Βαθμολογία:
7,5
Τι θα ακούσετε:
rock, chamber pop, gospel
Σχεδόν σαράντα χρόνια τώρα, ο Nick Cave και οι... Κακοί Σπόροι του εξελίσσονται μουσικά, από τα σκοτεινά γοτθικά μνημεία τραγουδιών των πρώτων δίσκων της δεκαετίας του '80, που κουβαλάγανε μέσα τους κάτι από το πνεύμα των Birtdhay Party, στις συμβατικά όμορφες μελωδίες των μεταγενέστερων κυκλοφοριών τους, με τον Warren Ellis να αναλαμβάνει όλο και πιο ενεργό ρόλο. Σαν μπάντα, οι Bad Seeds παρέμειναν στο παρασκήνιο κατά την διάρκεια του "Skeleton Tree" (2016), με τα στοιχειωμένα avant garde κομμάτια που ηχογραφήθηκαν κυρίως από τον Cave, και του "Ghosteen" (2019), που ηχογραφήθηκε και γράφτηκε μετά το θάνατο του γιου του Arthur από ατύχημα.
Το δέκατο όγδοο άλμπουμ των Nick Cave & the Bad Seeds, συμπεριλαμβανομένου και του μπασίστα των Radiohead Colin Greenwood, ακτινοβολεί ενέργεια. Το "Song Of The Lake", με τη μίξη του Dave Fridmann, προσδίδει κάτι από την ψυχεδελική ροκ αύρα των Mercury Rev και των Flaming Lips, με το mellotron και τη ζεστή ενορχήστρωση να ταιριάζουν στο κομμάτι. Αν και το αίσθημα της θλίψης, το βίωμα της απώλειας και η προσπάθεια συνέχισης της ζωής ενυπάρχουν στο άλμπουμ, εντούτοις μια ιδιόμορφη εορταστική διάθεση συναντάται σχεδόν στο σύνολο των συνθέσεων. Καθώς ο Cave τραγουδάει ατενίζοντας τη θέα μιας γυναίκας που λούζεται σε μια λίμνη, συνοδεία ορχήστρας, ένα ίχνος φωτός διαπερνά τα αυλάκια του δίσκου.
Το "Wild God" είναι στη βάση του ένα άλμπουμ gospel (σε ευθεία αναλογία με το υπέροχο "The Good Son"). Αρχικά επρόκειτο να φέρει τον τίτλο "Joy", τίτλος εξίσου ταιριαστός, καθώς υπάρχει μια γνήσια χαρά που κερδίζεται σκληρά μέσω εσωτερικής αναζήτησης για ψυχική ανάταση μετά το σκοτάδι στο οποίο βρέθηκε ο Cave τα τελευταία χρόνια. Στο ομότιτλο κομμάτι, ο Cave φαντάζεται το Θεό ως «ενσωματωμένο στον κόσμο», όπως είπε σε συνεντεύξεις για την προώθηση του δίσκου. Ένα δυνατό και συγκινητικό τραγούδι με ωραίες κιθάρες, πιάνο και τσέμπαλο, με τους κοφτερούς στίχους: "When does it end? And the wild God said, ‘Well it depends, but it mostly never ends'".
Στο δεύτερο μισό του, το "Wild God" επιστρατεύει τις γνώριμες αιθέριες μπαλάντες στις οποίες ο Cave στηρίζει πλέον όλη την συνθετική του δημιουργία, με μόνη εξαίρεση την έκρηξη ήχου κατά τη χορωδιακή κορύφωση του "Conversion", ενώ προσφέρει φόρο τιμής στην πρώην σύντροφο του, Anita Lane (που απεβίωσε πέρυσι) με το "O Wow O Wow (How Wonderful She Was)". Ο δίσκος χωρίζεται σε αυτά τα δύο αντικρουόμενα μισά, τα βαριά, γεμάτα drone ήχους τραγούδια, ενάντια στα πιανιστικά gospel μοτίβα, σαν το "Frogs", όπου οι Cain, Abel και ο Kris Kristofferson (μέσω αναφοράς στο τραγούδι του "Sunday Morning Comin' Down") κάνουν την εμφάνισή τους.
Με το "Wild God" ο Nick Cave είναι και πάλι ο τέλειος showman, με το καλύτερο συγκρότημα που θα μπορούσε να έχει για τον gothic παράδεισο που δημιουργεί με τα τραγούδια του. Το προηγούμενο άλμπουμ (το αριστουργηματικό "Ghosteen") ήταν καταστροφικό αλλά πανέμορφο, ένας διαλογισμός σχετικά με το τι σημαίνει να χάνεις κάποιον που αγαπάς -να αναμετριέσαι με την βεβαιότητα ότι το να ζεις σημαίνει να θρηνείς. Και παράλληλα με αυτόν τον αγώνα, ο Cave διερεύνησε βαθύτερα τη δική του πίστη, μια διαδικασία που παρέχει το δικό της μερίδιο προκλήσεων, όπως εξήγησε σε συνέντευξή του. «Όποιος πιστεύει ότι μια προσπάθεια σύνδεσης με τη θρησκεία είναι άνετη δεν έχει προσπαθήσει ποτέ να την κάνει».