Ο Ηρακλής Τσαφαρίδης είναι ένας άνθρωπους πλούσιος σε γνώσεις και εμπειρίες γύρω από τη μουσική. Και δεν χάνει την ευκαιρία να τις μοιράζεται μαζί μας. Άλλες φορές συμμετέχοντας σε μία από τις πιο ενεργές εταιρείες παραγωγής συναυλιών στη Θεσσαλονίκη, της Made Of Stone Productions, είτε ως συγγραφέας. Εμείς ξεκλέψαμε λίγο χρόνο μαζί του και τον βάλαμε να μοιραστεί κάποια πράγματα παραπάνω, αποκλειστικά στο MixGrill.
MixGrill: Καλησπέρα, Ηρακλή, και σε ευχαριστούμε για το χρόνο σου! Θα θέλαμε, σαν ξεκίνημα, να νας κανείς μια εκτενή παρουσίαση, όσο μπορείς, σχετικά με τις ασχολίες σου γύρω από τη μουσική.
Ηρακλής Τσαφαρίδης: Καλησπέρα και σε ευχαριστώ για την πρόσκληση σε αυτή τη συνέντευξη.
Ασχολούμαι με τη μουσική πάρα πολλά χρόνια και την έχω υπηρετήσει από διάφορα πόστα, σε κάποιες περιπτώσεις επαγγελματικά και σε κάποιες άλλες από χόμπι. Ξεκινώντας από τα αμέτρητα mixtapes που έφτιαχνα στα εφηβικά μου χρόνια (χάχα!), μέχρι σήμερα που είμαι ενεργός DJ, μέλος του crew της Made of Stone Productions, υπεύθυνος booking για το Fuzzy Logic στις Σέρρες και φυσικά τον τελευταίο χρόνο και manager στο ιστορικό Club του Μύλου της Θεσσαλονίκης.
Όμως, και στο παρελθόν έχω ασχοληθεί με πολλά πράγματα που αφορούν τη μουσική, όπως με το να γράφω στο προσωπικό μου blog που διατηρούσα κάποτε, τη “ΣΕΡΟΤΟΝΙΝΗ”, για να κάνω διάφορες κριτικές δίσκων, συναυλιών και να παίρνω συνεντεύξεις από μουσικούς, αναδεικνύοντας γενικά την underground σκηνή. Επίσης έχω κάνει ραδιόφωνο για μερικά χρόνια, έχω εργαστεί σε διάφορα live stage και φυσικά υπήρξα και ιδιοκτήτης του “Factory”, ενός live stage και club στην Κατερίνη, όπου απέκτησα ακόμη περισσότερη πείρα και γνωριμίες.
MixGrill: Συμμετέχεις ενεργά στην διοργάνωση συναυλιών ως μέλος του crew της Made Of Stone, μιας από τις πιο ενεργές εταιρείες παραγωγής συναυλιών και ενίοτε παραγωγής δίσκων. Πώς προέκυψε αυτή η συμμετοχή και ποιος είναι ακριβώς ο δικός σου ρόλο σε αυτό;
Η.Τ.: Η δράση αυτή προέκυψε καταρχάς κυρίως χάρη στη μακρά φιλία και συνεργασία μου με τον εμπνευστή και ιδρυτή της εταιρείας Χρήστο Παπαναντσίδη. Βέβαια, με συνέδεε σχέση εκτίμησης και φιλίας και με το Γιώτη Ποσπορέλη, που γνώριζα ήδη από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες στην Θεσσαλονίκη (Rover, Το Κουρμπέτι, Stay Hostel κ. α.), αλλά και από την δραστηριότητά του στη διοργάνωση συναυλιών. Όταν οι δυο τους ένωσαν τις δυνάμεις τους, με προσκάλεσαν να εργαστώ μαζί τους την διοργάνωση του μεγαλύτερου πολυσυλλεκτικού φεστιβάλ που γνώρισε η πόλη, του περίφημου Street Mode. Εκεί είδαμε ότι πραγματικά ταιριάζει η φιλοσοφία μας και ότι μπορούμε να συνεργαστούμε άψογα. Κάπως έτσι το νερό κύλησε στο αυλάκι.
