ήταν ανώδυνο. Τελικά, δεν ήταν καθόλου έτσι. Δε σ’ ένοιαξε. Έφυγες αγκαλιά με όλους σου τους δαίμονες, χαμογελώντας πλατιά. Η σιγουριά για το αύριο ήταν πια ζωγραφισμένη στο πρόσωπό σου.