Σε είδα στους Tuxedomoon, μέσα στο πένθος μου.
Δεν σε γνώρισα. Θα έπρεπε άραγε;
Ήταν η πρώτη φορά που σε συνάντησα, και άρχισες να μου μιλάς χωρίς να σ' ακούω. Ήσουν τόσο έντονη, που ήταν αδύνατον να ακούσω τα λόγια σου. Με είχε απορροφήσει η παρουσία σου, κι αυτά τα μάτια.
Με γνώρισες χωρίς τη μάσκα μου εκείνο το βράδυ, γιατί στο πένθος δεν χωράνε στολές βλέπεις.
Ωραία αρχή.
Πέρασαν μήνες, και περπατήσαμε δρόμους. Δρόμους αλλού. Μακριά. Έψαξα όλα μου τα τρυκ, τις ευκολίες μου, κάθε δικαιολογία για να μπορέσω να σε κατατάξω κάπου, κάπου προς χρήση, κάπου που να μπορείς να χωρέσεις χωρίς να χρειαστεί να σε ξανασκεφτώ.
'Έγινα γρήγορα κλόουν, σε κάθε μας επόμενη επαφή, κι αυτό είναι σημάδι. Δεν του έδωσα καμιά σημασία. Συνέχισα να χαμογελώ πίσω από το βόλεμα μου. Σίγουρος πως δεν θα έμπαινα ποτέ στη τροχιά σου, σίγουρος πως δεν θα ανακάλυπτες ποτέ αληθινά τη δική μου.
Σε είδα στο όνειρο μου, σε μέρες που δεν σε σκεφτόμουν, πριν να σε σκεφτώ για πρώτη φορά. Δεν σε είχα σκεφτεί ακόμα. Δεν το είχα στο πρόγραμμα ξέρεις. Τα όνειρα μας σκέφτονται άραγε; Τι λες; Μας ονειρεύονται τα ίδια μάλλον νομίζω... όπως είμαστε. Γυμνοί, χωρίς προσμονές και φτηνές ανάγκες.
Στο είπα. Κάτι μου απάντησες για τα όνειρα, που καθώς έλεγε η γιαγιά σου, φέρνουν μαζί τους μια ευλογία, και χαμογέλασα.
Και ξανά το βουητό της κάθε μέρας, της κάθε μέρας πάντα μακριά, πάντα από απόσταση, πάντα χωρίς σχήμα. Πάντα κάπου αλλού.
Πέρασαν αρκετά Χριστούγεννα από τότε. Έρχονται τώρα τα τρίτα, μετρώντας το χρόνο από 'σένα κι εμένα. Από όλα αυτά που ποτέ δεν υπήρξαν, κι από όλα αυτά που πάντα συνέβαιναν χωρίς να μας ρωτήσουν.
Μπήκα στο καφέ. Σκέφτηκα το πρόσωπο σου, κάθισα, κι άναψα τσιγάρο. Αυτό το πρόσωπο που κρύβεις καλά πίσω από τα μαλλιά σου. Αυτό. Το πρόσωπο που έτσι κι αλλιώς δεν δείχνεις ποτέ. Σαν να περιμένεις κάποιος να το ζητήσει πίσω από όλα.
Κοίταξα τη βροχή που έπεφτε πίσω από το τζάμι, κι ήμουν σίγουρος πια. Σίγουρος για 'μένα. Κι αυτό είναι ότι είναι. Γιατί έτσι τώρα, μπορούσα εύκολα να μην είμαι σίγουρος για τίποτα άλλο. Δεν μου χρειαζόταν. Δεν είχα καμιά ανάγκη τις όποιες άλλες βεβαιότητες, όπως καμιά αληθινή επιθυμία δεν τις χρειάστηκε ποτέ για να υψωθεί και να λάμψει όπως είναι. Ζωντανή και ολόκληρη.
Είδα την εικόνα σου σε ένα πρόχειρο πόστερ στον τοίχο.
Θα ονειρεύομαι σκέφτηκα.
Κι όμως ήσουν εσύ. Και με κοίταζες. Με μάτια καρφωμένα πάνω μου.
'Ήταν η μόνη γωνιά που στεκόσουν, κι είχα καθίσει απέναντι σου χωρίς να σε γνωρίσω για ακόμη μια φορά.
Ας είναι ευλογημένα τα όμορφα όνειρα όπως έλεγε η γιαγιά σου. Είχε δίκιο ξέρεις. Καλά Χριστούγεννα.