Ο ρόλος μου στην εταιρεία είναι πολυμορφικός. Στη Made Of Stone λειτουργούμε συλλογικά και άσχετα από το αν είσαι διαχειριστής ή υπάλληλος εκπαιδευόμαστε όλοι ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορούμε να καλύψουμε οποιοδήποτε πόστο, να χρησιμοποιούμε με ευχέρεια τη σύγχρονη τεχνολογία και σχεδιάζουμε το μέλλον μας έχοντας όλοι το δικαίωμα γνώμης για κάθε θέμα που προκύπτει. Οπότε, ο ρόλος μου οργανωτικά μπορεί να διαφέρει σε κάθε event και να είναι από το παραμικρό μέχρι και τη διεκπεραίωση ολόκληρου του event, ανάλογα με την περίσταση.
M.G.: Έχεις να μοιραστείς μαζί μας κάποιες ιδιαίτερες στιγμές που έμειναν χαραγμένες στο μυαλό σου από τη διοργάνωση των συναυλιών;
Η.Τ.: Είναι πάρα πολλές οι σημαντικές στιγμές που έχουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό μου, κυρίως αυτές που έρχονται από την επαρχία, όπου τα πράγματα πάντα λειτουργούν με έναν… ιδιόμορφο τρόπο ανάλογα τον τόπο. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ σε λεπτομέρειες, αλλά θα ήθελα να τονίσω την ευκαιρία που μου δόθηκε μέσα από αυτή τη δράση να γνωρίσω απίστευτα όμορφα μέρη στην Ελλάδα και την Ευρώπη, και φυσικά τους καταπληκτικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει και έχω κάνει φίλους μου. Είναι υπέροχο το συναίσθημα, όταν ξεκινάει μια περιοδεία και εσύ ανυπομονείς να φτάσεις σε κάποιο μέρος, για να δεις ξανά τους φίλους σου. Αυτές είναι οι πιο σημαντικές στιγμές και δε θα τις άλλαζα με τίποτα.
M.G.: Πόσο ιδιαίτερο και δύσκολο επιχείρημα θεωρείς ότι είναι το να διοργανώνεις συναυλίες, κατά κύριο λόγο με rock καλλιτέχνες από το εξωτερικό, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα;
Η.Τ.: Πιστεύω πως ανέκαθεν στη μουσική το ρεύμα της κάθε εποχής αναδεικνύονταν μέσα από τη νεολαία. Η λεγόμενη «ροκ» μουσική είναι μια μουσική που, ως επί το πλείστον, δυστυχώς, δεν ενδιαφέρει τη σημερινή νεολαία. Αυτό από μόνο του την καθιστά αντιεμπορική. Επομένως, η εκάστοτε εταιρεία που θέλει και ασχολείται το κάνει κυρίως από ρομαντισμό και αγάπη για το συγκεκριμένο είδος. Βέβαια, αυτό σημαίνει πως είναι αδύνατον να παρουσιαστούν στο ελληνικό κοινό εξαιρετικοί καλλιτέχνες/μπάντες από το εξωτερικό που είναι ακόμη ανερχόμενοι. Όλο αυτό θεωρώ πως από μόνο του εξηγεί το πόσο δύσκολο επιχείρημα είναι να ασχολείται οποιοσδήποτε επαγγελματικά με τη ροκ μουσική.
