Μετά το εκπληκτικό live του Nick Cave, ο πήχης είχε ανέβει και άλλο και οι ούτως ή άλλως υψηλές απαιτήσεις, είχαν γίνει υψηλότερες. Όταν ταξιδεύεις στο εξωτερικό για να δεις μια συναυλία, επιθυμείς το κάτι παραπάνω, αυτό που θα σε στιγματίσει και θα το θυμάσαι για πάρα πολύ καιρό. Πας έξω, για να δεις κάτι που είναι δύσκολο να το δεις στη χώρα σου. Κάτι που θα δικαιολογήσει και τον κόπο που έκανες, αλλά και τα χρήματα που ξόδεψες. Κοινώς πας για να κατακτήσεις αυτό που πολύ απλά ονομάζεται, εμπειρία ζωής. Και το live των War On Drugs στο Μιλάνο, ήταν εμπειρία ζωής.
Και πως να μην είναι. Μιλάμε για τη μπάντα, που αυτή τη στιγμή προσωποποιεί όσο ελάχιστες άλλες, το μέλλον της ροκ και που με την εμφάνισή της στο Μιλάνο το περασμένο Σαββατόβραδο, απέδειξε ότι είναι ζήτημα χρόνου να γεμίζει στάδια.
Ξεκινάω από την αρχή. Ο χώρος που φιλοξενήθηκε το event, ήταν καταπληκτικός. Λίγο έξω από το κέντρο της πόλης, όπου έφθανες με σχετική ευκολία χρησιμοποιώντας το τραμ. Δεν είναι διαμορφωμένος για live υψηλής προσέλευσης, αλλά για συναυλίες που θα μαζευτούν 1500-2000 άτομα. Όσα δηλαδή μαζεύτηκαν εν τέλει και στους War On Drugs.
Η βραδιά άνοιξε ιδανικά με τους Barr Brothers. Η folk-rock και ενίοτε ψυχεδελίζουσα μπάντα από τον Καναδά, ανέβηκε στη σκηνή του Fabrique στις 20.30 και για τριάντα λεπτά, έδωσαν τα πάντα προκειμένου να μην αφήσουν κανέναν ανικανοποίητο, επειδή κακά τα ψέμματα, όλοι εκεί βρισκόμασταν για τους War On Drugs. Στα συν της παρουσίας τους, το ότι αφιέρωσαν ένα από τα κομμάτια τους στον εμβληματικό Malcolm Young, που τόσο ξαφνικά έφυγε από κοντά μας, τη 18η Νοεμβρίου.
Στις 21.30 ήρθε η ώρα για την εξαμελή μπάντα από τη Φιλαδέλφια των ΗΠΑ. Για το επόμενο δίωρο, μας μετέφεραν ονειρικά, αριστοτεχνικά, αριστοκρατικά και μεγαλειωδώς, στον κόσμο της folk, της rock, του progressive-rock και της americana. Πιστεύω ότι δεν υπήρξε ούτε ένας θεατής που να μην χάθηκε στο μουσικό όνειρο των War On Drugs το περασμένο Σάββατο.
Άρχισαν με το κομμάτι- ταυτότητα της μουσικής τους πορείας, το In Chains και συνέχισαν με το καλύτερο τραγούδι της «πρώιμης» περιόδου, το "Baby Missiles". Όπως ήταν φυσικό και επόμενο, βασίστηκαν στους δύο τελευταίους δίσκους, που τους έκαναν ευρύτερα γνωστούς. Ακούσαμε τα "Pain", "Holding On", "Lost In The Dream", το ενδεκάλεπτο έπος που ακούει στο όνομα "Thinking Of A Place" στο οποίο απέδειξαν πόσο σπουδαίοι μουσικοί είναι όλοι τους ανεξαιρέτως και φυσικά το "Red Eyes". Μας μετέφεραν στον κόσμο των Cure με το "An Ocean In Between The Waves" και μας ταξίδεψαν στα χρόνια που στην μπάντα ήταν ο Kurt Vile, με το folk-experimental "Buenos Aires Beach". Από το set-list δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το καλύτερο κομμάτι της πλέον πρόσφατης κυκλοφορίας τους,- και ένα από τα καλύτερα της καριέρας τους-, το "Strangest Thing".
Έκλεισαν το κυρίως μέρος της εμφάνισής τους με το δυναμικό "Under The Pressure" και το πιο χαλαρό, "In Reverse". Στο πρώτο από τα δύο, όλα τα μέλη της μπάντας έδωσαν ρέστα, με τη μορφή του ουσιαστικού ιδρυτή Adam Granduciel να δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, κατευθύνοντας αρμονικά τόσο τα δύο synths όσο και τον έτερο κιθαρίστα και εξ'ίσου «παλιό» στο συγκρότημα, David Hartley.
Επανήλθαν για το encore με το "Burning", που κατά την άποψή μου βασίζεται πολύ στο "Be True" του Bruce Springsteen και για το λόγο αυτό είναι το αγαπημένο μου κομμάτι και τελείωσαν τη βραδιά απλά, όμορφα και ωραία, με το "You Don't Have To Go".
