Το καλοκαίρι και το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου ξεκίνησαν δυναμικά. Από την πρώτη μέρα του Ιουνίου το Ηρώδειο υποδέχτηκε πλήθος κόσμου με την όπερα του Τζουζέππε Βέρντι «Ναμπούκκο» από την ορχήστρα, τη χορωδία και τους μονωδούς της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.Ήταν, λοιπόν, εύστοχη η επιλογή να ξεκινήσει το Φεστιβάλ με την όπερα αυτήν;
Η υπόθεση, όπως μας δίδεται από τη σελίδα της Λυρικής Σκηνής:
«Η υπόθεση αφορά στην αιχμαλωσία των Εβραίων από τον βασιλιά της Βαβυλώνος Ναβουχοδονόσορα (Ναμπούκο). Όταν στην αλαζονεία του εκείνος ζητά απ’ όλους να τον υμνούν ως θεό, τον πλήττει κεραυνός. Στρεφόμενος προς τον Ιεχωβά βρίσκει πάλι τα λογικά του, απελευθερώνει τους Εβραίους και συναινεί στην σχέση της πραγματικής κόρης του, της Φενένας, με τον Ισμαήλ, ανιψιό του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Στον Ιεχωβά στρέφεται στο τέλος και η Αμπιγκαΐλλε, που σφετερίστηκε την εξουσία του».
Η παράσταση διήρκεσε σχεδόν τρεις ώρες. Ξεκίνησε χωρίς καθυστέρηση με την επιβλητική παρουσία της ορχήστρας που μας οδήγησε στην εποχή του Ναμπούκο εν είδει μυσταγωγικής τελετής. Αν και ήταν άρτιοι τεχνικά, δεν υπήρχε ερμηνεία. Έλειπε η ζωντάνια και η όρεξη. Σε κάποια σημεία υπήρχε έντονη η αίσθηση της διεκπεραίωσης.
Ακόμη οι μονωδοί δεν ήταν καθόλα συντονισμένοι με την ορχήστρα.
Ως προς τις ερμηνείες, αυτή που σίγουρα ξεχώρισε ήταν η Σάε-Κιουνγκ Ριμ, η οποία καθήλωσε το κοινό με την στεντόρεια φωνή της. Ο Δημήτρης Πλατανιάς στον ομώνυμο ρόλο ήταν εξαιρετικά καλός, το ίδιο και οι υπόλοιποι μονωδοί, ωστόσο η Σάε-Κιουνγκ Ριμ ξεχώρισε όχι μόνο για τις φωνητικές ικανότητες, αλλά και για την έντασή της.
Η ένταση ήταν ένα θέμα, καθώς, παρόλο που και η ένταση των οργάνων δεν ήταν υψηλή, οι μονωδοί ακούγονταν μετά βίας, με αποτέλεσμα το κοινό να χάνει σημαντικά κομμάτια της παράστασης. Οι υπέρτιτλοι σε ελληνικά και αγγλικά ήταν αρκετά βοηθητικοί.
Μία δυνατή στιγμή ήταν όταν ο λαός των Εβραίων έψαλε το "Va pensiero". Η παρουσία της χορωδίας ήταν εξαιρετικά σημαντική, καθώς συνέβαλε στην διατήρηση και στην αναζωπύρωση της ζωντάνιας και της παραστατικότητας, κατ’επέκταση και του ενδιαφέροντος του κοινού.
Τα κοστούμια ήταν επιβλητικά και, αν λάβει κανείς υπόψη το πλήθος των ανθρώπων που βρίσκονταν επί σκηνής, επρόκειτο για ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Ωστόσο τόσο τα κοστούμια όσο και τα σκηνικά, τα οποία ήταν επίσης επιβλητικά, εξέφραζαν μία οπτική παλαιότερη. Ακολουθήθηκε η πεπατημένη. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να παρουσιαστεί με μία πιο σύγχρονη ανάγνωση που να λαμβάνει υπόψη την πρόσληψη του έργου εν έτει 2018, χωρίς όμως να καταλήγει σε μεταναγνώσεις κατωτέρου επιπέδου, παρωδώντας το.
Τα παραπάνω δεν αναιρούν ωστόσο το εντυπωσιακό αποτέλεσμα της παράστασης και την ευχαρίστηση του κοινού, αλλά αποτελούν μόνο μερικές παρατηρήσεις ενός θεατή.. Πρόκειται για ένα έργο βαρύ κι ένα εγχείρημα που δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την σημαντικότητά του.
Συντελεστές:
Σκηνικά: Τιτσιάνο Σάντι
Κοστούμια: Σίλβια Αϋμονίνο, συνεργάτες Λάουρα Ρι Σάουζι και Μάρκο Ιντίνι
Φωτισμοί: Αλεσσάντρο Βεράτσι
Βιντεοπροβολές: Λούκα Αττίλι
Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Ερμηνεύουν οι:
Ναμπούκκο: Δημήτρης Πλατανιάς
Ισμαέλε: Δήμος Φλεμοτόμος
Ζαχαρίας: Ρικάρντο Τζανελλάτο
Αμπιγκαΐλλε: Σάε-Κιουνγκ Ριμ
Φενένα: Έλενα Κασσιάν
Αρχιερέας του Βάαλ: Δημήτρης Κασιούμης
Αμπντάλλο: Γιάννης Καλύβας
Άννα: Βαρβάρα Μπιζά
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
* Η φωτογραφία ανήκει στον Δημήτρη Σακαλάκη
Σχετικό θέμα