M.G.: Προσφάτως προέκυψε και η ενασχόλησή σου με τη συγγραφή βιβλίων και πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε η πρώτη σου απόπειρα με τον τίτλο «Ζούλα». Πότε ανακάλυψες ότι έχεις αυτό το χάρισμα; Είσαι ικανοποιημένος από αυτήν την πρώτη σου απόπειρα στον χώρο του βιβλίου;
Η.Τ.: Δεν θεωρώ ότι έχω κάποιο χάρισμα. Όλοι οι άνθρωποι μπορούν να γράψουν. Αν έχω ταλέντο στο γράψιμο ή όχι, θα το κρίνουν οι αναγνώστες. Όμως, όντως η «Ζούλα» κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος γι αυτό. Η ενασχόλησή μου με το γράψιμο ξεκινάει θεωρώ από την μεγάλη αγάπη που έχω γενικά για το βιβλίο από τα παιδικά μου ακόμη χρόνια. Θυμάμαι ότι όταν πριν από πολλά χρόνια έπεσε στα χέρια μου το «Άρωμα Του Ονείρου», του χαρισματικού Τομ Ρόμπινς, η σκέψη που έκανα είναι πως θέλω και εγώ μια μέρα να γράψω ένα βιβλίο.
Μετά από πολλά χρόνια και βιβλία ακόμη, έκανα τις πρώτες απόπειρες να γράψω κάποια διηγήματα ή και παραμύθια για μεγάλους. Μερικά από αυτά έχουν δημοσιευτεί και στο ίντερνετ, με τα περισσότερα να παίρνουν εξαιρετικές κριτικές και τα σχόλια να είναι πολύ ενθαρρυντικά. Αυτό σίγουρα έβαλε τις πρώτες σπίθες μέσα στο μυαλό μου, που τελικά κατάφερε και «άναψε φωτιά».
Ναι, είμαι πολύ ευχαριστημένος από την πρώτη μου απόπειρα, γιατί κατάφερα μέσα στο βιβλίο μου να βρω τα κατάλληλα λόγια ώστε να φτιάξω την ατμόσφαιρα που είχα μέσα στο μυαλό μου.
M.G.:«Ζούλα»… Ο τίτλος του βιβλίου μοιάζει λίγο παράξενος. Αλήθεια, από πού τον εμπνεύστηκες; Θα θέλαμε να μας πεις ποιο αναλυτικά για το τι μιλάει το εν λόγω βιβλίο.
Η.Τ.: Τον τίτλο τον έχω εμπνευστεί από μια κοπέλα, από την οποία έχω εμπνευστεί και έναν από τους βασικούς χαρακτήρες. Πάντως, όχι για το λόγο που γράφει το βιβλίο!
Το βιβλίο διηγείται μια φανταστική ιστορία, στην οποία ο Robert Smith, ο τραγουδιστής των Cure, πριν γίνει διάσημος, μεγαλώνει στην ελληνική επαρχία τη δεκαετία του 1990 και αντιμετωπίζει την εξάρτηση από τα ναρκωτικά. Μέσα από τις περιπέτειες που βιώνει με τους φίλους του, αργότερα εμπνέεται τα τραγούδια που γράφει με τους Cure!
M.G.: Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη, πώς βλέπεις τη μέχρι στιγμής ανταπόκριση του κόσμου στη «Ζούλα»;
Η.Τ.: Ο κόσμος την έχει υποδεχτεί με ενθουσιασμό. Δεν είναι μόνο η ζήτηση, που είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο περίμενα, αλλά κυρίως τα μηνύματα και οι κριτικές που λαμβάνω από αναγνώστες, οι οποίες είναι καταπληκτικές.
M.G.: Σκοπεύεις να κάνεις κάποιες ενέργειες που να βοηθήσουν στην προώθηση του βιβλίου;
Η.Τ.: Σίγουρα ναι. Το βιβλίο κυκλοφόρησε μέσα στο κατακαλόκαιρο, εποχή όχι και τόσο ιδανική για κυκλοφορία. Ωστόσο, ήδη πωλείται σε πάρα πολλά μεγάλα και μικρά βιβλιοπωλεία. Στόχος μου είναι, ξεκινώντας μέσα στο φθινόπωρο, να γίνει η παρουσίαση του βιβλίου σε όσο το δυνατόν περισσότερες πόλεις, ώστε να μπορέσω να έρθω σε επαφή με όσους το αγόρασαν ή θέλουν να το αγοράσουν. Από κει και πέρα, αν είναι καλό το βιβλίο, αργά ή γρήγορα θα πάρει το δρόμο του.