Δεν σε γνώρισα. Θα έπρεπε άραγε;
Ήταν η πρώτη φορά που σε συνάντησα, και άρχισες να μου μιλάς χωρίς να σ' ακούω. Ήσουν τόσο έντονη, που ήταν αδύνατον να ακούσω τα λόγια σου. Με είχε απορροφήσει η παρουσία σου, κι αυτά τα μάτια.
Με γνώρισες χωρίς τη μάσκα μου εκείνο το βράδυ, γιατί στο πένθος δεν χωράνε στολές βλέπεις.
Ωραία αρχή.
Πέρασαν μήνες, και περπατήσαμε δρόμους. Δρόμους αλλού. Μακριά. Έψαξα όλα μου τα τρυκ, τις ευκολίες μου, κάθε δικαιολογία για να μπορέσω να σε κατατάξω κάπου, κάπου προς χρήση, κάπου που να μπορείς να χωρέσεις χωρίς να χρειαστεί να σε ξανασκεφτώ.
'Έγινα γρήγορα κλόουν, σε κάθε μας επόμενη επαφή, κι αυτό είναι σημάδι. Δεν του έδωσα καμιά σημασία. Συνέχισα να χαμογελώ πίσω από το βόλεμα μου. Σίγουρος πως δεν θα έμπαινα ποτέ στη τροχιά σου, σίγουρος πως δεν θα ανακάλυπτες ποτέ αληθινά τη δική μου.
Σε είδα στο όνειρο μου, σε μέρες που δεν σε σκεφτόμουν, πριν να σε σκεφτώ για πρώτη φορά. Δεν σε είχα σκεφτεί ακόμα. Δεν το είχα στο πρόγραμμα ξέρεις. Τα όνειρα μας σκέφτονται άραγε; Τι λες; Μας ονειρεύονται τα ίδια μάλλον νομίζω... όπως είμαστε. Γυμνοί, χωρίς προσμονές και φτηνές ανάγκες.
Στο είπα. Κάτι μου απάντησες για τα όνειρα, που καθώς έλεγε η γιαγιά σου, φέρνουν μαζί τους μια ευλογία, και χαμογέλασα.
Και ξανά το βουητό της κάθε μέρας, της κάθε μέρας πάντα μακριά, πάντα από απόσταση, πάντα χωρίς σχήμα. Πάντα κάπου αλλού.
Πέρασαν αρκετά Χριστούγεννα από τότε. Έρχονται τώρα τα τρίτα, μετρώντας το χρόνο από 'σένα κι εμένα. Από όλα αυτά που ποτέ δεν υπήρξαν, κι από όλα αυτά που πάντα συνέβαιναν χωρίς να μας ρωτήσουν.
Μπήκα στο καφέ. Σκέφτηκα το πρόσωπο σου, κάθισα, κι άναψα τσιγάρο. Αυτό το πρόσωπο που κρύβεις καλά πίσω από τα μαλλιά σου. Αυτό. Το πρόσωπο που έτσι κι αλλιώς δεν δείχνεις ποτέ. Σαν να περιμένεις κάποιος να το ζητήσει πίσω από όλα.
Κοίταξα τη βροχή που έπεφτε πίσω από το τζάμι, κι ήμουν σίγουρος πια. Σίγουρος για 'μένα. Κι αυτό είναι ότι είναι. Γιατί έτσι τώρα, μπορούσα εύκολα να μην είμαι σίγουρος για τίποτα άλλο. Δεν μου χρειαζόταν. Δεν είχα καμιά ανάγκη τις όποιες άλλες βεβαιότητες, όπως καμιά αληθινή επιθυμία δεν τις χρειάστηκε ποτέ για να υψωθεί και να λάμψει όπως είναι. Ζωντανή και ολόκληρη.
Είδα την εικόνα σου σε ένα πρόχειρο πόστερ στον τοίχο.
Θα ονειρεύομαι σκέφτηκα.
Κι όμως ήσουν εσύ. Και με κοίταζες. Με μάτια καρφωμένα πάνω μου.
'Ήταν η μόνη γωνιά που στεκόσουν, κι είχα καθίσει απέναντι σου χωρίς να σε γνωρίσω για ακόμη μια φορά.
Ας είναι ευλογημένα τα όμορφα όνειρα όπως έλεγε η γιαγιά σου. Είχε δίκιο ξέρεις. Καλά Χριστούγεννα.
Σχετικό θέμα