Έπαιξαν δεκαέξι τραγούδια. Και στα δεκαέξι πιστοποίησαν το πόσο αξίζει κανείς να ταξιδεύει, προκειμένου να δει από κοντά την αγαπημένη του μπάντα και ταυτόχρονα να χάνεται στην υπερβατική dreamland της rock.
Η εικόνα του εξώφυλλου ανήκει στο goseelivemusic.co.
Και πως να μην είναι. Μιλάμε για τη μπάντα, που αυτή τη στιγμή προσωποποιεί όσο ελάχιστες άλλες, το μέλλον της ροκ και που με την εμφάνισή της στο Μιλάνο το περασμένο Σαββατόβραδο, απέδειξε ότι είναι ζήτημα χρόνου να γεμίζει στάδια.
Ξεκινάω από την αρχή. Ο χώρος που φιλοξενήθηκε το event, ήταν καταπληκτικός. Λίγο έξω από το κέντρο της πόλης, όπου έφθανες με σχετική ευκολία χρησιμοποιώντας το τραμ. Δεν είναι διαμορφωμένος για live υψηλής προσέλευσης, αλλά για συναυλίες που θα μαζευτούν 1500-2000 άτομα. Όσα δηλαδή μαζεύτηκαν εν τέλει και στους War On Drugs.
Η βραδιά άνοιξε ιδανικά με τους Barr Brothers. Η folk-rock και ενίοτε ψυχεδελίζουσα μπάντα από τον Καναδά, ανέβηκε στη σκηνή του Fabrique στις 20.30 και για τριάντα λεπτά, έδωσαν τα πάντα προκειμένου να μην αφήσουν κανέναν ανικανοποίητο, επειδή κακά τα ψέμματα, όλοι εκεί βρισκόμασταν για τους War On Drugs. Στα συν της παρουσίας τους, το ότι αφιέρωσαν ένα από τα κομμάτια τους στον εμβληματικό Malcolm Young, που τόσο ξαφνικά έφυγε από κοντά μας, τη 18η Νοεμβρίου.
Στις 21.30 ήρθε η ώρα για την εξαμελή μπάντα από τη Φιλαδέλφια των ΗΠΑ. Για το επόμενο δίωρο, μας μετέφεραν ονειρικά, αριστοτεχνικά, αριστοκρατικά και μεγαλειωδώς, στον κόσμο της folk, της rock, του progressive-rock και της americana. Πιστεύω ότι δεν υπήρξε ούτε ένας θεατής που να μην χάθηκε στο μουσικό όνειρο των War On Drugs το περασμένο Σάββατο.
Άρχισαν με το κομμάτι- ταυτότητα της μουσικής τους πορείας, το In Chains και συνέχισαν με το καλύτερο τραγούδι της «πρώιμης» περιόδου, το "Baby Missiles". Όπως ήταν φυσικό και επόμενο, βασίστηκαν στους δύο τελευταίους δίσκους, που τους έκαναν ευρύτερα γνωστούς. Ακούσαμε τα "Pain", "Holding On", "Lost In The Dream", το ενδεκάλεπτο έπος που ακούει στο όνομα "Thinking Of A Place" στο οποίο απέδειξαν πόσο σπουδαίοι μουσικοί είναι όλοι τους ανεξαιρέτως και φυσικά το "Red Eyes". Μας μετέφεραν στον κόσμο των Cure με το "An Ocean In Between The Waves" και μας ταξίδεψαν στα χρόνια που στην μπάντα ήταν ο Kurt Vile, με το folk-experimental "Buenos Aires Beach". Από το set-list δεν θα μπορούσε να απουσιάζει το καλύτερο κομμάτι της πλέον πρόσφατης κυκλοφορίας τους,- και ένα από τα καλύτερα της καριέρας τους-, το "Strangest Thing".
Έκλεισαν το κυρίως μέρος της εμφάνισής τους με το δυναμικό "Under The Pressure" και το πιο χαλαρό, "In Reverse". Στο πρώτο από τα δύο, όλα τα μέλη της μπάντας έδωσαν ρέστα, με τη μορφή του ουσιαστικού ιδρυτή Adam Granduciel να δεσπόζει στο κέντρο της σκηνής, κατευθύνοντας αρμονικά τόσο τα δύο synths όσο και τον έτερο κιθαρίστα και εξ'ίσου «παλιό» στο συγκρότημα, David Hartley.
Επανήλθαν για το encore με το "Burning", που κατά την άποψή μου βασίζεται πολύ στο "Be True" του Bruce Springsteen και για το λόγο αυτό είναι το αγαπημένο μου κομμάτι και τελείωσαν τη βραδιά απλά, όμορφα και ωραία, με το "You Don't Have To Go".
Έπαιξαν δεκαέξι τραγούδια. Και στα δεκαέξι πιστοποίησαν το πόσο αξίζει κανείς να ταξιδεύει, προκειμένου να δει από κοντά την αγαπημένη του μπάντα και ταυτόχρονα να χάνεται στην υπερβατική dreamland της rock.
Η εικόνα του εξώφυλλου ανήκει στο goseelivemusic.co.