M.G.: Όπως ήδη αναφέραμε, είναι η πρώτη σου απόπειρα να τεστάρεις τα νερά στη συγγραφή και την έκδοση ενός βιβλίου. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σου; Τι δυσκολίες υπάρχουν, από το ξεκίνημα της όλης διαδικασίας, γράφοντας κάποιες προτάσεις και ιδέες, μέχρι και το να το κρατήσεις ως κανονικό πλέον βιβλίο στα χεριά σου;
Η.Τ.: Για μένα, η διαδικασία της συγγραφής του βιβλίου ήταν μια υπέροχη εμπειρία που μου κράτησε παρέα για αρκετούς μήνες. Η «σύνδεση» που γίνεται με το γραπτό σου και τους χαρακτήρες του είναι μαγική. Όλη την ημέρα σκέφτεσαι πότε θα βρεις λίγο χρόνο να ασχοληθείς ακόμη και ομολογώ πως ήταν απολαυστικό.
Τα δύσκολα έρχονται όταν πλέον τελειώσεις με το γράψιμο. Οι αποφάσεις που πρέπει να πάρεις είναι πολλές και σίγουρα καθόλου εύκολες. Θέλεις το βιβλίο σου να είναι αισθητικά όμορφο και έτσι αρχίζει ένας αγώνας για το εξώφυλλο, τη γραμματοσειρά, τις μέσα σελίδες, το στήσιμο του βιβλίου, τη διόρθωση και πολλά ακόμη για τα οποία πρέπει να παρθούν αποφάσεις σε συνεννόηση με αρκετούς ανθρώπους. Δηλαδή μια διαδικασία ψυχοφθόρα και χρονοβόρα για κάποιον που θέλει το βιβλίο του να είναι πραγματικά όμορφο.
Εμείς στις εκδόσεις «Μικρό Αγόρι» είχαμε εξαρχής συμφωνήσει πως αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι να εκδώσουμε πολλά βιβλία αλλά όσα εκδώσουμε να είναι αισθητικά όμορφα. Το περιεχόμενο είναι άλλη ιστορία και κρίνεται με άλλους όρους. Όπως και να έχει, μας ενδιαφέρει στο τέλος να είμαστε περήφανοι για αυτό που κάνουμε.
M.G.: Πιστεύεις ότι, αν συνεχίσεις να έχεις έμπνευση και βρεις χρόνο από τις υπόλοιπες δραστηριότητες σου, θα υπάρξουν και κάποια επόμενα βιβλία μέσα στα χρόνια;
Η.Τ.: 100% ναι. Δεν έχω κάτι άλλο να πω!
M.G.: Αναμένουμε, λοιπόν! Αν και μπορεί να μοιάζει κάπως περιοριστικό, να μας πεις μερικούς δίσκους, βιβλία και συναυλίες που πιστεύεις ότι θα θυμάσαι για πάντα στην ζωή σου;
Η.Τ.: Θεωρώ πως η ερώτηση αυτή είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί, καθώς όσα και να αναφέρεις, κάποια πάντα θα λείπουν. Ενδεικτικά θα αναφέρω δυο τρία ονόματα από το κάθε είδος που με έχουν επηρεάσει στη ζωή μου.
Από δίσκους, λοιπόν, θα έλεγα: Joy Division – Unknown Pleasures, Pulp- Different Class, Prodigy – The Fat of the Land.
Από βιβλία ο, τι έχει γράψει ο Έρβιν Γουέλς (αγαπημένο η «ΚΟΛΛA»), ό,τι έχει γράψει ο Αλμπέρ Καμύ (αγαπημένο «Ο Ξένος») και ο, τι έχει γράψει ο Τομ Ρόμπινς (αγαπημένο μου «Το Άρωμα του Ονείρου»).
Όσον αφορά τις συναυλίες, τώρα, θα αναφέρω τη συναυλία των Sepultura στον «Ελλήσποντο» στη Θεσσαλονίκη το 1992. Πιτσιρίκος εγώ τότε, σκαστός από το σπίτι φυσικά, μου ήταν πολύ συγκινητικό που έβλεπα από κοντά τα τότε ινδάλματά μου.
Η συναυλία των Metallica στο Sonisphere, στη Σόφια της Βουλγαρίας το 2010 στο πλαίσιο της περιοδείας των Βig-4. Τότε ήταν η τρίτη φορά στη ζωή μου που έβλεπα τους Metallica live, όμως σίγουρα είναι αξέχαστη και η πιο συγκινητική, καθώς στο τέλος ανέβηκαν και οι τέσσερις μπάντες μαζί πάνω στη σκηνή (Metallica – Megadeth – Slayer – Anthrax), για να παίξουν όλοι μαζί το “Am I Evil” των Diamond Head. Στο τέλος, μέσα σε κλίμα συγκίνησης, είδα των Dave Mustaine των Megadeth να αγκαλιάζεται με όλα τα μέλη των Metallica, πράγμα που είχε να γίνει από την εφηβεία τους και έγινε μόνο εκεί.
Τέλος, μια καταπληκτική συναυλία που είχα την τύχη να δω πρόσφατα, την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2024, σε ένα μικρό open air venue κάτω από το κάστρο του Εδιμβούργου, στη Σκωτία, είδα παρέα με το αγαπημένο μου πρόσωπο τους Pulp, σε μια έντονα συναισθηματικά φορτισμένη, και απίστευτη συναυλία, να αλλάζουν το χρόνο μαζί μας.
M.G.: Φτάνοντας στο τέλος της συνέντευξης μας, θα θέλαμε να σε ευχαριστήσουμε άλλη μια φορά για τις απαντήσεις σου. Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να προσθέσεις;
Η.Τ.: Καθώς προέρχομαι από οικογένεια πολιτικών προσφύγων, έτυχε να γεννηθώ στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Πράγα της Τσεχίας. Από τα παιδικά μου χρόνια έχω πολύ έντονα την ανάμνηση του μετρό της Πράγας, το οποίο ήταν το βασικό μεταφορικό μέσο των κατοίκων της πόλης. Η ανάμνηση που έχω είναι χιλιάδες επιβάτες να μπαινοβγαίνουν στο μετρό κρατώντας ένα βιβλίο στο χέρι. Μέσα στον συρμό, όλοι μα όλοι διάβαζαν!
Γνωρίζω πως ζούμε άλλες εποχές πλέον, όμως με την ευκαιρία της μετά βαΐων και κλάδων από την ίδια την κυβέρνηση (λες και δεν τους πήρε 20 χρόνια περίπου για να φτιάξουν μια γραμμή) ανακοίνωσης για τη λειτουργία μέχρι το τέλος της χρονιάς, του μετρό στην Θεσσαλονίκη, θα ήθελα να κλείσω με μια ευχή: την ευχή ο κόσμος να ξεκολλήσει επιτέλους από τις οθόνες και να αγαπήσει ξανά το βιβλίο, να ξαναδώ τις εικόνες που είχα δει μικρός και τόσο νοσταλγώ, γιατί μόνο μέσα από το βιβλίο ο άνθρωπος θα ανακαλύψει τον εαυτό του και μόνο έτσι θα τον αγαπήσει για να του προσφέρει αυτό που πραγματικά αξίζει.
Σας ευχαριστώ πολύ και πάλι για την πρόσκληση.